Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν φανέλες που έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από άλλες. Για παράδειγμα, εκείνη με το «10», που συνήθως φορά ο τύπος που αποτελεί κάτι σαν το… κυρίαρχο αρσενικό των αποδυτηρίων. Εκείνος δηλαδή που ξέρει τα περισσότερα καντάρια μπάλα. Ο τύπος που δεν κρύβεται στα δύσκολα. Ο άνθρωπος που εκτελεί τις στημένες φάσεις. Ο ηγέτης μέσα και έξω απ’ το γήπεδο.
Κατά καιρούς βέβαια, γκέλες έχουν υπάρξει πολλές. Και γκέλες διαφόρων ειδών.
Γιατί γκέλα είναι να εμπιστευτείς –για παράδειγμα αν είσαι Παναθηναϊκός- το «ιερό» νούμερο που φορούσε κάποτε ο Δομάζος στον Τζέισον Πόλακ (γελάνε και τα σκυλιά ακόμα με εκείνο τον περίφημο χαρακτηρισμό του Αυστραλού ως κράμα μεταξύ Ζάετς και Ρότσα), αλλά γκέλα –και μάλιστα ολκής- είναι να τη δώσεις με καμάρι σε έναν ποδοσφαιριστή που αργότερα θα σε φτύσει κατάμουτρα για να παίξει στο μεγαλύτερο αντίπαλό σου.
Τέτοια ευτράπελα συμβαίνουν και στις καλύτερες (ποδοσφαιρικές) οικογένειες, όπως είναι αυτή της Ρεάλ Μαδρίτης, που εμπιστεύτηκε το «δέκα το καλό» στον άνθρωπο που μάγεψε στο τελευταίο Μουντιάλ, τον Χάμες Ροντρίγκες.
Έτσι ο Κολομβιανός μεσοεπιθετικός συνέχισε μια παράδοση που κρατά εδώ και 20 χρόνια και θέλει τη «βασίλισσα» να την παραχωρεί μόνο σε μη Ισπανούς ποδοσφαιριστές. Αν σκεφτεί κανείς τι έγινε την τελευταία φορά που έπραξε διαφορετικά, θα συνειδητοποιήσει πως μάλλον δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός.
Τη σεζόν 1993-94 ο Λουίς Ενρίκε ήταν ο τελευταίος… Ισπανός (με βάση αυτό που γράφει το διαβατήριό του) στον οποίο έγινε τέτοια χάρη. Κι εκείνος πώς ανταπέδωσε; Τρία χρόνια μετά εγκατέλειψε τη Ρεάλ Μαδρίτης για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα και όταν βρήκε απέναντί του την παλιά του… αγάπη, δίχως αιδώ πανηγύρισε σαν τρελός μέσα στο «Μπερναμπέου» μπαίνοντας για πάντα στην ατελείωτη λίστα με τους ποδοσφαιρικούς «προδότες»…
Έχοντας καεί από αυτό, στη συνέχεια η Ρεάλ εγκατέλειψε για πάντα τη λογική του «παπούτσι από τον τόπο σου» κι αποφάσισε να εμπιστευτεί το «10» μόνο σε ξένους παίκτες.
Μετά τη φυγή του σημερινού προπονητή της Μπαρτσελόνα, ο Λάουντρουπ άφησε το «11» για να καλύψει το κενό και για να αποτελέσει (λόγω του παρελθόντος του με τους «μπλαουγκράνα») την απάντηση της Μαδρίτης και το κράτησε για δύο χρόνια.
Ακολούθησε ο Κλάρενς Ζέεντορφ που το τίμησε μέχρι το 1999, μέχρι ένας άλλος «προδότης» που ακολούθησε την αντίθετη διαδρομή, ο Λουίς Φίγκο, να το φορέσει για μια πενταετία. Το 2005 και μέχρι το 2008 το «10» μάλλον έπεσε πολύ βαρύ για τον Ρομπίνιο που δεν έγινε ποτέ αυτό που προσδοκούσε η ομάδα και όλος ο πλανήτης γενικότερα και στη συνέχεια για μια σεζόν έστω με το δέκα στην πλάτη έπαιξαν οι Σνάιντερ, Ντιαρά και Οζίλ.
Από όλους αυτούς, το φωτεινό παράδειγμα για τον Χάμες Ροντρίγκες είναι σίγουρα ο Φίγκο, ο άνθρωπος που στο διάστημα που έμεινε στη Ρεάλ, πέρα από το πρεστίζ λόγω της αρπαγής από την Μπαρτσελόνα, πρόσθεσε στην τροπαιοθήκη της ομάδας δύο πρωταθλήματα, δύο Σούπερ Καπ Ισπανίας, ένα Champions League, ένα Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ κι ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Αν βέβαια γνωρίζει και στο ελάχιστο την ιστορία της ισπανικής ομάδας αλλά και του ποδοσφαίρου γενικότερα, ο Χάμες θα ανατριχιάσει στη σκέψη και μόνο πως με την ίδια φανέλα, με τον ίδιο μαγικό αριθμό αγωνίστηκαν προσωπικότητες όπως ο Πούσκας, ο Νέτσερ ή ο Χάτζι…
Επιμέλεια: Νικόλας Ακτύπης
(με πληροφορίες από την AS)