Ένα διαφορετικό αφιέρωμα στον Γιώργο Μπόγρη έκανε η Ευρωλίγκα εστιάζοντας όχι τόσο στο νέο κεφάλαιο στην καριέρα του με τον Ολυμπιακό, αλλά στο ρόλο του ως ιδιοκτήτη καταστήματος με ρούχα στη Γλυφάδα.
«Πάντα μου άρεσαν τα ρούχα. Είναι πολύ σημαντικό να δείχνεις καλά, γιατί σε κάνει να νιώθεις και καλά κι αυτό σε βοηθάει να παίζεις καλύτερα. Περνάμε πολλές ώρες στο γήπεδο με φόρμες και σορτσάκια, αλλά πρέπει να δοκιμάζεις κάτι διαφορετικό και να δείχνεις καλά όταν είσαι έξω από το γήπεδο. Είναι κάτι που με κάνει να νιώθω χαρούμενος. Έχω χαλάσει ώρες και χρήματα σε ρούχα στο παρελθόν και ήθελα να ξεκινήσω τη δική μου επιχείρηση όσο ακόμη ήμουν ενεργός παίκτης. Και να την κάνω και καλύτερη χρόνο με το χρόνο. Μου άρεσε η ιδέα να έχω ένα μαγαζί με ρούχα και γι’ αυτό άνοιξα το MOOD εδώ στην Γλυφάδα. Είναι πιο εύκολο να διευθύνεις ένα κατάσταση με ρούχα από ότι ένα εστιατόριο ή ένα καφέ, όπου χρειάζεσαι πολύ κόσμο. Η αδελφή μου πραγματικά αγαπάει τη δουλειά εδώ και με βοηθάει στο να «τρέξουμε» το μαγαζί. Δουλεύω εκεί και ταυτόχρονα βοηθώ την οικογένειά μου. Είναι κάτι που το αγαπώ πολύ και πιστεύω πως βρήκα και το κατάλληλο σημείο στην Αθήνα. Και πηγαίνει καλύτερα χρόνο με το χρόνο», αναφέρει ο 27χρονος άσος.
Όσο για το πώς βρίσκει ρούχα ένας άνθρωπος 2,10μ.; «Το τμήμα των ανδρικών έχει και μεγάλα νούμερα γιατί όλοι οι συμπαίκτες και φίλου μου, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, ξέρουμε πως είναι δύσκολο να βρουν ωραία ρούχα σε μεγάλα μεγέθη. Θέλω να τους δώσω κάτι καλό και να τους κάνω χαρούμενους και να είμαι σίγουρος πως θα ξανάρθουν», ανέφερε.
Γνωρίζει όμως καλά πως δεν είναι οι άνδρες που ελέγχουν την βιομηχανία της μόδας: «Το MOOD έχει περισσότερα γυναικεία ρούχα, γιατί όπως το βλέπω το shopping είναι κάτι που αφορά περισσότερο τις γυναίκες από τους άνδρες. Οι γυναίκες ελέγχουν την αγορά. Έχω μάθει πολλά τα τρία τελευταία χρόνια, γιατί ήταν κάτι καινούριο για μένα. Στην αρχή ήμουν λίγο χαμένος. Ξέρω πώς να φύγουν χαρούμενοι οι πελάτες από το μαγαζί, για να επιστρέψουν ξανά και ξανά. Τι τους αρέσει και τι όχι. Όταν βάζω παραγγελίες για το χειμώνα, ή το καλοκαίρι, έχω πάντα στο μυαλό μου τι θέλουν συγκεκριμένοι πελάτες».
Ο Μπόγρης έγινε αφεντικό… εξ αποστάσεως στην αρχή. «Άνοιξα το μαγαζί, ενώ ήμουν στην Ανδόρρα. Ήταν πολύ σημαντικό να έχω στην Αθήνα ανθρώπους που να εμπιστεύομαι, που μπορούσαν να ελέγχουν σχεδόν τα πάντα. Όταν η χρονιά τελείωσε ήρθα για να είμαι εδώ στα πρώτα βήματα του μαγαζιού. Ήταν δύσκολο, γιατί ήμουν μακριά και πάντα είναι καλύτερο να βρίσκεσαι κοντά, για να προωθείς κάποια πράγματα, να ξέρεις τι γίνεται και να προσέχεις την επιχείρηση».
Έδειξε εμπιστοσύνη στην οικογένεια και αυτό ήταν κάτι που απέδωσε για τον Μπόγρη: «Ήταν λίγο δύσκολο, αλλά η αδελφή μου βγήκε μπροστά, είδα τα πράγματα πολύ σοβαρά και έκανε πράγματα που εγώ δεν μπορούσα να κάνω. Όλα τώρα κυλάνε πιο ομαλά, γιατί ξέρουμε τι χρειαζόμαστε και τι κάνουμε. Είναι ένα είδος δουλειάς που δεν μπορείς να επαναπαυτείς, γιατί η μόδα πάντα αλλάζει και πρέπει να είσαι πάντα σε εγρήγορση. Πρέπει να ξέρεις τι θέλει να φοράει ο κόσμος και τι πρέπει να έχεις στο μαγαζί».
Έχοντας παίξει σε εννέα διαφορετικές ομάδες, έξι από αυτές στην Ελλάδα, ο Μπόγρης έχει τις δικές του ιδέες για το ποιοι είναι οι πλέον καλοντυμένοι παίκτες και ξεχωρίζει πως έναν νυν παίκτη της Αρμάνι Ολίμπια Μιλάνο, την κατ’ εξοχήν πιο… μοδάτη ομάδα στην Ευρωλίγκα.
«Πολλοί μπασκετμπολίστες έχουν καλό γούστο σε ότι αφορά την μόδα. Για παράδειγμα, ο φίλος μου Βασίλης Σπανούλης, πάντα προσπαθεί να φορέσει την τελευταία λέξη της μόδας. Είναι πολύ καλός σε αυτό. Ο Γιώργος Πρίντεζης έχει τελείωσε διαφορετικό στυλ, πιο urban, λίγο.. Καλιφορνέζικο που ταιριάζει στο δικό μου μαγαζί στη Γλυφάδα. Ο Ιωάννης Παπαπέτρου προσπαθεί και φοράει ρούχα που μου αρέσουν. Δεν είναι μόνο τι φοράει ο κόσμος. Είναι και να έχεις το δικό σου στυλ και να ακολουθείς αυτά που αρέσουν σε σένα. Για παράδειγμα δεν θα μπορούσα να φορέσω ένα κοντό σορτς, πάνω από το γόνατο. Θα φαινόμουν αστείος. Ένας από τους καλύτερους παίκτες της Ευρωλίγκας σε σχέση με το ντύσιμο, ο οποίος ακολουθεί και τις τελευταίες τάσεις, είναι ο Ντάιρις Μπέρτανς. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι και ήμασταν συμπαίκτες στο Μπιλμπάο. Ζει στο Μιλάνο τώρα, οπότε είμαι σίγουρος πως θα γνωρίζει όλα τα τελευταία νέα σχετικά με τη μόδα».
Το ότι επέλεξε την Γλυφάδα δεν ήταν τυχαίο. «Πολλά από τα μαγαζιά ρούχων βρίσκονται στο ίντερνετ και στο κομμάτι αυτό στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Στον κόσμο εδώ αρέσει να πηγαίνει για ψώνια, είναι στη νοοτροπία μας. Μας αρέσει να πηγαίνουμε για μια βόλτα την Παρασκευή το απόγευμα, να πάμε για φαγητό και μια βόλτα από τα μαγαζιά. Είναι κάτι που αρέσει στα κορίτσια και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Είναι κάτι από το οποίο παίρνουν ενέργεια, ένα χόμπι. Δεν αγοράζουν τόσα πολλά ρούχα από το ίντερνετ γιατί θέλουν να τα δοκιμάσουν, να σιγουρευτούν πως νιώθουν καλά μέσα σε αυτά, πως είναι άνετα. Πολλές φορές κόσμος έρχεται ξανά και ξανά πριν αγοράσει κάτι. Είναι έτσι η νοοτροπία στην Ελλάδα. Μας αρέσει να κάνουμε πράγματα και να περνάμε κάποιες ώρες έξω από το σπίτι. Και το shopiping είναι ένα από τα πράγματα που μας αρέσει να κάνουμε. Η Γλυφάδα έχει πολύ καλό ρυθμό και ενέργεια και πολύ καλό καιρό. Ο κόσμος εδώ προσπαθεί να χαίρεται τη ζωή και θέλει να δείχνει και να νιώθει καλά. Στην Γλυφάδα δεν κινούνται μόνο όσοι μένουν εδώ, αλλά έρχεται κόσμος και από άλλες περιοχές να περπατήσει, να πάει για φαγητό, να ψωνίσει. Η παραλία είναι πολύ κοντά, οπότε υπάρχουν και πολλοί ξένοι από όλο τον κόσμο. Πολλά χρήματα καταλήγουν στην Γλυφάδα από όλες τις χώρες και ο κόσμος είναι διατεθειμένος να ξοδέψει περισσότερα όταν είναι σε διακοπές. Γι’ αυτό επέλεξα την Γλυφάδα».
Ο Μπόγρης, όπως κάθε επιτυχημένος επιχειρηματίας, κοιτάζει και στο μάλλον: «Έχω ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού μου για ένα δεύτερο κατάστημα σε ένα νησί, που θα εστιάζει περισσότερο σε ξένη πελατεία. Σε ένα νησί είναι τελείως διαφορετικά, γιατί είναι σύντομη η σεζόν, μόλις τέσσερις μήνες. Έχω μεγάλη οικογένεια και μία από τις τρεις αδελφές μου θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το δεύτερο μαγαζί, αν τελικά προχωρήσω στην υλοποίηση αυτής της ιδέας».