«Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από τα ακραία φυσικά φαινόμενα;». «Τι συνέπειες θα φέρει η ένταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα χρόνια;». «Αποτελούν οι θηριώδεις μηχανισμοί αντιμετώπισης κρίσεων την κατάλληλη λύση για τη μείωση των καταστροφών;». «Μήπως η κλιματική αλλαγή είναι άλλοθι για λανθασμένους σχεδιασμούς της πολιτείας ως προς την αντιμετώπιση καταστροφών;».
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα ερωτήματα στα οποία επιχειρούν να απαντήσουν δεκάδες επιστήμονες από όλο τον κόσμο στο 32ο Συνέδριο με τίτλο «Risk in Time and Space» (Κίνδυνοι στον Χρόνο και τον Χώρο), το οποίο διοργανώνεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα από την ομάδα του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Τέσσερις καθηγητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι συμμετέχουν στο συνέδριο, εστιάζουν στους κινδύνους που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις επόμενες δύο δεκαετίες, εξηγούν ποιοι απειλούνται περισσότερο από τις φυσικές καταστροφές και προκρίνουν λύσεις στις οποίες θα πρέπει να στραφούμε.
Πόπη Σαπουντζάκη: «Οι καταστροφές και οι απώλειές τους πληθαίνουν, ιδιαίτερα οι κλιματικοί τύποι καταστροφών. Δεν αρκούν η επιστήμη και η τεχνολογία, το ζήτημα είναι επίσης πολιτικό»
«Oι επίμονοι καύσωνες, οι πυρκαγιές, τόσο οι δασικές όσο και εκείνες σε μεικτές περιοχές δασών – οικισμών, οι πλημμύρες, οι ανεμοθύελλες, η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, η διάβρωση, η ερημοποίηση, οι διάφορες μορφές ξηρασίας, οι μορφές ρύπανσης και οι νέες ασθένειες λόγω κλιματικής αλλαγής αναμένεται να μας πλήξουν ακόμη περισσότερο τα επόμενα 20 χρόνια», τονίζει στην «Κ» η Πόπη Σαπουντζάκη, κοσμήτορας της Σχολής Περιβάλλοντος, Γεωγραφίας και Εφαρμοσμένων Οικονομικών του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, εστιάζοντας στη χώρα μας.
«Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τόσο στο πεδίο εκτίμησης των κινδύνων όσο και στις τεχνολογίες για την παρακολούθηση και την αντιμετώπισή τους και παρά τις προχωρημένες πλέον γνώσεις μας για το πότε θα συμβούν, τι είδους ζημιές θα προκαλέσουν και με ποια μέσα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ακραία περιβαλλοντικά φαινόμενα, οι καταστροφές και οι απώλειές τους πληθαίνουν, ιδιαίτερα οι κλιματικοί τύποι καταστροφών», επισημαίνει η καθηγήτρια. «Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν η επιστήμη και η τεχνολογία: το ζήτημα είναι επίσης πολιτικό», υπογραμμίζει.
Οι ευάλωτες περιοχές
Η κ. Σαπουντζάκη επισημαίνει ότι απέναντι στα ακραία κλιματικά φαινόμενα, που γίνονται συχνότερα, οξύτερα και διαρκούν περισσότερο, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στις πιο ευάλωτες περιοχές. «Για κάποιες τουλάχιστον από αυτές τις περιβαλλοντικές αλλαγές ή απειλές γνωρίζουμε τις πλέον “καυτές” περιοχές, π.χ. τα περιαστικά και παραλιακά δάση αναμεμειγμένα με τουριστικές και παραθεριστικές εκτάσεις για τις δασικές πυρκαγιές, τα καλυμμένα ρέματα, τις παραποτάμιες περιοχές ποταμών με στενεμένες κοίτες και τις ζώνες αιγιαλού και παραλίας με παραβατική ανάπτυξη για τις πλημμύρες. Ωστόσο, όχι μόνο δεν ελέγχουμε αυτές τις “καυτές” περιοχές, αλλά τις επεκτείνουμε κιόλας», τονίζει η κ. Σαπουντζάκη και αναφέρεται στις διαχρονικές ευθύνες του κράτους.
«Δεν υπάρχει κυβέρνηση της μεταπολίτευσης η οποία να περιόρισε ουσιαστικά το καθεστώς της Εκτός Σχεδίου Δόμησης, αυτό ακριβώς που μαζί με την οικοδομική αυθαιρεσία επεκτείνουν τις μεικτές περιοχές δασών – οικισμών και άρα το δυναμικό καταστροφής τους από πυρκαγιές», προσθέτει η καθηγήτρια της Σχολής Περιβάλλοντος του Χαροκόπειου, επισημαίνοντας πως την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις «καμαρώνουν» για τη συμβολή τους στη μεγέθυνση του εναέριου στόλου του μηχανισμού πυρόσβεσης, όταν είναι γνωστό ότι «χωρίς προληπτικά μέτρα και μέτρα ετοιμότητας ακόμη και οι ισχυρότεροι –στον κόσμο– κατασταλτικοί μηχανισμοί δεν τα καταφέρνουν με τις μεγαπυρκαγιές».
Η συνταγματική πρόβλεψη ότι «η χρήση και η κάλυψη του δάσους δεν αλλάζει παρά μόνο για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος» έχει «κουρελιαστεί» στην πράξη
Οπως λέει στην «Κ» η καθηγήτρια, η οποία προεδρεύει και στην οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου, «η συνταγματική πρόβλεψη ότι “η χρήση και κάλυψη του δάσους δεν αλλάζει παρά μόνο για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος” έχει κουρελιαστεί στην πράξη». Η ίδια προσθέτει ότι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία θα έπρεπε «να παροτρύνει τον διάλογο μεταξύ Δασικής Υπηρεσίας και διευθύνσεων χωροταξίας, ώστε να βρεθούν λύσεις που να συνδυάζουν εκτόνωση των οικιστικών αναγκών και προστασία των δασών. «Τα δάση υποτίθεται ότι είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Δασικής Υπηρεσίας. Αλήθεια, ποια δάση εννοούμε, τα κτισμένα δάση;» αναρωτιέται.
Βάσει του διεθνούς πλαισίου Sendai 2015-2030, η αντίληψη και η κατανόηση του κινδύνου θα έπρεπε να αποτελούν την πρώτη πολιτική προτεραιότητα, υπενθυμίζει η καθηγήτρια του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. «Με βάση αυτό ως δόγμα πολιτικής, θα πρότεινα δημόσιο διάλογο για ενημέρωση, αλλά και συναπόφαση για τις εθνικές και τις τοπικές προτεραιότητες προς την κατεύθυνση της προληπτικής μείωσης του κινδύνου καταστροφής». Η ίδια προσθέτει κλείνοντας: «Αν μιλάμε για τις δασικές πυρκαγιές, αυτό μεταφράζεται σε ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των συναρμόδιων φορέων –δασικής πολιτικής, χωροταξίας, πολιτικής προστασίας– σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, διάλογο της πολιτείας με τους ερευνητικούς φορείς, τις περιβαλλοντικές και τις οργανώσεις ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων, διακομματικό διάλογο».
Γαβριήλ Ξανθόπουλος: «Οι προβλέψεις της δεκαετίας του 2000 για το 2050 γίνονται ήδη πραγματικότητα σήμερα»
Η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και η κατανάλωση πόρων, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, οι αλλαγές στη χρήση γης και η συσσωρευμένη ρύπανση είναι παράγοντες που μας προϊδεάζουν για αυξημένους κινδύνους τα επόμενα 20 χρόνια, που δεν θα αφορούν μόνο την κλιματική αλλαγή, τονίζει στην «Κ» ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, δασολόγος και διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.
«Οι προβλέψεις της δεκαετίας του 2000 για το 2050 γίνονται ήδη πραγματικότητα σήμερα, ενώ με την προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού της Γης στα 9,7 δισ. έως το 2050 αναμένεται ότι περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους θα αντιμετωπίσουν προβλήματα με τη διαθεσιμότητα του νερού. Την ίδια ώρα, οι αυξημένες ανάγκες διατροφής θα οδηγήσουν σε ελλείψεις. Η πίεση για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες οδηγεί ήδη σε απώλεια βιοποικιλότητας, ενώ η διατήρηση αειφορίας της παραγωγής δεν είναι εξασφαλισμένη. Η δυστυχία και η απόγνωση που σήμερα προκαλούν αυξημένες μεταναστευτικές ροές μπορούν εντός της εικοσαετίας να γενικευτούν, οδηγώντας σε ριζοσπαστικοποίηση, σε περαιτέρω αύξηση της τρομοκρατίας, ακόμη και σε γενικευμένους πολέμους», επισημαίνει ο κ. Ξανθόπουλος.
Οι όποιες διεθνείς συζητήσεις πρέπει να εξετάσουν σοβαρά την εξέλιξη του πληθυσμού της Γης, που σήμερα παρουσιάζει μεν κάμψη σε πολλές χώρες, κυρίως του δυτικού κόσμου, με ταυτόχρονη όμως αύξηση του μέσου όρου ηλικίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις κοινωνικών προβλημάτων, όπως αδυναμία παραγωγής, αυξημένες μεταναστευτικές ροές, κοινωνικές συγκρούσεις κ.λπ.
Ως προς τις φυσικές καταστροφές, ο ίδιος επισημαίνει ότι υπάρχει ο κίνδυνος να αυξηθούν εξαιτίας όχι μόνο της συχνότητας εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, αλλά και εξαιτίας της δημιουργίας ολοένα και μεγαλύτερων αστικών κέντρων, όπου κατά κανόνα η χωροταξία είναι ελλιπής και η τρωτότητα πολύ μεγάλη. Οι κίνδυνοι αυτοί υπαγορεύουν την ανάγκη για ριζικά μέτρα, λέει ο ίδιος, τονίζοντας ότι αυτά πρέπει να έχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
«Οι όποιες διεθνείς συζητήσεις πρέπει να εξετάσουν σοβαρά την εξέλιξη του πληθυσμού της Γης, που σήμερα παρουσιάζει μεν κάμψη σε πολλές χώρες, κυρίως του δυτικού κόσμου, με ταυτόχρονη όμως αύξηση του μέσου όρου ηλικίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες καταστάσεις κοινωνικών προβλημάτων, όπως αδυναμία παραγωγής, αυξημένες μεταναστευτικές ροές, κοινωνικές συγκρούσεις κ.λπ. Επισημαίνεται ότι η φύση, που έχει αποδείξει ότι διαθέτει σημαντικούς μηχανισμούς ελέγχου και αυτοδιόρθωσης, μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο με επιδημίες».
Αχαρτογράφητα νερά
Ο κ. Ξανθόπουλος τονίζει την ανάγκη να βελτιωθούν οι συνθήκες για τον πληθυσμό της υπαίθρου σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα από την εκπαίδευση και την ενδυνάμωση, ώστε να μπορέσει να βελτιωθεί και η ανθεκτικότητα των περιοχών αυτών, με σεβασμό στο περιβάλλον και με ορθή χρήση της γης και του νερού. «Αυτό απαιτεί πολιτική γενναιότητα –με παράλληλη ενημέρωση του συνολικού πληθυσμού–, καθώς οι μεγάλες μάζες των ψηφοφόρων πλέον ζουν στις πόλεις, όπου είναι και οι άμεσες προτεραιότητές τους», επισημαίνει.
«Η προσπάθεια να επιτευχθούν στόχοι, όπως η μείωση εκπομπών διοξειδίου, πρέπει να είναι ειλικρινής από τους απλούς πολίτες –οι οποίοι πρέπει να ενημερωθούν κατάλληλα– έως και τις μεγάλες πολυεθνικές και τις κυβερνήσεις», τονίζει ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, ενώ ειδικά για την εφαρμογή πολιτικών προσαρμογής σε σχέση με την αλλαγή του κλίματος τονίζει ότι αυτή δεν μπορεί να περιμένει μακροχρόνιες μελέτες.
«Καθώς εισερχόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά, πρέπει να εγκαταστήσουμε σημαντικά προγράμματα παρακολούθησης και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων και εντοπισμού τυχόν παρενεργειών, ώστε να διορθώσουμε οποιαδήποτε σφάλματα εγκαίρως», καταλήγει.
Wandi Bruine de Bruin: «Η σωστή επικοινωνία για την κλιματική αλλαγή είναι απαραίτητη για να υπάρξει αποτέλεσμα»
Σε μια περίοδο που η κλιματική μεταβολή αναμένεται τα επόμενα χρόνια να προκαλέσει όλο και περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα σε όλο τον κόσμο, εξελίσσεται σε μείζον ζήτημα η επικοινωνία αυτής της παγκόσμιας κρίσης προς τους πολίτες. Αυτό υποστηρίζει, μιλώντας στο Συνέδριο «Risk in Time and Space» στην Αθήνα, η Wandi Bruine de Bruin, καθηγήτρια Ψυχολογίας και Επιστήμης της Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας (USC).
«Οσο κι αν οι πολίτες ανησυχούν, χωρίς τη σωστή επικοινωνία, μπορεί να μη λάβουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για να κάνουν τις αλλαγές στη ζωή τους, οι οποίες είναι τόσο επιτακτικές και επείγουσες» τονίζει η ίδια στην «Κ». Η έρευνά της εστιάζει στην κατανόηση του καλύτερου τρόπου επικοινωνίας σχετικά με την κλιματική αλλαγή, καθώς, όπως εξηγεί, τα μηνύματα των επιστημόνων γύρω από τις πληροφορίες που αφορούν τα κλιματικά μοντέλα συχνά έρχονται «σε δεύτερη μοίρα».
«Αυτό σημαίνει ότι, εάν δεν κατέχετε PhD στην κλιματική επιστήμη, τότε είναι πιθανόν όσα σας επικοινωνήσουν για το κλίμα να μην μπορούν να γίνουν κατανοητά», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως για την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η απλή, καθημερινή γλώσσα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή. Αυτό που δεν ξέρουν πάντα είναι τι να κάνουν και αισθάνονται ότι είναι οι μόνοι που ανησυχούν.
Μέσω της «Κ», η καθηγήτρια δίνει κάποιες επιπλέον συστάσεις για την ευκολότερη κατανόηση της κλιματικής αλλαγής. «Σήμερα, πολλές από τις επικοινωνιακές δράσεις προσανατολίζονται στο να πείσουν τους δύσπιστους ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική. Ομως, από δημοσκοπήσεις όπως της World Risk Poll του Ιδρύματος Lloyd’s Register φαίνεται ότι οι δύσπιστοι αποτελούν πλέον τη μειοψηφία. Οι περισσότεροι άνθρωποι παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή. Αυτό που δεν ξέρουν πάντα είναι τι να κάνουν και αισθάνονται ότι είναι οι μόνοι που ανησυχούν. Επομένως, οι επικοινωνιακές δράσεις για την κλιματική αλλαγή θα πρέπει να εστιάζουν στην ενημέρωση για όσα μπορούν πράγματι να κάνουν οι πολίτες (άτομα, νοικοκυριά, κοινωνικές ομάδες) για την κλιματική αλλαγή, και να υπογραμμίζουν ότι δεν είναι μόνοι τους σε αυτή την προσπάθεια».
Η δύναμη της εικόνας
Η χρήση της εικόνας έχει τη δύναμη να αναδείξει τα βασικά μηνύματα, επισημαίνει η Wandi Bruine de Bruin. «Είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε εικόνες με γραφικά για να αναδεικνύουμε τα βασικά μηνύματα. Σε μια πρόσφατη έκθεση της IPCC για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, οι συντάκτες της, μού έδωσαν τα προσχέδια των σχημάτων που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν. Στη συνέχεια, η ομάδα μου έκανε συνεντεύξεις με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής από δώδεκα διαφορετικές χώρες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τις εκθέσεις της IPCC στη δουλειά τους. Μας ζήτησαν πιο απλοποιημένα σχήματα και ξεκάθαρους τίτλους που να δηλώνουν το βασικό μήνυμα, ώστε να γίνει κατανοητό, ακόμη κι αν το σχήμα ήταν δυσνόητο. Εμείς δώσαμε αυτές τις πληροφορίες κι εκείνοι απλοποίησαν τα στοιχεία τους, χρησιμοποιώντας κατανοητούς τίτλους για την πλειονότητα των σχημάτων».
Αλαν Λαβέλ: «Ο κόσμος συνδέεται όλο και περισσότερο και οι κρίσεις διασχίζουν τα σύνορα»
Οι διαφορετικές πηγές ή τύποι κινδύνου είναι πολλές φορές συστημικά αλληλένδετοι, υποστηρίζουν οι επιστήμονες. Αυτό σημαίνει ότι ένας κίνδυνος επηρεάζει τον άλλο σε μια διαδικασία ντόμινο.
«Ο,τι συμβαίνει σε έναν τόπο (χώρα, πόλη κ.λπ.) μπορεί να επηρεάζει άλλους τόπους σε άλλες χώρες. Ο κόσμος συνδέεται όλο και περισσότερο και οι κρίσεις διασχίζουν τα σύνορα – τοπικά, εθνικά και θεματικά», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής στη Λατινοαμερικανική Σχολή Κοινωνικών Επιστημών της Κόστα Ρίκα, Αλαν Λαβέλ, ο οποίος από το 1989 ασχολείται με τη μελέτη και τη διαχείριση του κινδύνου καταστροφών και της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, όπως έχει διαπιστωθεί, πολλές από τις καταστροφές που έχουν συμβεί και αυτές που θα συμβούν στο μέλλον πλήττουν περισσότερο τις φτωχότερες χώρες, περιοχές και πληθυσμούς αυτού του πολύ άνισου κόσμου. «Αυτές οι αδικημένες ομάδες θα βρίσκονται σχεδόν με βεβαιότητα στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων από κάθε είδους κίνδυνο ή κρίση σήμερα και στο μέλλον», τονίζει ο καθηγητής Λαβέλ.
Για τον ίδιο οι κίνδυνοι έχουν την τάση να αυξηθούν σημαντικά στο μέλλον από τόπο σε τόπο και από πληθυσμό σε πληθυσμό, με διαφορετικό τρόπο και ρυθμό. Ο μόνος τρόπος να ανακοπεί αυτή η πορεία είναι να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τις Αρχές ανάπτυξης και σχεδιασμού οι κίνδυνοι, με την κατάλληλη καθοδήγηση των εξελίξεων στον κοινωνικό, οικονομικό, παραγωγικό, περιβαλλοντικό και καταναλωτικό τομέα.
«Αυτό σήμερα είναι δυνητικά εφικτό με τις προηγμένες δυνατότητες πληροφόρησης και πρόβλεψης, παρότι υπάρχουν ακόμη μεγάλες αβεβαιότητες για το τι είδους πολλαπλούς κινδύνους μπορεί να αντιμετωπίσουμε και πότε», τονίζει ο κ. Λαβέλ. Κλείνοντας, προκρίνει ως καταλληλότερες λύσεις την κατανόηση των κινδύνων με έναν ολοκληρωμένο τρόπο και την εφαρμογή συστημάτων διακυβέρνησης και λογοδοσίας με υψηλά επίπεδα συντονισμού και συνεργασίας που καταργούν τα υφιστάμενα διοικητικά και πολιτικά σιλό.
Πηγή: kathimerini.gr