Δύο ώρες που έμοιαζαν με ένα… δεκάλεπτο μπροστά στα όσα είχε να πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, πέρασαν οι ακροατές του ΣΠΟΡ FM 94.6.
Μια από τις κορυφαίες μορφές της δημοσιογραφίας, της ποίησης και του ελληνικού τραγουδιού, μίλησε για ΟΛΑ στο «Ντεμοτεχνείο» του Ντέμη Νικολαΐδη και του Αλέξη Σπυρόπουλου. Ο «πρόεδρος» μίλησε για την μεγάλη του αγάπη, την ΑΕΚ, το ποδόσφαιρο και την κοινωνία της εποχής του αλλά και τα όσα βίωσε μέσα στον χώρο του τραγουδιού.
Ακολουθεί το μεγαλύτερο απόσπασμα των όσων είπε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στον ΣΠΟΡ FM 94,6 και στους Ντέμη Νικολαϊδη και Αλέξη Σπυρόπουλο:
Για τον Ντέμη και τον Αλέξη Σπυρόπουλο: «Με τον Ντεμάκο είμαι φίλος τα τελευταία χρόνια όπως και με τον συνάδελφό μου που είναι πολύ σπουδαίος και ξέρει πολύ καλά ελληνικά». Εγώ είμαι κατά δύο γενιές μεγαλύτερος. Ο Ντέμης είναι μια περίπτωση παιδιού που αγάπησα πάρα πολύ. Είχε σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο και φιλομάθεια. Δίψαγε για πράγματα».
Για το παρατσούκλι πρόεδρος: «Ήμασταν μια παρέα τη δεκαετία του 80’ στην οποία συμμετείχαν πολλοί διανοούμενοι και μη. Συμμετείχε ας πούμε και ο Νίκος Καρούζος. Μαζευόμασταν σε ένα ουζάδικο και τα λέγαμε ατελείωτες ώρες κυρίως για πολιτικά θέματα. Και επειδή βαριόντουσαν όλοι με φώναζαν πρόεδρο. Εκείνο τον καιρό η Ελλάδα και η Αθήνα ήταν αλλιώτικη, από στόμα σε στόμα έγινα “πρόεδρος”, πέρασε στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Η ιστορία είναι πολύ απλή».
Για την ΑΕΚ: «Η ΑΕΚ είναι πραγματικά συναρπαστικό και βιωματικό έργο στην ζωή μου. Είμαι από οικογένεια προσφύγων. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Προύσα και ορφάνεψε νωρίς και τον πήγανε στην Πρίγκηπο όπου υπήρχαν και άλλα παιδιά, μεταξύ των οποίο και ο Λευτέρης Αντωνιάδης, τον οποίο και γνώρισα. Είχαμε πιει και δυο κρασιά μαζί. Ο Λευτέρης ήταν τσαγκάρης όπως και ο πατέρας μου και είχε και έναν αδερφό ο οποίος είχε μαγαζί κοντά στην Αχαρνών κι έτσι τον γνώρισα. Είναι ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην Τουρκία και υπάρχει και άγαλμά του στην Πρίγκηπο. Και δεν ήταν και Τούρκος τον έκαναν.
Εγώ γεννήθηκα το 35 και άκουγα για την ΑΕΚ απ’ τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πρόσφυγας. Πήγαινε μαζί με κόσμο στο γήπεδο. Το γήπεδο τότε είχε μία εξεδρούλα προς το δάσος μόλις 500μέτρων κι εκεί που τελείωνε υπήρχε μια παράγκα που ήταν τα αποδυτήρια, όπου οι παίκτες έπιναν λεμονάδες και όχι σαν τις νεότερες γενιές που πίνουν… εκατομμύρια. Τότε δεν είχαμε λεφτά για σινεμά. Στο θέατρο μικρός είχα πάει δυο φορές κι αυτό σε επιθεωρήσεις κι αν πήγαινα σε έργο πρόζας δεν θα το καταλάβαινα. Μέσα απ’ την διασκέδαση του γηπέδου έφευγα έξω από την καθημερινότητα, την φτώχεια και της δυστυχίας. Επειδή τα περισσότερα ματς γίνονταν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ανεβαίναμε και τα βλέπαμε στον λόφο του Λυκαβηττού σε έναν φιλικό σπίτι. Δεν τα βλέπαμε καλά είναι η αλήθεια και καθόμασταν στις πλαγιές του λόφου και βλέπαμε μόλις το ? του γηπέδου και ακούγαμε τις ιαχές του κόσμου και τα κεφάλια όταν σηκώνονταν να πανηγυρίσουν. Και δεν ήμασταν μόνο εγώ ή ο πατέρας μου ή οπαδοί της ΑΕΚ, αλλά και οπαδοί και άλλων ομάδων. Θυμάμαι στο δεύτερο ημίχρονο όπου άνοιγαν οι πόρτες για τους βιαστικούς και τότε μπαίναμε μέσα εμείς. Ή κάναμε άλλες κομπίνες. Μετέφεραν οι διάφοροι χαμάληδες παγοκολόνες για τις λεμονάδες και στριμωχνόμασταν κι εμείς τάχα μου να βοηθήσουμε ή την πέφταμε σε κάποιον γηραιό κύριο για να μας βάλει μέσα. Ήταν φρικτά αλλά υπέροχα χρόνια. Οι μικροπωλητές ήταν ευφάνταστοι άνθρωποι για να πωλήσουν τα προϊόντα τους. Εκείνη την εποχή το γήπεδο ήταν διέξοδος, ήταν μια χαρά σε μια δύσκολη περίοδο. Αυτά συνέβαιναν τα χρόνια της κατοχής, που δεν υπήρχε πρωτάθλημα αλλά γινόντουσαν παιχνίδια.
Εκείνες οι μέρες ήταν μεθυστικές. Ήμασταν φτωχοί και φουκαράδες αλλά βλέπαμε μισό γήπεδο και ήμασταν ευτυχισμένοι. Κατεβαίναμε την Αλεξάνδρας και υπήρχε ένας καραγκιοζοπαίχτης ο Αντώνης ο Μόλλας. Το σημείο που έπαιζε υπάρχει ακόμη. Αριστερά προς το γήπεδο του Παναθηναϊκού, ήταν ο ένας ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού που είχε το πιο δυνατό σουτ. Έκανε τα πέναλτι ο Ηλίας Σταφυλίδης και σκότωνε τους τερματοφύλακες. Αυτός είχε ένα μαγαζί με ραδιόφωνα κι έκανε επισκευές. Το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν ότι η Λεωφόρος Αλεξάνδρας είχε πολλά μικρά θεατράκια, όπου έβγαιναν πολλοί καλλιτέχνες, όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η μεγαλύτερη στιχουργός που έχει βγάλει η Ελλάδα για εμένα. Έχει γράψει το "δυο πόρτες έχει η ζωή", μόνο αυτό φτάνει».
Για τον καλύτερο πρόεδρο της ΑΕΚ: «Νομίζω ότι ο καλύτερος πρόεδρος ήταν ο Νίκος Γκούμας. Παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιος βοήθησε να γίνουν οι κερκίδες στο γήπεδο και κυρίως η κερκίδα που καθόμουν εγώ, όπου είχε ένα είδος θρόνου, όπου κάθονταν επιφανείς Αεκτζήδες μεταξύ των οποίων κι εγώ. Ο Ντέμης το ήξερε και χωρίς να το ξέρουν οι άλλοι έσκυβε στα κρυφά και με χαιρετούσε».
Για το αν υπάρχει Εθνικός ύμνος στο ελληνικό τραγούδι: «Για εμένα δεν μου αρέσουν αυτές οι υπερβολές ή αυτές οι μοναδικότητες».
Για την δημοσιογραφία της εποχής: «Εμένα με ενδιέφερε το ποδόσφαιρο και ο μόνος τρόπος για να γίνει κανείς δημοσιογράφος ήταν το αθλητικό ρεπορτάζ. Οι αθλητικές εφημερίδες χρησιμοποιούσαν 300-400 παιδιά που γράφουν τέσσερις πέντε γραμμές κι έτσι μπορούσες να μπεις στον χώρο. Ήταν πάρα πολύ δύσκολα και δεν υπήρχαν χρήματα.
Δούλευαν σκληρά τότε. Πήγαινες στην βροχή και γύρναγες σπίτι πλευριτωμένος. Τότε δημιουργήθηκε και ο σύνδεσμος των δημοσιογράφων που μας έβαλε μια τάβλα στο γήπεδο να μπορούμε να σημειώνουμε. Αργότερα ανεβήκαμε στην κερκίδα, μας έβαλαν τζάμια για να μην μας δέρνουν».
Για το αν υπήρχε βία στην εποχή του: «Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που προκαλεί εξεγέρσεις. Στα χρόνια τα δικά μου έχει σκοτωθεί κόσμος. Τους δημοσιογράφους δεν τους σκότωναν τους έδερναν».
Για την ΑΕΚ και την δημοσιογραφία: «Εκτός από την φύτρα της Κωνσταντινούπολης ήταν και το ρεπορτάζ που μου έδωσε ψωμί. Ήμουν πολύ φτωχός. Τότε ο Χρήστος Σβολόπουλος έψαχνε καλούς δημοσιογράφους. Τότε με πήραν στην “ΟΜΑΔΑ” του Λαμπράκη. Ο Νίκος Άγας πίστεψε στο ταλέντο μου και το είπε στον Σβολόπουλο, ο οποίος του είπε “φέρτον”. Πήγα κι άρχισα να γράφω στην “ΟΜΑΔΑ” και το ίδιο κείμενο δημοσιευόταν και στο “ΒΗΜΑ” και στα “ΝΕΑ”. Τότε το πρώτο μου κομμάτι ήταν ένα παιχνίδι της ΑΕΚ, πήγα φοβισμένος στον Σβολόπουλο και του είπα “δεν σας είπα καλησπέρα” και μου απάντησε αυτός “μου είπαν καλησπέρα τα υπέροχα χειρόγραφά σου”. Αυτό ήταν εισιτήριο για εμένα και αργότερα πήρα δική μου στήλη. Ο αθλητικός συντάκτης στα χρόνια μου ήταν για πέταμα. Λεφτά δεν έπαιρνε, γιούχα και φάπες εισέπραττε…»
Για τους στίχους του: «Στην γειτονιά μου έμενε ο Ξαρχάκος ο οποίος είχε εμφανιστεί τότε γράφοντας την μουσική στα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού. Και μου λέει αφού κάνουμε παρέα δεν γράφουμε κανένα τραγούδι;Τότε σε ηλικία 27-28 ετών έγραψα την “Άπονη ζωή”».
Για το δίλημμα Μπιθικώτσης-Καζαντζίδης: «O Μπιθικώτσης ήταν μεγάλος τραγουδιστής, αλλά δεν είχε την καλύτερη φωνή. Την πιο ωραία φωνή την είχε ο Καζαντζίδης».
Για τον Μάνο Χατζιδάκη: «Έμενε στην Ρηγίλλης, ήταν φτωχός, νεαρός στο ΕΑΜ αλλά μετά έγινε αστός. Εγώ ήμουν λαϊκός και τέτοια ήταν και τα τραγούδια μου. Κάποια στιγμή του είπε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ότι “είσαι ηλίθιος που δεν έχετε συνεργαστεί”. Πράγματι μου έστειλε μια σειρά από μελωδίες, όμως αρνήθηκα γιατί δεν ήθελα να βάλω ένα όνομα που μου επέβαλαν από την εταιρία. Ήθελαν να βάλω το όνομα Κεμάλ, αλλά ο λόγος για τον οποίο ήθελαν αυτό το όνομα δεν μου άρεσε».
Στο ντέρμπι ανάμεσα σε Χατζιδάκη – Θεοδωράκη απάντησε: «Για εμένα είναι ο Θεοδωράκης. Στα χρόνια της δικτατορίας ο ένας δεν έβγαλε τσιμουδιά ενώ ο άλλος έφαγε ξύλο και μπήκε φυλακή. Ο Θεοδωράκης είναι πιο ευρύς. Νομίζω ότι είναι απ’ τα μεγαλύτερα πρόσωπα της Ελλάδας. Ήταν Ολυμπιακός επειδή ήταν λαϊκή ομάδα. Ήταν εξαιρετικός ομιλητής και αφηγητής».
Για τον Μάνο Λοΐζο: «Ήταν αδερφός μου και στενός μου φίλος, ήμασταν κάθε μέρα μαζί και βάφτισε το παιδί μου».
Για τους καλλιτέχνες που έχει συνεργαστεί περισσότερο: «Νομίζω ότι είναι ο Γιώργος Νταλάρας αλλά και η Χαρούλα Αλεξίου».
Για το «γιε μου» και τον Σταμάτη Κόκοτα: «Μια μέρα χτυπάει το κουδούνι κι εμφανίζεται ο Κόκοτας. Βγάζει απ’ την τσέπη του ένα ρολόι, το οποίο ήταν όλο διαμάντια και λευκόχρυσο και μου λέει “αυτό είναι δικό σου”. Την ώρα που τραγουδούσε έπεσε στην αγκαλιά του ένας άνθρωπος που μου έδωσε αυτό το ρολόι, κλαίγοντας και του είπε “δώστο σε αυτόν που το έγραψε”. Άλλοι, δεν λέω ονόματα, θα το έβαζαν στην τσέπη τους και δεν θα έλεγαν κουβέντα».
Για πρότυπα ελληνικής γυναικείας ομορφιάς: «Η Μόνικα Μπελούτσι είναι πιο ωραία από τη Σοφία Λόρεν. Επειδή εγώ είμαι μιας άλλης γενιάς, νομίζω ότι μια από τις γυναίκες που σε άφηνε αποσβολωμένο ήταν η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Επίσης η Ρίτα Χέιγουορθ, απίστευτη ομορφιά. Από Ελληνίδες, η Έλενα Ναθαναήλ. Καλλονή, όχι αστεία. Και καλό κορίτσι. Επίσης η Μελίνα Μερκούρη. Δεν ήταν τόσο ωραία, αλλά περπατούσε ξυπόλητη και έμενες αποσβολωμένος. Γιατί ήταν και μάγκας η Μελίνα, δεν κώλωνε σε τίποτα. Η Ειρήνη Παππά είχε μια εκπληκτική ομορφιά. Για χατίρι της έχω μεταφράσει το “Άσμα Ασμάτων” και όταν το είπε στη Βενετία χάλασε ο κόσμος. Έχουμε ωραίες γυναίκες στην Ελλάδα. Μετά τις… Μολδαβές, είναι οι καλύτερες»!
Για τον Μανώλη Μητσιά: «Εξαιρετικό παιδί, σεμνός άνθρωπος, που κατέβηκε από την Θεσσαλονίκη και έσκισε. Θυμάμαι πολλά τραγούδια αλλά ξεχωρίζω το “αυτά τα χέρια”».
Για τις λίγες συνεργασίες με τον Καζαντζίδη: «Δεν ταιριάζανε τα χνώτα μας. Έγραφε πολύ λαϊκά και ήταν μέγιστος τραγουδιστής, ενώ εγώ έντεχνα».