Ήταν 28 Ιουλίου του 1935, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και σύσσωμο το ναζιστικό κόμμα είχε βρεθεί στο Νίρμπουργκρινγκ της Γερμανίας, για να παρακολουθήσει το γερμανικό Γκραν Πρι. Οι ίδιοι είχαν βρεθεί εκεί για να δουν τα μονοθέσια της Mercedes και της Auto Union να θριαμβεύουν, μπροστά σε 300.000 εκστασιασμένους Γερμανούς.
Ο Χίτλερ είχε ξεκαθαρίσει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα του αγώνα στους οδηγούς και τις ομάδες, θέλοντας να «ταΐσει» ακόμα περισσότερο την μεγαλομανία του. Παρ' όλα αυτά υπήρξε ένας οδηγός ο οποίος δεν είχε ενημερωθεί για το τι επρόκειτο να συμβεί, αυτός ήταν ο Τάτσιο Νουβολάρι της Alfa Romeo. Έτσι λοιπόν ο αγώνας φάνηκε να κυλάει όπως ακριβώς ήθελε ο Φύρερ, όλα αυτά μέχρι να εμφανιστεί ο Νουβολάρι. Ο Ιταλός οδηγός κατάφερε με μια προσπέραση στην τελευταία στροφή να πάρει την νίκη στο Νίρμπουργκρινγκ.
Το θαύμα του Ιταλού ήταν ακόμα σπουδαιότερο, αν αναλογιστεί κανείς πως η Alfa Romeo του είχε σχεδόν 100 ίππους λιγότερους, σε σχέση με τα πανίσχυρα αυτοκίνητα της Mercedes και της Auto Union. Στην αρχή όλοι είχαν «παγώσει», χωρίς να μπορούν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους.
«Επικρατούσε νεκρική ησυχία στην αρχή, τότε το έμφυτο αθλητικό πνεύμα των Γερμανών κυριάρχησε της έκπληξης τους, ο Νουβολάρι δέχθηκε τις επευφημίες του κόσμου», είχε γράψει το περιοδικό «Motorsport».
Οι ίδιοι οι Γερμανοί διοργανωτές ήταν τόσο έκπληκτοι από το αποτέλεσμα, που οι Ναζί δεν είχαν φροντίσει να υπάρχει άλλος διαθέσιμος εθνικός ύμνος για την τελετή απονομής, πέρα από του γερμανικού. Όμως τα «χτυπήματα» για τους Ναζί δεν τελείωσαν εκεί, όταν ο Νουβολάρι αποκάλυψε πως είχε μαζί του έναν δίσκο με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τον οποίο κουβαλούσε πάντα για καλή τύχη.
Ο Νουβολάρι ήταν αυτός τελικά που ταπείνωσε τον Χίτλερ μπροστά στους συμπατριώτες του, πριν έρθει ένα χρόνο αργότερα ο Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο, για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην υπερηφάνεια του Χίτλερ.
Παρ’ όλα αυτά μόνο κάποιος τυχαίος δεν ήταν ο Τάτσιο Νουβολάρι, με τα επιτεύγματα του να μιλάνε για τον ίδιο. Ο «Ιπτάμενος Μαντοβανός», παίρνοντας το προσωνύμιο του από την επαρχία που γεννήθηκε την Μαντόβα, είχε κερδίσει μέσα σε περίπου 23 χρόνια 49 αγώνες, ανάμεσα τους και μία στις 24 ώρες της Λε Μαν το 1933.
Είχε συνεργαστεί τόσο με τον Ένζο Φεράρι, όπως και με τον Φέρντιναντ Πόρσε, δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μάλιστα ο Φεράρι είχε δηλώσει κάποτε πως ο Νουβολάρι ήταν ο καλύτερος οδηγός που έτρεξε ποτέ για την ομάδα του, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ανέφερε και το ίδιο για τον Ζιλ Βιλνέβ, χαρακτηρίζοντας τον ως έναν «μεταπολεμικό Τάτσιο Νουβολάρι».
Από την άλλη ο Πόρσε αναφερόμενος στον Νουβολάρι τον χαρακτήρισε ως τον «μεγαλύτερο οδηγό του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος». Πέθανε στις 11 Αυγούστου του 1953 και κηδεύτηκε στην πόλη καταγωγής του, την Μαντόβα, ενώ στην κηδεία του παρευρέθηκαν πάνω από 25.000 άτομα, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της πόλης.
Το φέρετρο τοποθετήθηκε πάνω σε ένα σασί αυτοκινήτου, το οποίο έσπρωχναν οι Αλμπέρτο Ασκάρι, Λουίτζι Βιλορέζι και Χουάν Μανουέλ Φάντζιο, κάποιοι από τους σπουδαιότερους οδηγούς στην ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Η επιγραφή πάνω από τον οικογενειακό του τάφο στην Μάντοβα γράφει: «Θα τρέχεις ακόμα πιο γρήγορα στους δρόμους του παραδείσου».
Ένας πραγματικός θρύλος του αθλήματος και προάγγελος τον εξίσου σπουδαίων προσωπικοτήτων που ακολούθησαν, όπως ο Ασκάρι, ο Φάντζιο και ο Στίρλινγκ Μος, ο Νουβολάρι θα μείνει για πάντα στην ιστορία για αυτή την «Αδύνατη Νίκη», μπροστά στα μάτια του γερμανικού λαού και του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ.
Επιμέλεια: Μάριος Αγγελέτος