Γεννήθηκε στο Μπρονξ τη δεκαετία του ’70, σαν ένα χορευτικό παρακλάδι της χιπ χοπ κουλτούρας, το οποίο πρόσφερε σε νεαρούς Αφροαμερικανούς –και όχι μόνο– δυνατότητες σωματικής έκφρασης και μια αίσθηση κοινότητας, την οποία τόσο πολύ είχαν ανάγκη ενώ μεγάλωναν σε ένα συχνά αφιλόξενο αστικό κέντρο.

Στις υπαίθριες συγκεντρώσεις –τα λεγόμενα bloc parties– όπου μεταξύ άλλων διαμορφώθηκε (με τη βοήθεια υποψιασμένων ντισκ τζόκεϊ, όπως ο dj Kool Herc, που διαπίστωνε ότι τα ρυθμικά «σπασίματα» ή αλλιώς τα breaks των τραγουδιών άρεσαν ιδιαίτερα στους χορευτές), άρχισε να αποκτά τα βασικά κινησιολογικά συστατικά του: το toprock και το downrock, τα power moves ή τα freezes.

Εχει στα αλήθεια ένα δικό του λεξιλόγιο το breaking –το break dance, όπως το ονόμασαν τα μέσα ενημέρωσης– το οποίο ίσως γίνει από σήμερα λίγο πιο γνωστό. Διότι σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την εμφάνισή του, το συγκεκριμένο χορευτικό στυλ κάνει ντεμπούτο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού σαν ολυμπιακό άθλημα, το οποίο μάλιστα διατηρεί ένα κύριο στοιχείο του: τα περίφημα battles μεταξύ δύο αντιπάλων.



«Είναι ένα δυναμικό είδος χορού, που βασίζεται στο πώς ο χορευτής αντιλαμβάνεται και ακούει τη μουσική –ένα ιδιαίτερο στοιχείο της χιπ χοπ κουλτούρας γενικά– ενώ όσον αφορά το διαγωνιστικό κομμάτι, πολύ σημαντική είναι και η διαχείριση του χώρου, του χρόνου και του αντιπάλου», λέει στην «Κ» ο χορευτής και χορογράφος Ηλίας Χατζηγεωργίου, ο οποίος ξέρει για τι πράγμα μιλάει: πολύ προτού χορογραφήσει τη φετινή παράσταση breakdance με τίτλο «The Olympic Cypher» (η οποία συνόδευσε την ολυμπιακή φλόγα από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα), ο κ. Χατζηγεωργίου ήταν ένας νεαρός χιπ χόπερ των δυτικών προαστίων, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Chicko, που έβλεπε το breaking αρχικά να χλευάζεται στην Ελλάδα ως «χορός των Ζουλού», αλλά και να διαδίδεται κυρίως μέσω των ντίσκο και, στη δική του περίπτωση, μέσω του MTV, του Μάικλ Τζάκσον και των Run DMC, κατόπιν με τη βοήθεια δασκάλων όπως ο Κρις Στάμις και ελληνικών γκρουπ όπως οι Terror X Crew και, πλέον, για τη νέα γενιά, μέσω του Διαδικτύου και των επίσημων πια εγχώριων διοργανώσεων. «Η διεθνοποίηση του breaking έχει συμβεί εδώ και καιρό, γι’ αυτό έγινε ολυμπιακό άθλημα», μας εξηγεί και σχολιάζει ότι θα έχει ενδιαφέρον «να δούμε ποιος θα ανέβει στο βάθρο, γιατί ενώ ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, μπορεί να πει κανείς ότι πλέον είναι και γαλλική υπόθεση, ιαπωνική ή και κορεατική».

«Ανυπομονώ να δω τα πάντα! Τη σκηνή, τη μουσική, την ενέργεια του κοινού και, φυσικά, όλους τους breakers και το πώς θα διαχειριστούν αυτή τη μοναδική στιγμή», λέει από τη μεριά της η νεαρή Ελλη Αναστασίου, η οποία ασκεί την τέχνη του break dance με το ψευδώνυμο «b-girl Elli». Για την ακρίβεια, ως b-girls και b-boys χαρακτηρίζονται όλοι οι ομότεχνοί της, οι οποίοι σήμερα δεν σπανίζουν στην Ελλάδα. Αυτό που λείπει, σύμφωνα με την ίδια, είναι μια επίσημη ομοσπονδία, καθώς μέχρι στιγμής υπάρχουν μόνον ορισμένοι φορείς και σχολές χορού. Η ίδια πάντως θα ήθελε να προσπαθήσει να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες, και μάλιστα σε ένα άθλημα που το επέλεξε όχι μόνο γιατί δεν επιβάρυνε έναν σοβαρό τραυματισμό της, αλλά και για λιγότερο πρακτικούς λόγους. «Στο breaking δεν υπάρχουν κανόνες και σκορ, υπάρχει απόλυτη ελευθερία από τους breakers να εκφραστούν και να δείξουν το “character” τους. Υπάρχει το κομμάτι του χορού, της δύναμης και της τεχνικής, αλλά και της δημιουργικότητας, αφού δημιουργούμε συνεχώς δικές μας κινήσεις, concepts και combinations. Αυτός ο συνδυασμός δύναμης, χορού και έκφρασης είναι που με γοητεύει και κάνει το breaking τόσο ξεχωριστό», σημειώνει.

«Είναι ένα δυναμικό είδος, που βασίζεται στο πώς κανείς αντιλαμβάνεται και ακούει τη μουσική – πολύ σημαντική είναι και η διαχείριση του χώρου, του χρόνου και του αντιπάλου», λέει ο χορογράφος Ηλίας Χατζηγεωργίου.

Η εξέλιξη
«Εξελίχθηκε επειδή έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει στοιχεία μιας κουλτούρας, όπως η ελληνική, και να τα αναπτύσσει σαν κάτι νέο. Αν ένας χορευτής έχει χορευτική παιδεία διαμορφωμένη για παράδειγμα από τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, δεν θα είναι περίεργο να τον δεις σε ένα σόλο break να κάνει κάποιες σχετικές κινήσεις. Και αυτό συμβαίνει παντού, σε όλες τις χώρες», εξηγεί ο Fuerza Negra, κατά κόσμον Αγγελος Αποστολίδης.

Δάσκαλος χορού κι εκείνος, καθώς και μέλος της διεθνώς διακεκριμένης χορευτικής ομάδας Waveomatics, ο γεννημένος στην Κούβα χορευτής στράφηκε στο breaking επειδή «σου δίνει την ελευθερία να εκφράσεις οποιοδήποτε συναίσθημα», επειδή ο χώρος χαρακτηρίζεται από καλλιτεχνική ειλικρίνεια και από ένα ιδιαίτερο δέσιμο, αλλά και γιατί σε εκείνον έδωσε «μια κοινότητα, μέσα σε μια καθημερινότητα που δεν ήταν και τόσο φιλική».

Αυτή η φωτεινή πλευρά του breaking θα αναδειχθεί, κατά τη γνώμη του, στους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Θα το μάθει και θα το δει με άλλη ματιά κόσμος που ίσως θεωρούσε ότι ήταν μια υποκουλτούρα», καταλήγει ο Αγγελος Αποστολίδης. «Σίγουρα το breaking –όπως και η χιπ χοπ– ξεκίνησε ως underground. Ομως, μπορεί να φέρει μέσα του πολύ θετικά πράγματα».

Πηγή: Καθημερινή

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube