Μια δύσκολη, από πολλές απόψεις, σεζόν ολοκληρώθηκε για τον Παναθηναϊκό στην Ευρωλίγκα. Η ομάδα έμεινε εκτός προημιτελικών για πρώτη φορά μετά από 11 χρόνια σημειώνοντας limit down στην ιστορία της στη διοργάνωση με τη 16η θέση στην κατάταξη.
Η αποστασιοποίηση του Δημήτρη Γιαννακόπουλου, η δραστική μείωση του μπάτζετ (κατά το ήμισυ), η αποχώρηση του Νικ Καλάθη, οι δύο αλλαγές προπονητή, οι περιορισμοί αλλά και οι αστοχίες στο σχεδιασμό της ομάδας, αλλά φυσικά και η απουσία του κόσμου έπαιξαν το ρόλο τους.
Το sport-fm.gr βαθμολογεί παίκτες και προπονητές αξιολογώντας την παρουσία τους με κριτήρια την προσφορά, τη χρησιμότητα και την πρόοδο, αλλά σε συνάρτηση με τις αποδοχές τους και τις προσδοκίες που υπήρχαν από αυτούς. Για πάμε λοιπόν…
Σέλβιν Μακ (4): Όταν ήρθε το Νοέμβριο έμοιαζε εξαιρετική αναβάθμιση σε σχέση με τους Τζάκσον και Σάικς. Δυστυχώς οι πρώτες του εμφανίσεις ξεγέλασαν τους πάντες και η συνέχεια ήταν απογοητευτική. Έτσι από τους 16,5 πόντους στις δύο πρώτες του εμφανίσεις έκλεισε τη σεζόν με 6 πόντους και 1,6 λάθη σε 16:28 κατά μέσο όρο. Θαρρείς και μετά τη μονιμοποίησή του με συμβόλαιο ως το τέλος της σεζόν ήταν άλλος άνθρωπος. Με περιττά κιλά, ραθυμία και κάποια καταστροφικά περάσματα από το παρκέ, δεν βοήθησε στο ελάχιστο τον Παναθηναϊκό και η πρόσφατη αναλαμπή στο ματς με την Αρμάνι Μιλάνο δεν φτάνει για να του δώσει ούτε τη… βάση στη βαθμολογία.
Γιώργος Παπαγιάννης (8): Ίσως το μεγαλύτερο κέρδος του φετινού Παναθηναϊκού. Τη στιγμή που όλη η Ελλάδα στην πρώτη καραντίνα έβαλε κιλά, εκείνος έχασε και εμφανίστηκε φέτος εντυπωσιακά βελτιωμένος σε επίπεδο φυσικής κατάστασης. Διαδοχικά άλματα, παραμονή στο παρκέ για μεγάλα διαστήματα, χαμήλωμα του σώματος και γρήγορα πλάγια βήματα δεν υπήρχαν στο ρεπερτόριό του μέχρι τον περασμένο Μάρτιο. Από τους 6,9 πόντους με 4,7 ριμπάουντ, 0,9 τάπες και 8,7 ranking σε 17:32 ανέβηκε στους 8,8 πόντους με 5,4 ριμπάουντ, 1,6 τάπες και 13,6 στο ranking σε 21:52 κατά μέσο όρο. Λειτούργησε εξαιρετικά ως rim protector, αλλά ακόμη και σε άμυνα με αλλαγές κυνηγώντας τις περισσότερες φορές με επιτυχία τους αντιπάλους κοντούς. Στην επίθεση απείλησε κυρίως με πρόσωπο και σε παιχνίδι πάνω από τη στεφάνη, καθώς το παιχνίδι με πλάτη παραμένει αδύναμο σημείο του. Πάντως με έναν «κανονικό» πλέι μέικερ θα μπορούσε να έχει σταθερά πάνω από 14-15 πόντους σε κάθε αγώνα.
Λευτέρης Μποχωρίδης (6): Ασφαλώς δεν είναι ο γκαρντ που θα αλλάξει τις ισορροπίες και φυσικά οι όποιες συγκρίσεις με προκατόχους (Διαμαντίδη, Καλάθη) είναι κατάφορα άδικες. Όμως αν μη τι άλλο στάθηκε αξιοπρεπέστατα και στην επιστροφή του στην Ευρωλίγκα φάνηκε έτοιμος να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις. Έκανε κάποιες πολύ καλές εμφανίσεις, με κορυφαία αυτή στη νίκη επί του Ολυμπιακού στο ΣΕΦ και έδειξε πως αξίζει θέση στο ρόστερ και της επόμενης σεζόν, έστω και πιο… χαμηλά στην ιεραρχία των γκαρντ. Είχε 4,4 πόντους (αλλά με μόλις 37,5% στα δίποντα και 29,8 στα τρίποντα) με 1,8 ριμπάουντ, 2,2 ασίστ και 4 στο ranking σε 15:52 ανά αγώνα.
Ζακ Όγκαστ (5): Σίγουρα καλύτερος από την πρώτη του θητεία, αλλά ο Παναθηναϊκός περίμενε περισσότερα. Έχασε μεγάλο κομμάτι της προετοιμασίας και της σεζόν με κορωνοϊό και έναν περίεργο τραυματισμό, πράγμα που τον εμπόδισε να βρει ρυθμό. Αθλητικά προσόντα διαθέτει, αλλά η έλλειψη κλασικού δημιουργού και η σταθερή αδυναμία του στο τακτικό κομμάτι (της άμυνας κυρίως) περιόρισε το χρόνο του στο παρκέ. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αναλώσιμος, αλλά το ελληνικό διαβατήριο που έχει δεν μπορείς να το παραγνωρίσεις. Σε 21 εμφανίσεις και 10:21 στο παρκέ ανά αγώνα είχε 4,6 πόντους (με 67,2% στα δίποντα αλλά μόλις 53,3% στις βολές), 2,3 ριμπάουντ και 4,8 στο ranking.
Ιωάννης Παπαπέτρου (7): Κλήθηκε να επωμιστεί για πρώτη φορά τόσες ευθύνες στην καριέρα του, καθώς από ρολίστας ή δευτερότριτο βιολί τις προηγούμενες σεζόν, έπρεπε να γίνει αρχηγός, βασικός (ελλείψει άλλων επιλογών) δημιουργός και ηγέτης Ανταποκρίθηκε αρκετά καλά στο βαρύ φορτίο που έπεσε στις πλάτες του, έστω κι αν δεν είχε συχνά την απαιτούμενη στήριξη, «έγραφε» υπερωρίες στο παρκέ και αναγκαζόταν να κάνει πράγματα εκτός του βασικού ρεπερτορίου του. Λιγοστά ήταν τα παιχνίδια που δεν απέδωσε, αλλά ουδείς μπορεί να τον κατηγορήσει πως δεν έκανε πάντα κατάθεση ψυχής. Εν συγκρίσει με τα περσινά στατιστικά των 10,9 πόντων, 4,1 ριμπάουντ με 0,8 ασίστ και 11,2 στο ranking σε 27:54 ανά αγώνα, φέτος είχε 12,1 πόντους με 4,1 ριμπάουντ, 2,4 ασίστ και 10,6 στο ranking σε 30:39.
Μάριο Χεζόνια (7): Η έλευσή του έδωσε ενδιαφέρον σε μια σεζόν που τελείωσε πρόωρα στην Ευρωλίγκα. Έδειξε ψήγματα του πλούσιου ταλέντου του, θαύμασαν όλοι την αθλητικότητά του και η… τρέλα που κουβαλά κράτησε «ζεστό» ένα απογοητευμένο κοινό. Σύμφωνοι, ορισμένες φορές «τράκαρε» με τον Παπαπέτρου και έκανε κατάχρηση προσπαθειών, αλλά προερχόμενος από σχεδόν έναν χρόνο απραξίας και έχοντας λιγοστό χρόνο προπονήσεων με την ομάδα δικαιολογείται. Στις 8 εμφανίσεις που πρόλαβε να κάνει είχε 14,4 πόντους (46,3% δίποντα, 36,6% τρίποντα), 2,5 ριμπάουντ, 1,3 ασίστ, 1,6 κλεψίματα και 12,8 στο ranking σε 22:41 στο παρκέ ανά αγώνα. Η ποιότητά του είναι αναμφισβήτητη κι αν μπει σε μια ορθολογικά δομημένη ομάδα, με την παρουσία και του κόσμου στο ΟΑΚΑ (αφού είναι κρίμα που δεν απόλαυσε ο κόσμος αυτόν και αυτός τον κόσμο), μπορεί τη νέα σεζόν να είναι ακόμη πιο επιδραστικός. Εφόσον παραμείνει…
Νίκος Δίπλαρος (5): Πήρε ελάχιστες ευκαιρίες, πιθανότατα λιγότερες από όσες άξιζε σε μια ομάδα με τέτοιο ζήτημα στον «άσο». Σίγουρα δεν είναι ο παίκτης που θα λύσει το πρόβλημα, αλλά τουλάχιστον όποτε μπήκε έδωσε ό,τι είχε και δεν ήταν αδιάφορος. Μπορεί να μην έχει τεράστια ποιότητα ή τα ιδανικά σωματικά προσόντα για τη θέση, αλλά το τσαγανό και η άγνοια κινδύνων, θα τον έκαναν χρήσιμο σε κάποιες ειδικές καταστάσεις. Σε όλες κι όλες τρεις εμφανίσεις και 15:58 συνολικά δράσης είχε 1,5 πόντους, 0,7 ριμπάουντ και 0,7 ασίστ.
Λεωνίδας Κασελάκης (6): Μια πολύ τίμια σεζόν από μέρους του. Ουδείς περίμενε να εκτοξεύσει την ποιότητα της ομάδας, αλλά όποτε επιστρατεύτηκε από τον πάγκο έδωσε όσα μπορούσε, χωρίς να κάνει… μουτράκια όταν δεν έπαιζε ή αποσυρόταν γρήγορα από τον προπονητή του. Πρόσφερε ενέργεια, αυταπάρνηση και έδειξε ετοιμότητα, ακόμη κι αν σηκωνόταν για λίγα δευτερόλεπτα «βρώμικης» δουλειάς. Ουδείς μπορεί να έχει παράπονο από αυτόν τον εργάτη που στα 30 του έπαιξε για πρώτη φορά στην Ευρωλίγκα. Σε 28 εμφανίσεις είχε 2,2 πόντους, 1,5 ριμπάουντ και 2,6 στο ranking σε 9:58 ανά αγώνα.
Ίαν Βουγιούκας (4): Έπαιξε ελάχιστα και δεν έδειξε σε καλή κατάσταση. Μοιάζει αρκετά βαρύς και αργός για το σύγχρονο μπάσκετ στα 36 του και ορθολογικά οι προπονητές του προτίμησαν πιο νεανικά και αθλητικά σχήματα. Αυτό φυσικά, ουδόλως ακυρώνει την ιστορία και τη διαδρομή του, ούτε και τη θετική επιρροή που έχει ως παρουσία στα αποδυτήρια. Χρησιμοποιήθηκε σε μόνο τρία ματς και για μόλις 12:56 συνολικά έχοντας 1,3 πόντους και 0,3 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Γιώργος Καλαϊτζάκης (3): Όταν το καλοκαίρι υπέγραφε νέο διετές συμβόλαιο, πολλοί περίμεναν πως έφτασε η ώρα να πάρει ευκαιρίες. Δυστυχώς η σεζόν πήγε μάλλον χαμένη για τον 22χρονο γκαρντ, καθώς εμφανίστηκε μεν σε 14 ματς (μάλιστα τα 3 ως βασικός) στην Ευρωλίγκα, αλλά συνολικά για 62 λεπτά. Μέσα σε όλα, ένας τραυματισμός του στέρησε την ευκαιρία να πάρει λίγο χρόνο περισσότερο στα τελευταία ευρωπαϊκά ματς της σεζόν. Η εξέλιξή του θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, αλλά για να συμβεί αυτό δεν αρκούν οι προπονήσεις. Χρειάζεται να πάρει παιχνίδια και κυρίως ευθύνες. Σε συνολικά 14 εμφανίσεις και 62:06 λεπτά (4:26 ανά αγώνα) κατέγραψε 1,6 πόντους, 0,6 ριμπάουντ και 0,1 ασίστ ανά αγώνα.
Νεμάνια Νέντοβιτς (7): Κερδισμένο στοίχημα για τον Παναθηναϊκό. Ο Σέρβος γκαρντ ήρθε σε… τιμή ευκαιρίας και έδειξε μεμιάς την αξία του. Η ποιότητά του ξεχώριζε στην περιφέρεια της ομάδας, έδειξε την κλάση του εκτελεστικά και ενίοτε δημιουργικά και πρόσφερε κάποιες μαγικές βραδιές. Η αδυναμία του στην άμυνα είναι ένα ζήτημα, αλλά όχι μεγαλύτερο από την ευπάθειά του σε τραυματισμούς, καθώς έχασε σχεδόν το 1/4 της regular season με ένα μυϊκό πρόβλημα. Πάντως στο φετινό ρόστερ με το περιορισμένο ταλέντο ήταν πολυτέλεια και θα είναι πολύ σημαντικό να παραμείνει. Όταν από τις μόλις 17 εμφανίσεις πέρσι με 16:31 λεπτά ανά αγώνα και 7,9 πόντους με 1,2 ριμπάουντ, 1,7 ασίστ και 6,2 στο ranking κατά μέσο όρο, ανεβαίνεις στις 25 εμφανίσεις με 16 πόντους, 1,9 ριμπάουντ, 3,7 ασίστ και 14,9 στην αξιολόγηση, τότε μιλάμε σίγουρα για… επιστροφή στην κανονικότητα.
Άαρον Γουάιτ (6): Μετά το νωθρό του ξεκίνημα, έκανε μια συμπαθητική σεζόν. Σίγουρα δεν έπιασε τα στάνταρ της διετίας της εκτόξευσής του στη Ζαλγκίρις, αλλά θύμισε ξανά παίκτη Ευρωλίγκας μετά την καταστροφική περσινή περίοδο σε Αρμάνι και Τενερίφη. Ήταν χρήσιμος, ακόμη περισσότερο όταν πέρασε από το «4» στο «3» κρύβοντας την αδυναμία του στην άμυνα κοντά στο καλάθι και βοηθώντας στις περιστροφές. Πέρσι στην Αρμάνι είχε σε μόνο 15 εμφανίσεις μόλις 10:10 κατά μέσο όρο 2,1 πόντους, 1,4 ριμπάουντ και 1,9 στο ranking, αλλά φέτος ανέβηκε έπαιξε σε 33 ματς μετρώντας σε 22:23 στο παρκέ 7,3 πόντους (61,1% στα δίποντα, 36,5% στα τρίποντα), 4 ριμπάουντ, 1 ασίστ και 9 στο ranking.
Ντίνος Μήτογλου (8): Το άλλο μεγάλο κέρδος της σεζόν. Ήταν η χρονιά για την καθιέρωσή του και ανταποκρίθηκε πολύ καλά, τόσο ως «4», όσο και ως «5». Βελτιώνεται αισθητά σε αρκετά κομμάτια του παιχνιδιού, αλλά περισσότερο σε αυτό της αυτοπεποίθησης. Από τους κορυφαίους ριμπάουντερ της Ευρωλίγκας, με καλύτερες πλέον κινήσεις κοντά στο καλάθι, έστω κι αν τα ποσοστά του από μακριά έπεσαν. Η παραμονή του θα είναι σπουδαία υπόθεση, γιατί δεν «τρακάρει» με κανέναν παίκτη και άλλος Έλληνας παίκτης με τα δικά του προσόντα δεν υπάρχει στην αγορά. Από τα 13:54 συμμετοχής με 5,8 πόντους, 3,7 ριμπάουντ και 7,2 στο ranking πέρσι εκτοξεύτηκε στους 9,3 πόντους με 5,4 ριμπάουντ και 11,3 στο ranking σε 20:18 ανά αγώνα.
Μπεν Μπέντιλ (6): Θετική η παρουσία του. Παίζοντας πότε στο «4» και πότε στο «5», έδινε ό,τι μπορούσε βγάζοντας κυρίως τον δυναμισμό του. Σίγουρα δεν είναι ο ψηλός που θα ονειρεύονταν οι φίλοι του Παναθηναϊκού, που έχουν θαυμάσει από Βράνκοβιτς και Ράτζα, μέχρι Πέκοβιτς και Μπατίστ, αλλά κρίνοντας με γνώμονα συμβόλαιο και προσφορά, σίγουρα δεν απογοήτευσε. Σε 31 εμφανίσεις είχε 6,1 πόντους και 2,6 ριμπάουντ με 5,9 στο ranking σε 15:52 κατά μέσο όρο.
Χάουαρντ Σαντ-Ρόος (6): Σε μια γραμμή γκαρντ που είχε σοβαρό πρόβλημα αθλητικότητας, ήταν ο καλύτερος αμυντικός. Μπορεί να προσφέρει για κάποια λεπτά ως πλέι μέικερ, αλλά μια ομάδα με φιλοδοξίες στην Ευρωλίγκα δεν μπορεί να έχει εκείνον ως βασικό οργανωτή/δημιουργό. Σε κάθε περίπτωση έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε σε έναν ρόλο που δεν είναι ο πραγματικός του. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα χρήσιμο «εργαλείο» και για την επόμενη σεζόν. Από τα 18:56 με 5,5 πόντους, 2,5 ριμπάουντ, 1,7 ριμπάουντ. 1,2 κλεψίματα και 5,3 αξιολόγησης στην ΤΣΣΚΑ ανέβηκε φέτος στα 24:22 λεπτά με 7,2 πόντους, 2,4 ριμπάουντ, 3,7 ασίστ, 1,5 κλεψίματα και 8,9 στο ranking.
Όντεντ Κάτας (6): Η έλευσή του συμμάζεψε κάπως την κατάσταση, ειδικά αμυντικά. Ο Παναθηναϊκός έγινε πιο σφριγηλός και τα ψηλά σχήματα φάνηκαν αποδοτικά, αλλά μόνο προσωρινά. Η έλλειψη πλέι μέικερ δεν καλύφθηκε ποτέ, καθώς ο Μπρέι ήταν μεταγραφή… επόμενης σεζόν και ο Χεζόνια ήρθε για άλλους λόγους και στη μόνη θέση που υπήρχε πληρότητα. Ο τραυματισμός του Νέντοβιτς και τα κρούσματα κορωνοϊού δεν βοήθησαν καθόλου το έργο του, αλλά σίγουρα θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα τα περισσότερα από τα τελευταία παιχνίδια που συνοδεύτηκαν από βαριές ήττες με την ομάδα να παρουσιάζει εικόνα διάλυσης και πνευματική ανετοιμότητα να σώσει την αξιοπρέπειά της. Όπως και να’ χει και εκτός κι αν δεν υπάρχει κάποια πολύ καλύτερη λύση διαθέσιμη (και φυσικά προσιτή οικονομικά) δικαιούται να χτίσει την ομάδα της επόμενης περιόδου, με τις δικές του επιλογές παικτών και επαρκή χρόνο προετοιμασίας, για να κριθεί πιο… δίκαια την επόμενη σεζόν.
Γιώργος Βόβορας (5): Η πρόσληψη του Γιώργου Βόβορα ήταν δίκαια, έγινε πράξη, αλλά η απομάκρυνσή του από τον Παναθηναϊκό μετά από μόλις ένα σκάρτο τρίμηνο μέσα στη σεζόν μοιάζει με το χρονικό μιας αναμενόμενης λύσης συνεργασίας. Ο 43χρονος τεχνικός πήρε μια ευκαιρία που κέρδισε με την παρουσία και προσφορά του για περίπου οκτώ χρόνια στον οργανισμό του Παναθηναϊκού, από βοηθός μέχρι και υπηρεσιακός, αλλά το τόλμημα της διοίκησης της ΚΑΕ φάνταζε εξ αρχής πολύ δύσκολο ή ακόμη κι αδύνατο να πετύχει, για πολλούς λόγους. Ένας πρωτάρης head coach κλήθηκε να σηκώσει στις πλάτες του ένα βάρος που λύγισε πολύ πιο στιβαρά προπονητικά πόδια. Πέρα από την τεράστια κληρονομιά του συλλόγου και τις απαιτήσεις που μάλλον ουτοπικά την ακολουθούν, ο κόουτς Βόβορας ανέλαβε το ασήκωτο φορτίο ενός πετσοκομμένου μπάτζετ, μιας ομάδας σε ανοιχτό «πόλεμο» με την Ευρωλίγκα, ενός ρόστερ με πολλές αλλαγές και περιορισμούς στη στελέχωσή του και σε μια σεζόν χωρίς να ποντάρει στη μεγάλη δύναμη του ΟΑΚΑ. Σίγουρα έκανε και ο ίδιος λάθη, σε επιλογές παικτών αλλά και διαχείριση, αλλά η άκρως μπασκετική διοίκηση έδειξε ανάλογη ευκολία στο να απολύσει έναν ακόμη προπονητή με την προηγούμενη κατάσταση. ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube