Αν κάποιος ρωτούσε ποιος από τους ποδοσφαιριστές θρύλους που γνώρισα από παιδί παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, θα έφευγε τελευταίος από τούτο τον μάταιο κόσμο θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη το όνομα του Μίμη Δομάζου.
Ο αείμνηστος Αλκέτας Παναγούλιας εκείνο το μουντό απόγευμα του Νοεμβρίου του 1980, που του είχε δώσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού στην τελευταία εμφάνιση του «στρατηγού» με την Εθνική ομάδα σε ένα φιλικό με την Αυστραλία, είχε πει συγκινημένος: «Σε περιπτώσεις σαν του Μίμη, ο χρόνος θα έπρεπε να σταματάει να τρέχει!».
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Αυτό που πάνω απ' όλα νομίζω όλοι μας, έχουμε στο μυαλό μας συνδυασμένο με τον Δομάζο, είναι εκείνο το απαράμιλλο πάθος που έβγαζε μέσα στο γήπεδο για τη νίκη. Υπάρχουν σπουδαίοι παίκτες, αλλά υπάρχουν και εκείνοι οι γεννημένοι αρχηγοί, που ακόμα κι όταν όλα είναι γύρω τους χαμένα, συνεχίζουν να προσπαθούν! Αυτό έκανε και στην τελευταία του «μάχη» σε αυτήν τη ζωή... παλεύοντας, ακόμα και όταν όλα είχαν χαθεί!
Εκείνο το παιχνίδι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αυστραλία, στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας πέρασε στην ιστορία σαν το τελευταίο του ανθρώπου που για μια εικοσαετία υπήρξε σημείο αναφοράς στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Δομάζος είχε παίξει όλες τις σεζόν, από το 1959 – 60 που ήταν η πρώτη της ενιαίας εθνικής κατηγορίας, μέχρι και την πρώτη το 1979 – 80 της επαγγελματικής εποχής του ελληνικού ποδοσφαίρου! Σε αυτά τα 21 χρόνια είχε αναδειχθεί 10 φορές πρωταθλητής, εννέα με τον Παναθηναϊκό και μία με την ΑΕΚ.
Το παιχνίδι γινόταν στο πλαίσιο της προετοιμασίας της εθνικής μας ομάδας για το επερχόμενο ματς εναντίον της Ιταλίας πάλι στο ίδιο γήπεδο για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου του 1982. Υπήρχε μία φρενίτιδα γύρω από την εθνική που το καλοκαίρι είχε πάρει μέρος τον Ιούνιο του 1980, για πρώτη φορά στην ιστορία της στα τελικά του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος που είχε μετονομαστεί σε EURO. Και τότε, αξίζει να σημειωθεί πως πήγαιναν μόνο οκτώ ομάδες στην τελική φάση, οι επτά πρώτες των προκριματικών ομίλων και η διοργανώτρια που ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ιταλία! Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου στο england365.gr