Ο πιο συνηθισμένος επιθετικός προσδιορισμός, που θα συναντήσει κάποιος δίπλα στο όνομα του Νικόλα Άσιμου, είναι «αντισυμβατικός».
Ως ενήλικας χρησιμοποίησε το μυαλό του, που δύσκολα μπορούσε να ακολουθήσει τις νόρμες, για να χαράξει έναν ξεχωριστό δρόμο, στον οποίο βάδισε ως το τέλος.
Ως έφηβος, όμως, αφιέρωσε την καθημερινότητά του στον αθλητισμό, προσπαθώντας να στριμώξει σε αυτά τον επαναστατικό χαρακτήρα του.
Σαν σήμερα, πριν 34 χρόνια, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 39 ετών. Χρόνια λίγα, αλλά αρκετά, για να μετουσιώσει τη σπάνια προσωπικότητά του σε τραγούδια, που συνεχίζουν να προκαλούν συγκίνηση.
Ο «Βίντος» τερματοφύλακας και άλτης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Αυγούστου του 1949, πρώτος από τους τρεις γιους της οικογένειάς Ασημόπουλου, αλλά έζησε τα εφηβικά του χρόνια στην Κοζάνη. Ένας δραστήριος νέος, με ξεκάθαρη άποψη για τη ζωή: Οι ταμπέλες δεν είχαν καμία θέση σε αυτή.
Ο έφηβος Νικόλαος Ασημόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, διοχέτευσε την ενεργητικότητά του στον στίβο και το ποδόσφαιρο. Κανένα από τα δύο, όμως, δεν τον «χωρούσαν».
Εγώ με τις ιδέες μου
κι εσείς με τα λεφτά σας,
νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας,
δε θέλω την κουβέντα σας
ούτε τη γνωριμιά σας
Στον αθλητισμό, άλλωστε, φανέρωσε τα πρώτα στοιχεία της αντισυμβατικότητάς του. Η αρχή έγινε στο ποδόσφαιρο, με το οποίο ασχολήθηκε ως τερματοφύλακας, με το παρατσούκλι «Βίντος». Το ταλέντο του κάτω από τα δοκάρια ήταν αρκετό, για να δεχτεί μια πρόταση από την τοπική ομάδα της Κοζάνης. Η φλόγα, που έκαιγε μέσα του, όμως, δεν του επέτρεψε να προχωρήσει. Η διαδικασία κόλλησε στην άρνησή του να ακολουθήσει τη διαδικασία της έκδοσης δελτίου.
Αν ήμουν ο Γαλάκος και ήσουν ο Μπουμπλής,
να σου 'κανα μια τρίπλα και άιντε να με βρεις.
Ακολούθησε το πέρασμα στον στίβο. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το άλμα εις ύψος, στο οποίο συνέβη η μοναδική καταγεγραμμένη αθλητική επιτυχία του, η τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας. Η «συνταγή» χάλασε ξανά όταν του ζήτησαν να φορέσει «ταμπέλα». Κατά την απονομή, θα έπρεπε να φέρει στη φανέλα του τα γράμματα «Λ.Α.Κ», δηλαδή Λύκειο Αρρένων Κοζάνης. Η απάντησή του ήταν αρνητική και η στάση του απέναντι σε ό,τι τον περιορίζει πολύ συγκεκριμένη.
Κάθε δέσμευση είναι ολιγωρία, άμα θες δεσμά φάε ιδεολογία
Τα πρώτα χρόνια και η «γέννηση» του Άσιμου
Θα μπορούσε η εξέλιξη της ιστορίας να ήταν διαφορετική. Ίσως εξελισσόταν σε σπουδαίο αθλητή και σήμερα να γράφαμε για τα αγωνιστικά κατορθώματά του. Δεν συνέβη, γιατί την ελευθερία, που δεν βρήκε στον αθλητισμό, τη βρήκε στην τέχνη.
Ήταν μέτριος μαθητής, αλλά οξυδερκής. Αγχωμένος όταν είχε εξετάσεις, αλλά χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να δαπανήσει περισσότερη ενέργεια από όση χρειαζόταν για να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο στη βαθμολογία.
Η σπίθα, που άναψε τη φωτιά της δημιουργικότητάς του, ήταν τα ποιήματα του Γιώργου Σουρή. Ήδη από την πρώτη τάξη του Λυκείου είχε αρχίσει να γράφει στιχάκια, δίνοντας το πρώτο δείγμα γραφής, συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις και συχνά κρατούσε ένα εξωσχολικό βιβλίο στο χέρι.
Παράτησέ τα όλα να ζήσουμ' άβολα
οι άλλοι όπως βαδίζουν κι εμείς ανάποδα
Σε ηλικία 18 ετών έφυγε από την Κοζάνη για να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος του στόχος ήταν η σχολή δημοσιογραφίας, την οποία εξασκούσε ήδη ερασιτεχνικά, ωστόσο κατάφερε να περάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου.
Λίγο νωρίτερα είχε προκύψει και το παρατσούκλι «Άσιμος». Τον χειμώνα του 1966 είχε στείλει στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος», στη στήλη για νέους του Νίκου Μαστοράκη, τους πρώτους του στίχους, που ήταν εξελληνισμένη εκδοχή του γαλλικού «Monsieur Cannibal». Τα σχόλια που δέχτηκε ήταν αρνητικά και η απάντησή του οργισμένη. Υπογράφοντας ως «Άσιμος» έστειλε μια τετρασέλιδη επιστολή, η οποία περιελάμβανε τρία τετράστιχα κατά του Μαστοράκη.
Δε θα με γνωρίσεις θα με δεις
είμαι κυνηγός κι ονειρευτής
μη σε παγιδέψουν σε καμιά βιτρίνα
και σε παραδείσους σου χαθείς
Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε από το Θεσσαλονίκη, ωστόσο έγινε πιο εντατική όταν μετακόμισε στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, χρωστώντας μόλις έξι μαθήματα. Ωστόσο, είχε ήδη συλλέξει πολύτιμες θεατρικές εμπειρίες, με τη συμμετοχή του σε θεατρικές ομάδες, μαθήματα δραματολογίας και σκηνοθεσίας.
Απέφυγε τη στρατιωτική θητεία, που ήταν ολοκληρωτικά κόντρα στον χαρακτήρα του. Το χαρτί είχε έρθει για την Τρίπολη, όπου παρουσιάστηκε με αλλόκοτα ρούχα και περίεργη συμπεριφορά, σαν να παίζει σε θεατρική παράσταση. Το 1978 πήρε προσωρινή αναβολή και το 1980 πήρε οριστικά το απολυτήριο, που έκανε λόγο για «σχιζοειδή ψύχωση».
Παράτα το στρατό, το προβατοποιείο
και ας μας έχουνε για το τρελοκομείο
Οι «παράνομες» κασέτες και οι παραστάσεις στους δρόμους
Η καριέρα του πήρε τον δρόμο της με την άφιξή του στην Αθήνα.
Με εμφανίσεις σε μπουάτ στην Πλάκα. Με συνεργασίες, που θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοί του.
Με «παράνομες», όπως τις χαρακτήριζε, κασέτες, που ηχογραφούσε σε σπίτια και διακινούσε ο ίδιος ή οι φίλοι του.
Με single και έναν δίσκο 33 στροφών, που κυκλοφόρησαν όσο ήταν εν ζωή. Με αυτοσχέδιες παραστάσεις στο κέντρο της Αθήνας. Με περάσματα από κινηματογραφικές ταινίες, με δημοφιλέστερη τον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού. Με το βιβλίο του «Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους».
Μια ζωή γεμάτη μουσική, θέατρο, στίχους, αλλά και έρωτα.
Μέσα απ’ τα σκοτάδια κι απ’ το φως
είμαι εγώ ο γιος του καθ' ενός
με τη λευτεριά μου έχω γίνει ένα
και δεν είμαι πιόνι κανενός
Τον Μάιο του 1976 ήρθε στη ζωή η «Νιουνιού», όπως συνήθιζε να αποκαλεί την κόρη του, Λίλιαν, καρπό του έρωτά του με τη Λίλιαν Χαριτάκη.
Τον Οκτώβριο του 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με πέντε εκδότες-συγγραφείς με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στη διατάραξη της κοινής ειρήνης, ενώ τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε στο Δαφνί, με αφορμή μια εκδήλωση. Κάπως έτσι γεννήθηκε και ο φόβος του εγκλεισμού, αυτός, που θα τον συνόδευε ως το τέλος της ζωής του.
Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
Το 1983 άνοιξε ένα μαγαζί στα Εξάρχεια, τον «Χώρο Προετοιμασίας». Εκεί ζούσε, εκεί έγραφε, εκεί πουλούσε το έργο του.
Στις αρχές Ιουνίου του 1987 κατηγορήθηκε για βιασμό κατ' εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση από μια κοπέλα, η οποία στη συνέχεια απέσυρε τις κατηγορίες. Ο εισαγγελέας είχε αντίθετη άποψη και τον κράτησε στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου, όταν και βγήκε με χρηματική εγγύηση, που κατέβαλε η οικογένειά του. Έκανε δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίες. Στις 17 Μαρτίου του 1988 ο «μπαγάσας» έγραψε τον θλιβερό επίλογο. Βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του, σε ηλικία 39 ετών. Η κηδεία του έγινε μια μέρα μετά, στο νεκροταφείο της Καλλιθέας.
Πώς να ξεφύγω από τη μοίρα κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ