άθλος (ο) ουσ. [<αρχ. ?θλος, ομηρ. ?εθλος] κατόρθωμα που απαιτεί εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια.
Τρεις ομάδες στο ΝΒΑ δε χρειάζονται λεξικό για την ετυμολογία, έκαναν τον δικό τους και ξέρουν.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Eurohoops.net
άθλος (ο) ουσ. [<αρχ. ?θλος, ομηρ. ?εθλος] κατόρθωμα που απαιτεί εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια.
Τρεις ομάδες στο ΝΒΑ δε χρειάζονται λεξικό για την ετυμολογία, έκαναν τον δικό τους και ξέρουν.
Διαβάστε τη συνέχεια στο Eurohoops.net