Tον γνώρισα παιδάκι στην Παιανία και έβλεπες αμέσως επάνω του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν να ξεχωρίσει. Είχε αρχηγική εικόνα, αλλά ιδίως είχε αυτό το βλέμμα του αποφασισμένου να πετύχει. Ηταν ένα παιδί που όταν είχε την ευκαιρία να βγει στο γήπεδο με μία μπάλα στα πόδια αισθανόταν βασιλιάς.
Το 1995 στο Λιτόχωρο οδήγησε την Εθνική ομάδα Νέων στη τρίτη θέση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και εκεί σε ένα τουρνουά που εμφανίστηκαν παίκτες σαν τον Τότι (MVP της διοργάνωσης) τον Πίρλο, τον Γκούτι, τον Ανγκούλο και που μάθαμε για πρώτη φορά τον Μπουφόν, ο Γιώργος Καραγκούνης έλαμψε!
Ηταν τα πρώτα δείγματα ενός ταλέντου που θα τον οδηγούσε στο να γίνει ο μοναδικός ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα που θα διέθετε μία μέρα στη συλλογή του μετάλλια σε κάθε ηλικία, στους Νέους, στις Ελπίδες και στους Ανδρες σε επίπεδο Εθνικής ομάδας.
Με τρεις παρουσίες σε Euro, με δύο Μουντιάλ και ένα Κύπελλο Συνομοσπονδιών, με 139 συμμετοχές και έναν ευρωπαϊκό τίτλο, εκείνον του 2004 ως κορωνίδα στο κεφάλι, ελάχιστοι παίκτες σε όλο τον κόσμο μπορούν να υπερηφανεύονται πως έχουν στη συλλογή τους πιο πολλά παράσημα!
Ο Γιώργος Καραγκούνης ποτέ δεν προσπάθησε να πλασαριστεί στα ΜΜΕ ως σταρ. Ισως δεν τον βοήθησε ποτέ το γεγονός πως ενώ άλλοι συνάδελφοί του τροφοδότησαν τον Τύπο και τα γκλαμουράτα περιοδικά με τις σχέσεις τους ή με φλογερά ειδύλλια, με φανταχτερά αυτοκίνητα και με εικόνες από την προσωπική τους ζωή, ο «τυπάρας» προτίμησε πάντα να μιλάνε γι' αυτόν οι επιδόσεις του στο γήπεδο.
Βοήθησε όλους τους προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκε, στον Παναθηναϊκό ήταν η ψυχή της ομάδας που τρεις σερί χρονιές τρέλανε κόσμο στην Ευρώπη με νίκες επί της Γιουβέντους και της Αρσεναλ, της Μπαρτσελόνα και του Αμβούργου, της Πόρτο και της Σάλκε και τόλμησε να αγνοήσει τη σιγουριά της Ελλάδας και να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ιντερ και μετά στην Μπενφίκα.
Οταν κατάφερε επιστρέφοντας στην ομάδα της καρδιάς του να πάρει το πρωτάθλημα που τόσο πολύ του έλειπε, βίωσε ξανά την αδικία που αρκετές φορές στην καριέρα του συνέβη, ωστόσο ποτέ ο ίδιος δεν πέταξε λευκή πετσέτα!
Το 2012 στη Βαρσοβία, όταν βρέθηκε απέναντι από τον Ρώσο γκολκίπερ, ένιωθες πως αν χρειαζόταν θα τον έβαζε με την μπάλα στα δίχτυα σε εκείνο το σουτ που μας χάρισε την πρόκριση. Και μόλις γύρισε στην Ελλάδα, αυτοί που συμβούλεψαν τον Γιάννη Αλαφούζο να μην του ανανεώσει το συμβόλαιο, θα έψαχναν λαγούμι για να κρυφτούν όταν αντί να βολευτεί κάπου στην Κύπρο ή στην Αυστραλία, ξεπέρασε τη λογική πηγαίνοντας στην Πρέμιερ Λιγκ και στη Φούλαμ.
Εκεί παίζοντας σερί ματς τη σεζόν 2012-2013 τους ανάγκασε να υποκλιθούν στο ταλέντο του και να ανανεώσουν τη συνεργασία. Στα μπαράζ με τη Ρουμανία ενώ ταλαιπωρείτο από τραυματισμό όχι μόνο έπαιξε, αλλά στο Βουκουρέστι έβγαλε την μπαλιά στον Μήτρογλου που μας σφράγισε το εισιτήριο για τη Βραζιλία!
Στο Μουντιάλ και πάλι έσπασε τα κοντέρ. Αυτός ο 37χρονος έφηβος έτρεξε πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλον στο γήπεδο στο ματς με την Κόστα Ρίκα και ανάγκασε τεράστια ονόματα που σχολίαζαν τα ματς στις χώρες τους να υποκλιθούν ξανά στην ποδοσφαιρική του κλάση!
Ολα τα καλά όμως κάποτε τελειώνουν. Ο χρόνος είναι ο μόνος αντίπαλος που δεν μπορεί να ηττηθεί, ωστόσο ο Γιώργαρος θα είναι για πάντα εδώ, θα τον βλέπουμε με το εθνόσημο και το περιβραχιόνιο κάθε φορά που η Ελλάδα θα ετοιμάζεται να μπει στο γήπεδο. Γιατί ο Καραγκούνης θα είναι πάντα φυσιογνωμία συνυφασμένη με τη χρυσή δεκαετία όπου το ελληνικό ποδόσφαιρο δραπέτευσε από την αιχμαλωσία των ονείρων και τα μετέτρεψε σε αληθινά.
Κάθε μεγάλος σταθμός αυτής της δεκαετίας, από τη Σαραγόσα και το Πόρτο, τη Λισσαβώνα και την Πόλη, το Οσλο και το Ντόνετσκ, το Μπλουμφοντέιν και το Ζάγκρεμπ, τη Βαρσοβία, την Μπρατισλάβα και το Βουκουρέστι, τη Φορταλέζα και το Νατάλ θα έχει ανεξίτηλα γραμμένο το όνομά του!
Μπορεί ο Χατζηπαναγής, ο Δομάζος, ο Δεληκάρης, ο Σιδέρης, ο Κούδας, ο Παπαϊωάννου, ο Μαύρος να έχουν μείνει στο μυαλό του κόσμου ως τα ιερά τέρατα του ελληνικού ποδοσφαίρου, ωστόσο η αλήθεια είναι πως χρειαζόταν πιθανότατα, όπως στον θρύλο του Εξκάλιμπερ, να έρθει ένα νεαρό παιδί πριν 15 χρόνια για να τραβήξει το σπαθί της υπέρβασης από τον βράχο.
Αυτό που θα μας λείψει από τον Γιώργο Καραγκούνη θα είναι αυτή η αίσθηση αλτρουισμού και ομαδικότητας που πάντα έβγαζε, έτοιμος να θυσιαστεί μέσα στο γήπεδο για την ομάδα. Η εικόνα ενός παιδιού που αν και η ζωή τον προίκισε με καλά συμβόλαια, όπου και αν έπαιξε, αυτός όταν φορούσε τη στολή και το σορτσάκι του για να πατήσει το χορτάρι, γινόταν και πάλι παιδί! Και αυτό είναι ανεκτίμητο!