Από το «θρίλερ» της τελευταίας αγωνιστικής, στα δύο γκολ μακριά για την απόλυτη ανατροπή και από εκεί, σε ένα αδικαιολόγητο ρεκόρ που «μύρισε»… σκάνδαλο. Σαν σήμερα, πριν 42 ολόκληρα χρόνια, η Μπορούσια Γκλάντμπαχ, την ώρα που διέλυε την Ντόρτμουντ με 12-0, έβλεπε την Κολωνία να παίρνει τον τίτλο στην ισοβαθμία και η ευρύτερη νίκη στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα, να μην πανηγυρίζεται ποτέ.
Μέσα στα χρόνια, έχουν καταγραφεί συγκλονιστικές ανατροπές στον χώρο του ποδοσφαίρου. Από την μία, μπορεί να αφορούν την κορυφή του πρωταθλήματος στις τελευταίες «στροφές», ενώ από την άλλη, την ανατροπή δεδομένων σε νοκ-άουτ παιχνίδια σε διοργανώσεις. Σίγουρα, κανείς δεν θα περίμενε όσα έγιναν την 29η Απριλίου του 1978, όταν θα διεξαγόταν η τελευταία αγωνιστική της Μπουντεσλίγκα. Μπορεί η φετινή «επέτειος», να είναι η 42η αλλά κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει το υπόβαθρο της μεγαλύτερης νίκης στην ιστορία του γερμανικού πρωταθλήματος. Μέσα σε 90 λεπτά, το ποδόσφαιρο απέκτησε ένα πολύ καλό λόγο να νιώθει υπερήφανο.
Το πρωτάθλημα Γερμανίας είχε μετατραπεί σε «ροντέο», έπειτα από το τέλος της προτελευταίας αγωνιστικής, αφού Μπορούσια Γκλάντμπαχ και Κολωνία, μοιράζονταν την πρώτη θέση της κατάταξης, με την δεύτερη, ωστόσο, να έχει το «πάνω χέρι». Ο λόγος ήταν ότι, σε περίπτωση ισοβαθμίας, η συνολική διαφορά τερμάτων ήταν αυτή που θα έκρινε τον πρωταθλητή, με τους «τράγους» να βρίσκονται στο +10 από την ομάδα του Ούντο Λάτεκ. Ουσιαστικά, αυτό σήμαινε, ότι αν η Κολωνία κέρδιζε, τότε θα ήταν πρωταθλήτρια, βάση λογικής, ακόμα και αν έκανε το ίδιο, η Γκλάντμπαχ. Τα παιχνίδια είχαν ταυτόχρονη έναρξη, με τον σύλλογο του Χάινκες να αντιμετωπίζει την Μπορούσια Ντόρτμουντ ως γηπεδούχος αλλά όχι στην φυσική του έδρα (λόγω των εργασιών), ενώ η Κολωνία, ταξίδευε στο Αμβούργο για να ξεπεράσει το εμπόδιο της Ζανκτ Πάουλι. Με το ξεκίνημα της σέντρας, η ιστορία είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα για ένα καινούργιο ρεκόρ.
Η συμπλήρωση των 45 λεπτών, έδειχνε τους «ασπρόμαυρους» να έχουν θέση οδηγού με το ευρύ 6-0 (!), την ίδια ώρα που η Κολωνία ήταν επίσης, μπροστά στο σκορ, με 1-0. Η διαφορά τους, είχε μειωθεί στο +5 και πλέον το θαύμα φαινόταν να είναι κοντά. Ο Γιούπ Χάινκες ήταν σε εξαιρετική κατάσταση και ήδη είχε φτάσει το χατ-τρικ ενώ οι παίχτες των «τράγων» στο άλλο παιχνίδι, ένιωθαν, την απειλή της Γκλάντμπαχ. Στο δεύτερο μέρος, το ποδόσφαιρο θα δει μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές, να φτάνει πιο κοντά από ποτέ. Το σκορ στο παιχνίδι του Μενχενγκλάντμπαχ, είχε φτάσει στο 11-0 (!!), την ίδια στιγμή που η Κολωνία κέρδιζε με 3-0, με αποτέλεσμα, τα δύο τέρματα, να χωρίζουν έναν ολόκληρο τίτλο. Ο Χάινκες είχε φτάσει τα 5 γκολ, η Ντόρτμουντ έβλεπε την ομάδα της να διασύρεται και το σοκ δεν είχε έρθει ακόμα. Δύο γκολ της Κολωνίας μέσα στο διάστημα 87’-89’, θα ανεβάσει την διαφορά και πάλι στο +4, με τα πάντα να τελειώνουν για την Γκλάντμπαχ και το 12ο γκολ της, να είναι απλά της παρηγοριάς. Στο σφύριγμα της λήξης, το 12-0, θα γραφτεί στην ιστορία της Μπουντεσλίγκα, ως η πιο μεγάλη, σε
εύρος, νίκη, με τους παίχτες των «πουλαριών», να την υποδέχονται με δάκρυα, αφού δεν κατάφεραν να πάρουν το πρωτάθλημα.
Φυσικά, αυτή ήττα, έφερε πάρα πολλές διαφοροποιήσεις, με τις θεωρίες για «στήσιμο» και σκάνδαλο, να γίνονται όλο και πιο έντονες λόγω των παρασκήνιων. Συγκεκριμένα, ο προπονητής της Ντόρτμουντ που άκουγε στο όνομα, Ότο Ρεχάγκελ (ο προπονητής που οδήγησε την Ελλάδα στην κορυφή της Ευρώπης το 2004), προτίμησε να χρησιμοποιήσει τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα της ομάδας, Πέτερ Έντρουλατ, αντί του έτοιμου και βασικού, Χορστ Μπέρτραμ. Παρά την εξέλιξη του πρώτου μέρους, ο Γερμανός προπονητής δεν προχώρησε σε αλλαγή πορτιέρο αλλά ούτε σε κάποια διαφοροποίηση του συστήματος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η διοίκηση της Ντόρτμουντ δεν άφησε τίποτα στον… «αέρα», αφού την αμέσως επόμενη μέρα και παρότι ο σύλλογος είχε παραμείνει στην κατηγορία με σχετική άνεση, απολύει τον Ότο Ρεχάγκελ δίχως δεύτερη σκέψη ενώ οι παίχτες πληρώνουν πρόστιμο 2,5 χιλιάδες μάρκες (!) ο καθένας. Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος που μάζεψε (περισσότερο από κάθε άλλο τερματοφύλακα στην Γερμανία) την μπάλα από τα δίχτυα, κατάφερε με το ζόρι να αγωνιστεί σε ομάδα τρίτης κατηγορίας της χώρας. Η «ρετσινιά» από αυτό το τρομερό αποτέλεσμα, είναι φρέσκια μέχρι και σήμερα, με τον Ρεχάγκελ να βλέπει το όνομα του, να αλλάζει σε «Torhagel» που στα γερμανικά σημαίνει «θύελλα τερμάτων» και το μισός του απέναντι στον Ούντο Λάτεκ να φουντώνει για τα καλά.
Οι δύο προπονητές εξελίχθηκαν σε «εχθροί» εντός και εκτός γηπέδου, αφού το συγκεκριμένο ματς, είχε καταστρέψει την προπονητική καριέρα του Ότο με αποτέλεσμα να δυσκολευτεί να ξαναβρεί και τον εαυτό του αλλά και ομάδα. Από την άλλη, ο Λάτεκ δεν θέλησε ποτέ να τα βρει μαζί του αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν έχει και δεν θα ήθελε να έχει επαφές με τον μετέπειτα προπονητή της Εθνικής Ελλάδας. Αρκετοί έχουν αναφέρει ότι ο λόγος αυτής της κόντρας, δημιουργήθηκε από εκείνο παιχνίδι αλλά και τη μόνιμη θέση του Ρεχάγκελ κάτω από τον πιο πετυχημένο προπονητή του γερμανικού πρωταθλήματος.
Όσον αφορά, το πρωτάθλημα της επόμενης χρονιάς, οι δύο ομάδες παρουσιάστηκαν αγνώριστες. Συγκεκριμένα, οι πρωταθλητές, έμειναν στην 6η θέση που δεν περιείχε έξοδο στην Ευρώπη ενώ η Μπορούσια Γκλάντμπαχ, χρειάστηκε να πάει στον τελικό κυπέλλου Γερμανίας (όπου έχασε από την Φορτούνα Ντίσελντορφ) για να πάρει το εισιτήριο για το UEFA Cup από την 10η θέση (!). Ο Ρεχάγκελ, μάλιστα, ανέλαβε τα ηνία της Αρμίνια Μπίλεφελντ, την οποία οδήγησε και στον υποβιβασμό την ίδια χρονιά, προτού κάνει την δική του επανεκκίνηση με την Φορτούνα Ντίσελντορφ, το 1979/80.
Μπορεί από αρκετούς να έχει χαρακτηριστεί ως το σκάνδαλο του αιώνα, όμως αυτή η «ταμπέλα» δεν έχει επισκιάσει αυτό το ρεκόρ που μέχρι και σήμερα παραμένει ασυναγώνιστο. Ακόμα και αν δεν συνοδεύτηκε με τίτλο, κατάφερε να παραμείνει τόσο ανεξίτηλο στην ιστορία του αθλήματος, όσο το μίσος που Ότο προς τον Λάτεκ.
Επιμέλεια: Νότης Χάλαρης