Σε κάθε μεταγραφική περίοδο μία είναι η θέση που λειτουργεί όπως οι «κράχτες» στο Μοναστηράκι. Αυτή που υπόσχεται να τινάζει την εξέδρα στον αέρα και να στέλνει τα αντίπαλα δίχτυα για σέρβις επί μονίμου βάσεως. Κοντολογίς, το σέντερ-φορ (μια λέξη).
Ανεξάρτητα των απαιτήσεων και των ελλείψεων κάθε ομάδας, ένας επιθετικός που έρχεται με την προοπτική της «τρομοκρατίας» των αντιπάλων επισκιάζει τα πάντα. Δεν είναι απαραίτητο να μιλάμε για όνομα με περγαμηνές, όπως ο «φρεσκοκλεισμένος» Καρντόσο, αλλά για οποιοδήποτε σέντερ-φορ που δημιουργεί την αίσθηση πως θα κάνει τα δίχτυα να «ντερλικώσουν» γκολ.
Εξυπακούεται πως αυτή η νοοτροπία δεν είναι ίδιον των ελληνικών συλλόγων, καθώς χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δύσκολα εντοπίζει κανείς. Οι «κόκκινοι διάβολοι» τα τελευταία δυο χρόνια έχουν δαπανήσει πάνω από 400 εκατ. ευρώ για μεταγραφές. Ζήτημα είναι να έχουν πάει τα 70 στην ενίσχυση της αναιμικής αμυντικής γραμμής, αφήνοντας τον Ντε Χέα να «βαράει» υπερωρίες στην υπεράσπιση της εστίας του.
Η παλιά, καλή Α’ Εθνική είχε το προνόμιο να χαρεί μερικές από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες που τίμησαν τη θέση του «κίλερ». Παίκτες οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στα γήπεδα, τις καρδιές και τις συζητήσεις των φιλάθλων με τα κατορθώματά τους και τις ιστορίες που συνόδευαν το πέρασμα από την Ελλάδα.
Το sportfm.gr αποτίει φόρο τιμής στα πιο cult παλικάρια, τα οποία με το που πάταγαν περιοχή σκόρπιζαν τη μυρωδιά του γκολ στην ατμόσφαιρα. Ή τουλάχιστον, έτσι ήθελαν να πιστεύουν οι φίλαθλοι, σε μια εποχή όπου το ποδόσφαιρο ήταν λίγο πιο ρομαντικό, σε σχέση με τον κυνισμό που βιώνουμε τα τελευταία έτη.
Πίτερ Οφορίκουε
Οι πιτσιρικάδες ίσως τον έχουν ακούσει σε κάποια κουβέντα ή τον γνωρίζουν μέσα από την ιστορική περιγραφή του Αλέξη Σπυρόπουλου, στο εκτός έδρας ματς του Ολυμπιακού με τη Λα Κορούνια. Οι σχετικά παλαιότεροι, αναγνωρίζουν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που φόρεσαν φανέλα ελληνικής ομάδας, αλλά «αυτοπυρπολήθηκε» ποδοσφαιρικά, με... βενζίνη τις επιλογές του και αναπτήρα την αστάθεια του χαρακτήρα του.
Ο Γκανέζος ήρθε στην Ελλάδα το 1995, όταν η Καλαμάτα τον εντόπισε και τον έντυσε στα «μαύρα» σε ηλικία μόλις 15 χρονών. Ο συνδυασμός ταχύτητας με τη μπάλα -χωρίς να φεύγει το κοντρόλ στα δέκα μέτρα- και τεχνικής άρχισε γρήγορα να κεντρίζει το ενδιαφέρον των πρωτοκλασάτων συλλόγων, με τον Ολυμπιακό να τον αποκτά το 1997 δαπανώντας 96 εκατ. δραχμές και κάνοντας τον Οφορίκουε την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία της «Μαύρης Θύελλας».
Ο συναγωνισμός ήταν έντονος, καθώς για να αγωνιστεί έπρεπε να κοντράρει Αλέκο Αλεξανδρή και Ίλια Ίβιτς, όμως ο –τότε- 17χρονος έπαιρνε τις ευκαιρίες του και συχνά – πυκνά τις αξιοποιούσε. Σκόραρε σε Ελλάδα και Ευρώπη, με τα γκολ του απέναντι στις Λυών και Λα Κορούνια να μνημονεύονται ακόμα από τους φίλους των «ερυθρολεύκων». Ως γνήσιος Αφρικανός ποδοσφαιριστής, ωστόσο, είχε και αυτός τα προβλήματά του.
Η παρουσία του στις προπονήσεις σταδιακά μειωνόταν, ταξίδευε στην πατρίδα του και λησμονούσε να επιστρέψει, ενώ και κάποια καψώνια που του έκαναν οι παλιοί για να «στρώσει» δεν βοήθησαν ιδιαίτερα.
Σήμερα βρίσκεται στην Γκάνα, με τα τελευταία σημεία ποδοσφαιρικής ζωής να πηγαίνουν τέσσερα χρόνια πίσω, όταν και εμφανίστηκε τελευταία φορά με τη φανέλα της Μπεκέμ Γιουνάιτεντ.
Νίκος Φρούσσος – Γκρεγκ Μπρούστερ
Όταν αναφέρεις τον έναν δεν είναι δυνατόν να παραλείψεις τον άλλον. Το «φονικό» δίδυμο του Ιωνικού, που είχε μετατρέψει την ομάδα της Νίκαιας σε εφιάλτη για τους «μεγάλους» και έφτασε μέχρι τα ευρωπαϊκά σαλόνια το 1998.
Ο Μεσσήνιος επιθετικός μετακόμισε στη Δυτική Αττική από τα Φιλιατρά το 1992 και πήρε κατευθείαν φανέλα βασικού. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια τράβηξε μόνος του το κάρο στην επίθεση, πετυχαίνοντας 25 τέρματα σε 70 συμμετοχές. Το 1996, ο Ιωνικός άλλαξε ταχύτητα με την προσθήκη ενός παίκτη από την κυπελλούχο Σκωτίας.
Ο Κρεγκ Μπρούστερ εκμεταλλεύτηκε τον –νεοσύστατο τότε- νόμο Μπόσμαν και εξασφάλισε το «ελευθέρας» για τον επόμενο σταθμό της καριέρας του. Γέννημα θρέμμα Νταντί, έπαιξε στην ομάδα της καρδιάς του -τη Γιουνάιτεντ- και έζησε την μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του, κατά τον ίδιο, όταν έφερε το κύπελλο στην πόλη του «σκοτώνοντας» τους Ρέιντζερς στον τελικό. Την επόμενη χρονιά έκλεισε εισιτήριο για Ελλάδα και μεγαλούργησε.
Το σκωτσέζικο «τανκ» κούμπωσε με τον Φρούσσο στην επίθεση και με άξιους συμπαραστάτες τους Μοχάμεντ Αφάς, Ντάριο Μουτσοντρίγκο, Γιώργο Νταρακλίτσα και Πάολο Αντριόλι, έστειλαν την ομάδα της Νίκαιας στον τελικό του κυπέλλου (όπου έχασαν 3-0 από την ΑΕΚ) και την Ευρώπη, μέσω του κυπέλλου UEFA.
Ο Σκωτσέζος είχε το δύσκολο έργο να «τρώει» (και να ρίχνει) όλο το ξύλο, ανοίγοντας διαδρόμους στον Φρούσσο και παίζοντας συνέχεια «κουτουλιές» με τους αντίπαλους αμυντικούς στο ψηλό παιχνίδι. Οι δυο τους αγωνίστηκαν σε 154 παιχνίδια μαζί, «πικραίνοντας» τους τερματοφύλακες 97 φορές (46 ο Φρούσσος, 51 ο Μπρούστερ).
Ο Έλληνας φορ μετακόμισε στην Κύπρο και την Ανόρθωση το 2005, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα κατευθείαν, κάτι που επανέλαβε το 2008. Έναν χρόνο μετά, έγινε ο πρώτος σκόρερ της στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Από τις σημαντικότερες στιγμές, το τέρμα που σημείωσε στο 83ο λεπτό ενός φανατισμένου (από όλες τις απόψεις) αγώνα με την Τραμζονσπόρ, για τον 2ο προκριματικό γύρο του Champions League το 2005.
Τώρα ακολουθούν καριέρα προπονητή, με τον Βρετανό να αποσύρεται από την ενεργό δράση το 2004, να επιστρέφει το 2006 σε ηλικία 40 ετών στη Νταντί και τελικά να «εδραιώνει» τη σύνταξη έναν χρόνο μετά.
Ρόλαντ Γκόμεζ
Ο Κοσταρικανός αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους επιθετικούς που πάτησαν ελληνικό χορτάρι στην αυγή του νέου μιλένιουμ, όντας ίσως ο καλύτερος στην ιστορία του ΟΦΗ.
Ο Ευγένιος Γκέραρντ τον εντόπισε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας το 1999 στην Ολλανδία και λίγο έλειψε να ξεκινήσει επανάσταση στα αποδυτήρια. Ο Ελληνολλανδός τεχνικός στέλνει τον καλύτερο rookie της προηγούμενης σεζόν, Νίκο Ιορδανίδη, να κάνει το δρομολόγιο «πάγκο – εξέδρα και τούμπαλιν» για να δώσει φανέλα βασικού στον Γκόμεζ. Ο κόσμος «αρρώστησε», οι συμπαίκτες πήραν το πλευρό του νεαρού Έλληνα, όμως το αυτί του Γκέραρντ δεν ίδρωσε. Και δικαιώθηκε πανηγυρικά.
Ο Γκόμεζ εμφάνισε ένα κράμα «μεταλλαγμένης» και «δαιμονισμένης» φόρμας, σκοράροντας 16 φορές σε 17 αγώνες και στέλνοντας τους Κρητικούς στην 3η θέση της βαθμολογίας. Έχοντας ουσιαστικά καπαρώσει τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, έφυγε για τα προκριματικά του Copa America. Με την επιστροφή του, έκανε σημαντική κοιλιά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και πέτυχε μόλις δυο τέρματα. Ο ΟΦΗ τελικά τερμάτισε 4ος και εξασφάλισε την έξοδο στο κύπελλο UEFA.
Την επόμενη χρονιά, η κακή κατάσταση του Γκόμεζ συμπαρέσυρε όλη την ομάδα, η οποία βρέθηκε να παλεύει για την παραμονή στην Α’ Εθνική. Ο Κοσταρικανός έβαλε μόλις 8 γκολ στην κανονική περίοδο, όμως αυτά με τα οποία συμπλήρωσε διψήφιο έσωσαν την παρτίδα για τον ίδιο και τους συμπαίκτες του. Δυο τέρματα κόντρα στα Γιάννενα και σωτηρία. Η τρίτη και τελευταία χρονιά τον βρήκε πάλι «στα καλά του», πέτυχε τα 16 από τα 35 συνολικά τέρματα των Κρητικών και τους έφερε στην 6η θέση.
Σήμερα τον βρίσκεις στην Κόστα Ρίκα άλλοτε να προπονεί και άλλοτε να κάνει scouting για τις μικρές εθνικές ομάδες.
Αλεσάντρε Σοάρες
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, το 1994 προτάθηκε ένας Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής στην Καλαμάτα, ονόματι Ρονάλντο Λουίζ Ναζάριο ντε Λίμα, αλλά οι Μεσσήνιοι τον απέρριψαν. Ο πιτσιρικάς τελικά κατέληξε στην Αιντχόφεν, έγινε γνωστός ως «Ρονάλντο» και αργότερα ως «Το φαινόμενο» και κατέκτησε τον κόσμο.
Στο σίκουελ της ιστορίας, οι ιθύνοντες της Καλαμάτας «τραβούσαν» ό,τι είχαν και δεν είχαν με το ποδοσφαιρικό έγκλημα που είχαν διαπράξει και έψαχναν τον «νέο Ρονάλντο». Στα πλαίσια αυτής της αναζήτησης, υπέγραψαν την απόκτηση του Αλεσάντρε Σοάρες το 1997.
Ο Βραζιλιάνος είχε υπάρξει συμπαίκτης του Ρονάλντο στην Κρουζέιρο και θεωρείτο σεβαστό ταλέντο στην πατρίδα του. Το άλμα στην καριέρα του ήρθε το 2004, όταν αποκτήθηκε από την ΑΕΚ. Για τα επόμενα τρία χρόνια αποτέλεσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τις αντίπαλες εστίες και ήταν ο πρωτεργάτης ενός σερί επτά συνεχόμενων νικών το 2005, βάζοντας την «Ένωση» σε τροχιά τίτλου, τον οποίο και έχασε στην τελευταία αγωνιστική.
Ζοέλ Επαλέ
Το σύνθημα με την οπτική που χάριζε ο ναργιλές στους φίλους του «τριφυλλιού» για τον Επαλέ είναι από τα πιο ευφάνταστα που έχουν ακουστεί σε ελληνικό γήπεδο τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Ο Καμερουνέζος ξεκίνησε την καριέρα του ως δεξί χαφ, όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που αγωνίστηκε στην κορυφή της επίθεσης, ειδικά στον Ηρακλή.
Με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε το νταμπλ το 2004, όμως η χρονιά – σταθμός για τον ίδιο ήταν η επόμενη. Φορώντας τη φανέλα του Ηρακλή, έγινε καθαρό σέντερ φορ και εμείς δεν «χορταίναμε» τον χαρακτηριστικό πανηγυρισμό με τις τούμπες κάθε φορά που σκόραρε. Στα δυο χρόνια που υπήρξε κάτοικος Θεσσαλονίκης, αγωνίστηκε 51 φορές, πέτυχε 21 τέρματα, ενώ το 2005 ήταν βασικός συντελεστής στην εξαιρετική πορεία του «Γηραιού» που τον βρήκε στην 4η θέση της βαθμολογίας.
Έντερσον Φοφόνκα
Μένουμε «Καυτατζόγλειο» και πηγαίνουμε στο 2000. Τότε που υπέγραψε στον Ηρακλή ο Βραζιλιάνος επιθετικός, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε «τοτέμ» για την κυανόλευκη εξέδρα.
Ο Φοφόνκα έμεινε στη Θεσσαλονίκη για τέσσερις σεζόν και έμεινε στην ιστορία του συλλόγου για το γκολ που πέτυχε στην Τούμπα το 2003. «Φοφόνκα κλεφτρόνι τους πήρες το σεντόνι» φώναζαν οι οπαδοί του «Γηραιού», καθώς η εντός έδρας ήττα στέρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό την έξοδο στα προκριματικά του Champions League. Μέχρι πέρυσι παρέμενε το τελευταίο «διπλο» του Ηρακλή στην Τούμπα, με τον Λεοζίνιο να κλέβει αυτός με τη σειρά του λίγη από τη λάμψη του αγαπημένου της εξέδρας.
Σταύρος Λαμπριάκος
Επανήλθε στο προσκήνιο με το τρολάρισμα που έκανε στον Κλάους Αθανασιάδη και ξύπνησε μνήμες από τα χρόνια που «δέσποζε» στην επίθεση, ενίοτε και στην άμυνα. Ο Νίκος Καραγεωργίου και ύστερα ο Γιάννης Μαντζουράκης, έκαναν την μετάβαση από σέντερ φορ σε σέντερ μπακ και τούμπαλιν, πριν καν ο Μουρίνιο αφήσει την καριέρα του μεταφραστή.
Ο Πορτογάλος είχε προκαλέσει αίσθηση στην Αγγλία όταν είχε χρησιμοποιήσει τον Ρόμπερτ Χουτ ως προωθημένο, εκμεταλλευόμενος το ύψος του για να «γεμίζει» τις αντίπαλες περιοχές σε δύσκολες στιγμές επιθετικής αφλογιστίας.Ο «Σταύρακας» είχε καινοτομήσει σχεδόν μια δεκαετία νωρίτερα.
Επιθετικός παμπάλαιας κοπής, «ψάρι έξω από τη γυάλα» εκτός περιοχής, κίνδυνος – θάνατος εντός αυτής, άφησε το στίγμα του σε Απόλλωνα Αθηνών -νυν Σμύρνης- και Ξάνθη. Έμεινε 6 χρόνια στην Αθήνα, 8 στους «Ακρίτες» και «έραψε» τα δίχτυα 70 φορές σε σχεδόν 300 εμφανίσεις. Highlight της καριέρας του, η «αγγαρεία» στην οποία τον έχωσε ο Γερμανάκος στον αγώνα με την Χαλκηδόνα το 2005.
Ο Λαμπριάκος αναγκάστηκε να εκτελέσει τρεις φορές το ίδιο πέναλτι, βρήκε στόχο τις πρώτες δυο, όμως την τρίτη και «φαρμακερή» είδε τον Έμπεντε να αποκρούει τη μπάλα.
Μια κατηγορία μόνος του: Πάτρικ Ογκουνσότο
Όποιος δεν έχει ακουστά τον Ογκουνσότο είτε παρακολουθεί μπάλα από σπόντα, είτε μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα από την ξενιτειά. Η περσόνα που έγινε larger than life με τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις, αφήνοντας εποχή.
Στα καθαρά ποδοσφαιρικά, ήρθε από την Κύπρο μας και το ΑΠΟΕΛ στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών. Ο Εργοτέλης τον κράτησε στις αγκάλες του για τέσσερα χρόνια, στα οποία μπήκε στον πίνακα των σκόρερ 71 φορές σε 114 παιχνίδια. Έμεινε με το παράπονο που δεν τον πήρε στον Ολυμπιακό ο Σωκράτης Κόκκαλης, για αυτό και έφυγε για το Βέλγιο και τη Βέστερλο. Έμεινε δυο χρόνια, έπαιξε σε 44 παιχνίδια και βρήκε στόχο στα μισά από αυτά. Επέστρεψε στην Κρήτη το 08', πέρασε από τον ΟΦΗ και ξεκίνησε ένα ταξίδι σε ομάδες, όπως η Λοκομοτίβ Πλόβντιβ, η Αναγέννηση Επανομής, ο Αχαρναϊκός και η Δόξα Τρίλοφου.
Θα μείνει για πάντα σε μυαλό και καρδιά για αυτό
Γκεστ σταρ: Αλέκος Τάτσης
Περίπτωση όμοια με τους φαντάρους – «φαντάσματα» που ακούς το όνομά τους στην αναφορά, όμως σχεδόν ποτέ δεν ακούς «παρών». Η παρουσία και ο ντόρος γύρω από το όνομα του υπήρξαν τόσο ξαφνικά και βραχύβια, που η ανάμνησή του θα μπορούσε κάλλιστα να θυμίζει όνειρο μετά από βαθύ ύπνο.
Ο Τάτσης ξεκίνησε από τον ΠΑΣ και γρήγορα κατηφόρισε προς Αθήνα και συγκεκριμένα Κορυδαλλό. Στην Προοδευτική έμεινε δυο χρονιές, από 2001 μέχρι 2003, εποχή στην οποία οι «Κορυδαλλιώτες» έκαναν ζημιές και στους δυο αιωνίους. Ο Ολυμπιακός τον απέκτησε πακέτο με τον μετέπειτα «εμβληματικό» Τάσο Πάντο το καλοκαίρι του 2003 και κάπου εδώ, ο Έλληνας φορ άρχισε να μπαίνει στη ζώνη του Λυκόφωτος.
Με τους «ερυθρόλευκους» αγωνίστηκε μόλις σε έντεκα παιχνίδια πετυχαίνοντας ένα τέρμα, κι αυτό σε φιλικό προετοιμασίας με την Μπόλτον. Αποδεσμεύτηκε με συνοπτικές διαδικασίες και τα ίχνη του σιγά – σιγά εξαφανίστηκαν.
Έκανε περάσματα – εξπρές από Παναχαϊκή, Εθνικό Πειραιώς και Βύζαντα Μεγάρων, δοκιμάστηκε διαδοχικά από Εθνικό Αστέρα και Χαϊδάρι, μετρώντας ισάριθμα «κοψίματα», ενώ τελευταία φορά που ακούστηκε ήταν πριν επτά χρόνια στη Δόξα Κρανούλας.
Επιμέλεια: Χρήστος Ντότσικας ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube