Η 25η Μαρτίου, εκτός από τον έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, σηματοδότησε και την επανεκκίνηση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Με το παλιό ημερολόγιο, στις 25 Μαρτίου 1896 (6 Απριλίου με το σημερινό), ανήμερα της επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας, στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο ήχησε ο Ολυμπιακός Ύμνος των Κωστή Παλαμά και Σπύρου Σαμάρα και γράφτηκε η πρώτη σελίδα της νέας ολυμπιακής ιστορίας.

Την Ελληνική Επανάσταση την συνδέει και κάτι άλλο με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτός είναι ο Ρήγας Βελεστινλής, ο οποίος, προκειμένου να τονώσει το φρόνημα των Ελλήνων αλλά και να θυμίσει στους Ευρωπαίους ποιών απόγονοι είναι οι σκλαβωμένοι, μετέφρασε έργα που αναφέρονται στους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαίας Ελλάδος. Στο έργο «Νέος Ανάχαρσις» ένα κεφάλαιο εβδομήντα σελίδων έχει σχέση με τους Αγώνες της αρχαιότητας.

Μία μικρή ιστορική αναδρομή


Οι Ολυμπιακοί Αγώνες καταργήθηκαν, επισήμως, το 393 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο αλλά στην Αντιόχεια, έως το 521 μ.Χ., διεξάγονταν τα Ολύμπια. Στη συνέχεια, αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο πλαίσιο χριστιανικών γιορτών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με γραπτές πηγές, ο αθλητισμός υπήρχε ως «λαϊκόν δρώμενον». Υπάρχουν περιγραφές για αγώνες ανάμεσα σε κλέφτες και αρματωλούς (ιδιαίτερα στη σκοποβολή), οι οποίοι πραγματοποιούνταν το Πάσχα, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου αλλά και σε άλλες γιορτές της Ορθοδοξίας.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Τούρκους, η ολυμπιακή κληρονομιά άρχισε να «φωτίζει» την ψυχή πολλών Ελλήνων. Εξάλλου, η σύνδεση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με το ένδοξο παρελθόν του υπήρξε βασική προτεραιότητα και ο αθλητισμός ήταν ένας από τους… κρίκους της αλυσίδας που έθετε στο περιθώριο και τη θεωρία του Φαλμεράιερ σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της αναβίωσης της διοργάνωσης ήταν και ο λόγιος Παναγιώτης Σούτσος.

«Που οι εικόνες και οι ανδριάντες, που οι ωραίοι Ολυμπιακοί Αγώνες», είχε γράψει το 1833. Ο υπουργός Ι. Π. Κωλέττης ήταν από αυτούς που στήριξαν το αίτημα του Σούτσου να υπάρξουν αγώνες «κατά μίμησιν των παλαιών». Η πρόταση Κωλέττη, η οποία υπεβλήθη στον, τότε, πρόεδρο της Κυβέρνησης και φίλο του Όθωνα Ιγνάτιος φον Ρούντχαρτ, εμπεριείχε κατασκευές σταδίων, ιπποδρόμων και εισηγείτο και εγώνες στις επιστήμες, τη φιλολογία, το θέατρο κλπ. Έναν χρόνο αργότερα, το 1834, η γυμναστική θα εισαχθεί με Βασιλικό Διάταγμα στα δημοτικά σχολεία.

Ο αθλητισμός εκείνη την εποχή, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, ήταν «πλανόδιος» και λαϊκό θέαμα. Στα πανηγύρια και σε γιορτές, θίασοι, όπως αναφέρει ο Ι. Χρυσάφης, «αθλητών εξ επαγγέλματος, της άρσης βαρών, ακροβάτες και σχοινοβάτες, φέροντες αρχαϊκά πέδιλα περιήρχοντο τας Κυριακάς και εορτάς τας πλατείας της πόλεως, επιδεικνύοντες την σωματικήν ρώμην και την ευκινησίαν των».



Αυτές οι παραστάσεις είχαν εκατοντάδες θεατές και όταν αυτές διεξάγονταν στα Προπύλαια, πολλές φορές, ανάμεσα στο κοινό ήταν και ο βασιλιάς Όθων με την αυλή του.

Ο «σπόρος» της αγάπης του Έλληνα για τον αθλητισμό, σε συνδυασμό με τη «βαριά ολυμπιακή κληρονομιά», είχε αρχίσει να βλασταίνει. Ο ομογενής επιχειρηματίας Ευάγγελος Ζάππας σε συνάντηση με τον Όθωνα (1856) του γνωστοποίησε τη πρόθεσή του να διαθέσει ένα μέρος της περιουσίας του για να χρηματοδοτήσει την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο υπουργός εξωτερικών Αλέξανδρος Ραγκαβής, σύμφωνα με τον Χρυσάφη, έπεισε το χορηγό – ευεργέτη ότι προέχει η βιομηχανική και κοινωνική ανάπτυξη κι, έτσι, τα «Ολύμπια» ξεκίνησαν το 1859 ως θεσμός βιομηχανικής και αγροτικής έκθεσης. Παράλληλα διεξήχθησαν και οι πρώτοι αγώνες, γνωστοί ως η πρώτη «Ζάππεια Ολυμπιάδα». Ακολούθησαν η Ζάππεια Ολυμπιάδα του 1870, του 1875 και το 1889 διεξήχθησαν τα Δ’ Ολύμπια.

Το «δέντρο» της ολυμπιακής κληρονομιάς είχε αρχίσει να καρποφορεί. «Λίπασμα» σε αυτό αποτέλεσε και η αρχαιολατρία διαφόρων Ευρωπαίων αριστοκρατών και διανοουμένων και, φυσικά, οι ανασκαφές στην Αρχαία Ολυμπία.

Ανάμεσα σε αυτούς και ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος το 1889, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού, διοργάνωσε τα πρώτο Συνέδριο Φυσικής Αγωγής στον κόσμο. Αυτό το συνέδριο, κατά τον Γάλλο αριστοκράτη, θα ήταν το εφαλτήριο για το ολυμπιακό όνειρό του. Και δεν έπεσε έξω…

Πέντε χρόνια αργότερα, στις 23 Ιουνίου 1894, στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, 2.000 άνθρωποι επικρότησαν την πρότασή του για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Την Ελλάδα σε αυτό το συνέδριο εκπροσώπησε ο λόγιος Δημήτρης Βικέλας, ο οποίος από το 1878 ζούσε στο Παρίσι. Στο Συνέδριο είχε κληθεί ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιωάννης Φωκιανός αλλά οι υποχρεώσεις δεν τον άφηναν να ταξιδέψει. Τότε, στο… τραπέζι έπεσε το όνομα του Βικέλα, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε την πρόταση, σε απαντητική επιστολή ευχαρίστησε για την τιμή και τόνισε ότι, παρόλο δεν έχει σχέση με τον αθλητισμό, θα εκπροσωπήσει τον Πανελλήνιο στο Συνέδριο αρκεί να μην του ζητήσουν να αγωνιστεί γιατί τότε «θα εντροπιασθή και ο Σύλλογός σας και το πανελλήνιο».

Και μπορεί ο Βικέλας να μην είχε σχέση με τον αθλητισμό όμως αυτός ήταν που έπεισε τους Ευρωπαίους ότι οι πρώτοι Αγώνες θα έπρεπε να διεξαχθούν στην Αθήνα –και όχι στο Παρίσι- προκειμένου να τιμηθεί η χώρα, η οποία αποτέλεσε τη γενέτειρά τους. Η πρότασή του έγινε δεκτή από τους Ευρωπαίους φιλέλληνες και ο Δημήτριος Βικέλας έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής.

Το αθλητικό συνέδριο του 1894 χάραξε και το πλαίσιο στο οποίο θα διεξάγονταν οι Α΄ Ολυμπιακοί Αγώνες. Ανάμεσα στους κανονισμούς ήταν η διεξαγωγή προκριματικών αγώνων, ότι η διοργάνωση θα διεξαγόταν κάθε τέσσερα χρόνια σε άλλη πόλη, ότι την ευθύνη της διοργάνωσης θα την έχει η ΔΟΕ κ.α. Οι πρώτοι σύγχρονοι Αγώνες ορίστηκαν για την Άνοιξη του 1896. Ο Τύπος της εποχής δέχτηκε την ιδέα με ενθουσιασμό. Η Κυβέρνηση όμως του Χαρίλαου Τρικούπη, αναλογιζόμενη την τραγική οικονομική κατάσταση, ήταν αρνητική.

Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν επισκέφτηκε την Ελλάδα και συγκρότησε Οργανωτική Επιτροπή με πρόεδρο τον, τότε διάδοχο, Κωνσταντίνο. Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι να γίνει πραγματικότητα πέρασε από πολλούς… ύφαλους και σκόπελους.



Ο Βικέλας πρότεινε να υπάρξει ένα λαχείο για να βρεθούν τα χρήματα για τη διεξαγωγή της διοργάνωσης διότι «… η μη αποδοχή της τελέσεως των Αγώνων εν Ελλάδι θα προξενήση την χείριστην εντύπωσιν και η εντροπή θα είναι μεγάλη» ενώ η εφημερίδα «Ακρόπολις», σε άρθρο, τόνιζε ότι οι Αγώνες πρέπει να διεξαχθούν για να δείξουν στους ξένους ότι «… η Ελλάδα των πολιτικών κομμάτων χρεοκόπησε, η Ελλάδα των αιώνιων παραδόσεων δεν έχει πεθάνει και μπορεί να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες».

Ο Βικέλας κατάφερε να πείσει τον Τρικούπη, τον οποίο πρόλαβαν οι εξελίξεις. Ο διάδοχός του, Θόδωρος Δηλιγιάννης, ήταν υποστηρικτής της διοργάνωσης και η Ελληνική Οργανωτική Επιτροπή, μέσα σε 15 μήνες και χωρίς να υπάρχει προηγούμενη εμπειρία, κατάφερε να ολοκληρώσει ένα εντυπωσιακό, για την εποχή, επίτευγμα.

Έλληνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό προσέφεραν χρήματα, ο Γεώργιος Αβέρωφ ανέλαβε να καλύψει τα έξοδα της ανακαίνισης του σταδίου (σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό και συλλέκτη Γ. Δολιανίτη δαπάνησε τόσα χρήματα όσα και ο, τότε, προϋπολογισμός του υπουργείου Εξωτερικών), κυκλοφόρησε σειρά αθλητικών γραμματοσήμων ενώ βοήθησε οικονομικά και η Κυβέρνηση.

Η έναρξη


Η 25η Μαρτίου, η ημέρα που έχει συνδεθεί με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης κατά του οθωμανικού ζυγού, θεωρήθηκε η καταλληλότερη ημέρα για την Τελετή Έναρξης. Εξάλλου, ένα τέτοιο μεγαλεπίβολο σχέδιο για μία, ουσιαστικά, νεοσύστατη χώρα, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, βίωνε πολέμους και καταστροφές και προσπαθούσε να βρει τις… ισορροπίες της στη διεθνή σκακιέρα, αποτελούσε μία… επανάσταση.

Η Τελετή Έναρξης πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, στις 15.00. Η προσφώνηση έγινε από τον, τότε, διάδοχο Κωνσταντίνο και ο Βασιλιάς Γεώργιος κήρυξε την έναρξη της διοργάνωσης. Η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού και η χορωδία, υπό την διεύθυνση του Σπύρου Σαμάρα, εκτέλεσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, τον οποίο έγραψε ο Κωστής Παλαμάς και συνέθεσε ο Κερκυραίος συνθέτης Σπυρίδων Φιλίσκος Σαμαράς. Το δίπλωμα των Αγώνων είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης.

Η διοργάνωση των Α΄ Ολυμπιακών Αγώνων διήρκεσε εννέα ημέρες. Συμμετείχαν 311 αθλητές από 13 χώρες. Η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη ομάδα (230 αθλητές) και ακολουθούσαν οι αποστολές της Γερμανίας και της Γαλλίας (από 19). Στο πρόγραμμα των Αγώνων υπήρχε στίβος, πάλη, γυμναστική, κολύμβηση, σκοποβολή, κωπηλασία, ποδηλασία και τένις. Σε αυτούς τους αγώνες, η χώρα μας κατέκτησε 10 πρώτες, 19 δεύτερες και 16 τρίτες νίκες. Ο πρώτος αθλητής βραβευόταν με δίπλωμα, αργυρό μετάλλιο και στεφάνι ελιάς και ο δεύτερος με δίπλωμα, χάλκινο μετάλλιο και στεφάνι δάφνης.

Σε αυτή τη διοργάνωση ξεχώρισαν οι μαραθωνοδρόμοι μας Σπύρος Λούης και Χαρίλαος Βασιλάκος, ο Νικόλαος Ανδρικόπουλος (αναρρίχησις επί κάλω), ο Ιωάννης Γεωργιάδης (σπάθη), ο Παντελής Καρασεβδάς (σκοποβολή με γκρα από 200 μ.), Ιωάννης Μητρόπουλος (γυμναστική κρίκοι) κ.α. Για την ιστορία, ο πρώτος Έλληνας Ολυμπιονίκης ήταν ο Λεωνίδας Πύργος, γιος οπλοδιδάσκαλου, ο οποίος στις 26 Μαρτίου νίκησε στην ξιφασκία τον Γάλλο Περονέ. Τη λήξη της διοργάνωσης κήρυξε ο Βασιλιάς Γεώργιος.

Πηγή: kathimerini.gr

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube