Η πρόκριση στον τελικό Κυπέλλου ωμά και ρεαλιστικά δεν θα προσέφερε μάλλον τίποτα στην ιστορία του Άρη ή της ΑΕΚ. Οι δύο σύλλογοι έχουν πολλούς τίτλους, ακόμη και στην Ευρώπη, για να θεωρούν ιστορική στιγμή μια συμμετοχή σε έναν τελικό, όπου πιθανότατα θα έφευγαν ηττημένοι απέναντι σε Ολυμπιακό ή Παναθηναϊκό. Ούτε καν ο κόσμος τους δεν θα το χαιρόταν όπως θα ήθελε, αφού με τις συνθήκες που διεξάγονται οι τελικοί στην Ελλάδα (μιας και όχι Final 8 ή Final 4, αλλά ούτε και τελικός σε γεμάτο γήπεδο μοιάζει με εγκληματική επιλογή) δεν θα μπορούσε η υγιής πλην όμως σιωπηρή πλειοψηφία των φίλων τους να βρεθεί στο γήπεδο.
Γράφει ο Χρήστος Ρομπόλης
Όμως η παρουσία στον τελικό θα πρόσφερε στο νικητή καύσιμο για το μέλλον. Σε ένα πρωτάθλημα όπου εκ προοιμίου η δυάδα του τελικού είναι «ρεζερβέ», όπως και οι ελληνικές θέσεις για την Ευρωλίγκα, το Κύπελλο δίνει στο ασθενέστερο πάντα την (ψευδ)αίσθηση πως μπορεί. Για περίπου έναν μήνα μέχρι τον τελικό θα έχει κάτι να προσδοκά η ομάδα και οι οπαδοί της, ενώ και η διοίκηση θα τροφοδοτήσει το όραμά της με την ελπίδα πως τελικά τα χρήματα που ξοδεύει (και ουδόλως επενδύει αφού δεν υπάρχει αντίκρισμα παρά μόνο ζημία) δεν πάνε στο βρόντο και σε ένα ανούσιο κυνηγητό των άπιαστων «αιωνίων».
Ο Άρης το κέρδισε αυτό και η ΑΕΚ το έχασε. Όχι γιατί είναι καλύτερος, αλλά γιατί διαθέτει καλύτερο προπονητή. Την ώρα που ο Δημήτρης Πρίφτης κατορθώνει να παίρνει από ένα περιορισμένου ταλέντου και βάθους ρόστερ, με τέσσερις ξένους εκ των οποίων ο ένας (Μπάκνερ) φευγάτος πολύ περισσότερο από την πραγματική του αξία μέσα από ομαδική λειτουργία και τακτική, ο Γιούρε Ζντοβτς για πολλοστή φορά δεν εισπράττει ούτε καν αθροιστικά την ατομική αξία από ένα πολύ πιο ποιοτικό ρόστερ, με έξι ξένους και καλύτερους Έλληνες.
Ο Πρίφτης (και οι συνεργάτες του) έχει την ικανότητα να επιλέγει ξένους σαν τους Γουότερς, ΜακΝιλ και Γουάιτ, που εκτόξευσαν την αξία τους μέσω του Άρη και παρότι δεν κατέστη δυνατό να μείνουν για οικονομικούς λόγους αντικαταστάθηκαν ικανοποιητικά από τον Κάμινγκς, τον Τζένκινς ή τον Σανικίντζε που λαβώθηκε νωρίς. Ο Ζντοβτς ταλαιπώρησε την ΑΕΚ με τις επιλογές του στο «5», από τον άχρωμο Όουενς μέχρι τον ανεπαρκέστατο Φόλκερ, και χάθηκε υπερπολύτιμος χρόνος για να αποκτηθεί ο αξιοπρεπής Ελονού, αλλά και για να έρθει, παραμονές του ματς της χρονιάς με τον Άρη κι όχι πολύ νωρίτερα όπως έπρεπε, ο ΜακΓκραθ.
Ο Πρίφτης κατορθώνει και παίρνει από τους παίκτες του το μέγιστο της προσπάθειας και το σεβασμό τους, ενώ ο Ζντοβτς αφού τσακώθηκε με όλους τους Αμερικανούς γκαρντ πέρσι έφτασε να ψέγει (όχι να χτυπά) δημοσίως τον ηρωικό Μαυροειδή που παίζει με ένα πόδι και τον οποίο ο ίδιος δεν ήθελε στον αρχικό σχεδιασμό για την τρέχουσα σεζόν.
Για να πάμε και στα του αγώνα, ο Πρίφτης στον ημιτελικό όταν είδε πως ο υψηλός ρυθμός και το μεγάλο σκορ δεν εξυπηρετούσε την ομάδα του που δεν θα μπορούσε να ευστοχεί μονίμως στα τρίποντα, έδωσε έμφαση στην άμυνα και έδωσε την μπάλα στα ασφαλή χέρια του Κάμινγκς τραβώντας τους υπόλοιπους παίκτες του στις τέσσερις γωνίες για να του κάνουν χώρο στις τελευταίες επιθέσεις. Ο Ζντοβτς είδε την ομάδα του να παρασύρεται στο χαμηλό τέμπο, να καταφεύγει ξανά στην κακή συνήθεια των τριπόντων και επέλεξε τον χειρότερο αμυντικό του (Ντίξον) να μαρκάρει τον πιο «ζεστό» παίκτη των αντιπάλων στην τελευταία άμυνα, αντί να μην τον έχει καν στην πεντάδα.
Στο τέλος της βραδιάς, ο Άρης με μικρότερο μπάτζετ και ελλιπές ρόστερ είναι στον τελικό του Κυπέλλου, με καλύτερο ρεκόρ στο Champions League και απλώς δύο νίκες πίσω από την ακριβότερη και πιο πλήρη ΑΕΚ στο πρωτάθλημα. Η διαφορά δεν μπορεί να οφείλεται οπουδήποτε αλλού πέραν του προπονητή, καθώς σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, εξαιρουμένου του κόσμου όπου και οι δύο ομάδες έχουν μεγάλη και πιστή λαϊκή βάση, η «Ένωση» υπερέχει. Κι αν πέρσι για τον Γιούρε Ζντοβτς υπήρχε το ελαφρυντικό πως ανέλαβε μεσούσης της περιόδου και με περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης στο ρόστερ, φέτος που έχτισε μόνος του την ομάδα και η διοίκηση δεν του χάλασε κανένα χατίρι, δεν υπάρχει δικαιολογία…
Η επόμενη μέρα βρίσκει τον Άρη με το ντεπόζιτο γεμάτο φιλοδοξίες και όνειρα, έστω κι αν αυτά μπορεί να γκρεμιστούν με μια βαριά ήττα στον τελικό, με το κοινό του να ονειρεύεται (ποιος μπορεί να τους το απαγορεύσει;) στιγμές του ένδοξου παρελθόντος και τον Νίκο Λάσκαρη που έμοιαζε εσχάτως κάπως ξενερωμένος να χαμογελά ξανά. Στον αντίποδα, η ΑΕΚ θα φέρει για καιρό βαρέως τη χαμένη ευκαιρία, αλλά με την παρηγοριά και σιγουριά πως ούτε ο κόσμος της θα ξενερώσει (δεν το έκανε ούτε στη Β’ Εθνική), ούτε και ο Μάκης Αγγελόπουλος θα το βάλει κάτω. Κι αν τα λάθη γίνουν μαθήματα, η ΑΕΚ θα ξαναέχει την ευκαιρία της, αργά ή γρήγορα…
Follow @ChristosRobolis