Φυσικά και μια επιτυχία ανάλογη του EURO ίσως να μην ξαναπετύχουμε ποτέ. Σαφώς και πρέπει να έρθουν πολλά επιτυχημένα αποτελέσματα ακόμα, για να μπορούμε να προχωρήσουμε σε συγκρίσεις, ανάμεσα στον Μίχαελ Σκίμπε και τον συμπατριώτη του, που έκανε μαζί με τους ποδοσφαιριστές του το 2004 το απόλυτο ποδοσφαιρικό θαύμα, να είναι άστοχο. Ωστόσο το επίτευγμα του Σκίμπε, να ενώσει μια καινούρια ομάδα, με διαφορετικούς χαρακτήρες και με το ελληνικό ποδόσφαιρο μέχρι και πριν λίγους μήνες σε κατάσταση απόλυτης διάλυσης, να είναι μεγαλύτερο και από του «Ρεχακλή».
Ο Ρεχάγκελ ανέλαβε ένα ελληνικό ποδόσφαιρο, που είχε πολλούς ώριμους ποδοσφαιριστές στην κατάλληλη ηλικία για να συνθέσουν ένα αξιόμαχο σύνολο. Οι καλοί Έλληνες ποδοσφαιριστές είχαν ήδη κάνει περάσματα από το εξωτερικό ή έπαιζαν έξω και έστω κι αν ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει μια μεγάλη δυναστεία, το συναίσθημα της αδικίας, αλλά και οι προστριβές εξαιτίας των όσων συνέβαιναν στο ελληνικό ποδόσφαιρο ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές, δεν αποτελούσαν παγιωμένη κατάσταση. Άλλο πέντε χρόνια κυριαρχίας μίας ομάδας εντός και εκτός γηπέδου και άλλο 20 και με τις διαστάσεις που έλαβε τα τελευταία επτά.
Ο Ρεχάγκελ είχε την εξαιρετικά δύσκολη αποστολή, να αποκόψει το κομμάτι που τον αφορούσε, από την παιδική χαρά ΕΠΟ, μιας και τότε στην Ομοσπονδία επικρατούσε ένα κλίμα πως το κάθε μέλος της, μπορούσε να κάνει ταξιδάκια αναψυχής στην πλάτη του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος. Πήρε δύσκολες αποφάσεις με το ν’ αφήσει έξω ποδοσφαιριστές, όπως ο Γεωργάτος, ο Ζήκος ακόμα και ο Λύμπε. Όλα αυτά όμως συνέβησαν σε μια εποχή που ακόμα και οι άλλοι διεκδικητές είχαν πολύ καλύτερες ομάδες απ’ όσο σήμερα και υπήρχε καλή μαγιά.
Επιτρέψτε μου να θεωρώ πως το να συμμαζέψει κάποιος προπονητής, ένα χάλι σαν αυτό της προηγούμενης διετίας, σε τόσο σύντομο διάστημα, ήταν μια κατάσταση πολύ πιο περίπλοκη. Σε μια χώρα με άθλια οικονομική κατάσταση, σε ένα ποδόσφαιρο που η ανομία, αποτελούσε μια καθημερινότητα για το σπορ στη χώρα, με παρεμβάσεις ακόμα και για τις επιλογές και με ένα κλίμα πολύ αρρωστημένο στις σχέσεις των διεθνών, η αποστολή αυτή, έμοιαζε ακατόρθωτη. Κι όμως ο Σκίμπε έχει καταφέρει κόντρα σε κάθε λογική, να ξαναβάλει αρχές σε ένα συγκρότημα που έμοιαζε να βυθίζεται στην ανυποληψία της προηγούμενης διοίκησης της ΕΠΟ. Για να είμαι ακριβέστερος η Εθνική έναν χρόνο νωρίτερα, είχε την αντίστοιχη εικόνα, με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ομοσπονδία μέχρι και πριν από κάποιους μήνες.
Ο Σκίμπε κατόρθωσε να ταιριάξει ξανά χαρακτήρες, που κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, ήταν πιο δύσκολο κι από την πρώτη φορά που επιχείρησε κάποιος να καταφέρει κάτι τέτοιο. Επανέφερε το οικογενειακό κλίμα στην ομάδα, τους έχει βάλει όλους στο τριπάκι πως πρέπει να υπηρετήσουν το συγκρότημα και όχι πως αυτοί θα γίνουν οι σταρ σε αυτό. Αρκεί να δει κανείς την συμπεριφορά και την τακτική προσήλωση παικτών που είναι τα πρώτα βιολιά στους συλλόγους τους, για να καταλάβει κάποιος τι έχει καταφέρει ο Σκίμπε. Σε μια φουρνιά με σαφώς λιγότερο ταλέντο, από εκείνη που παρέλαβε ο Ρεχάγκελ. Ίσως ο σημερινός Γερμανός μας, να έχει πετύχει και κάτι πιο σπουδαίο. Σου δίνεται η αίσθηση πως δεν πρόκειται για ένα κλειστό club, αλλά που όποιος διακριθεί, θα πάρει την ευκαιρία του. Κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο.
Μπορεί να πάμε στο Μουντιάλ, πράγμα το οποίο πιστεύω, μπορεί και όχι. Όμως ο Σκίμπε κατάφερε σε ένα δηλητηριώδες κλίμα, να ξαναβάλει την Εθνική Ελλάδος πάνω σε μια φιλοσοφία, σε μία βάση. Να την ξανακάνει ομάδα, που έχει και πάλι σαν μεγάλο όπλο την γνωστή επιτυχημένη συνταγή, ενός συμπαγούς και δυσκολοκατάβλητου συνόλου. Ξαναχάρισε σεβασμό απ’ όλους μας αλλά και από τους αντιπάλους αυτή η ομάδα, που δεν πέρασε καιρός, από τη στιγμή που έφευγε ηττημένη από το γήπεδο, από τα Νησιά Φερόε και από την Β. Ιρλανδία. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη που όφειλε να κερδίσει ο Σκίμπε και νομίζω πως το έχει καταφέρει με το παραπάνω. Τουλάχιστον σε βαθμό πάνω από τις προσδοκίες που υπήρχαν.