Φαινόταν εδώ και καιρό ότι το φετινό καλοκαίρι θα ήταν κομβικό για το μέλλον του Παναθηναϊκού. Προφανώς και το ιδανικό σενάριο θα ήταν να μην υπάρχουν οικονομικά προβλήματα (και είναι πολλά), ο σύλλογος να αποπνέει υγεία σε όλα τα επίπεδα, η χρονιά να ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς και ο στόχος να είναι η επιστροφή στην κορυφή του ελληνικού πρωταθλήματος, σε συνδυασμό με μια αξιοπρεπή ευρωπαϊκή πορεία, που επίσης αγνοείται τα τελευταία χρόνια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική και τα μαντάτα δεν είναι καθόλου καλά…
Γράφει ο Τάσος Νικολόπουλος
Ο θυμόσοφος λαός λέει ότι «η φτώχεια φέρνει γκρίνια». Στην προκειμένη περίπτωση, η γκρίνια προκαλείται από την έλλειψη ρευστότητας, που «παγώνει» τα πάντα και ενδεχομένως από την… αποστασιοποίηση του Γιάννη Αλαφούζου, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποχωρήσει, αλλά μόνο αν βρει αξιόπιστη διάδοχη λύση. Αυτή δεν υπάρχει στον ορίζοντα, συνεπώς είναι αναγκασμένος να συνεχίσει να πορεύεται μόνος του. Όμως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να σηκώσει αυτόν τον «σταυρό». Και το λάθος που κάνει είναι ότι δεν βγαίνει να μιλήσει δημόσια στον κόσμο, εξηγώντας λεπτομερώς για το πώς έχει η κατάσταση, αλλά και να απευθύνει δημόσια πρόσκληση σε όποιον ενδιαφέρεται να βοηθήσει ή να πάρει την ομάδα. Επιβάλλεται να το κάνει, γιατί αυτή η αβεβαιότητα δεν ωφελεί κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα…
Σε ό,τι αφορά το θέμα που προέκυψε με τον Μάρκους Μπεργκ, ο Παναθηναϊκός στην κατάσταση που βρίσκεται και με δεδομένη την επιθυμία του παίκτη για ένα καλό τελευταίο συμβόλαιο, είναι αναγκασμένος να… αποχωριστεί το πιο σημαντικό περιουσιακό του στοιχείο. Όμως, προσοχή. Άλλο πώληση με το ποσό που αναγράφεται στη ρήτρα, με την οποία έχει συμφωνήσει ο παίκτης και άλλο ξεπούλημα. Παρά την όποια ανάγκη για «ζεστά» χρήματα στα ταμεία, υπάρχει και ένα πρεστίζ, ανεξάρτητα αν αυτό έχει «τσαλακωθεί». Ο Νίκος Λυμπερόπουλος το ξέρει πολύ καλά και γι’ αυτό είναι ξεκάθαρος ότι ο ποδοσφαιριστής δεν πωλείται με ποσό μικρότερο από την ρήτρα.
Δυστυχώς, με τη στάση του, ο Σουηδός επιθετικός δεν σεβάστηκε τον σύλλογο, που τον «ανέστησε» ποδοσφαιρικά και στον οποίο οφείλει την επιστροφή του στην εθνική ομάδα της πατρίδας του. Ασφαλώς και η συγκεκριμένη πώληση δεν χαροποιεί κανέναν, αλλά ίσως περισσότερο να ενοχλεί ο τρόπος που γίνεται από την πλευρά του παίκτη. Είναι δικαίωμα του να σκέφτεται περισσότερο το οικονομικό, αλλά από τη στιγμή που δεσμεύεται με συμβόλαιο, όφειλε να ενημερώσει της ομάδα για τις προθέσεις του και όχι να παίζει κρυφτούλι. Και μπορώ να δικαιολογήσω την οργή κάποιων οπαδών, βλέποντας το παιχνιδάκι που παίζεται από τον παίκτη και την Αλ Αΐν.
Προφανώς και η ομάδα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων «μυρίστηκε» την ανάγκη των «πράσινων» για χρήματα, γι’ αυτό και λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Και, δυστυχώς, για τον σύλλογο, δεν έχει μάθει να πουλάει παίκτες και να έχει όφελος, δηλαδή να παίρνει ποσά υπεραξίας, όπως κάνει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός. Και αυτό δεν αφορά μόνο το σήμερα, αλλά ισχύει διαχρονικά. Όμως, τα τελευταία χρόνια και λόγω της οικονομικής κατάστασης, μοιάζει να επικρατεί η λογική του να διώξει από πάνω του τα «βαρίδια» ανεξάρτητα με το αν αντιστοιχούν στην αξία των ποδοσφαιριστών τα ποσά που θα βάλει στα ταμεία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Αναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: το καλοκαίρι του 2011 (επί πολυμετοχικότητας) παραχωρήθηκε στην Παλέρμο ο Αλέξανδρος Τζόρβας έναντι 680.000 ευρώ και το καλοκαίρι του 2013 (επί Αλαφούζου) στην Ουντινέζε ο Ορέστης Καρνέζης έναντι 780.000 ευρώ. Η πρόσθεση από τις δύο πωλήσεις βγάζει λιγότερο από 1,5 εκατ. ευρώ για δύο ποδοσφαιριστές, οι οποίοι, την περίοδο που πουλήθηκαν, ήταν οι βασικοί (!) τερματοφύλακες της εθνικής ομάδας. Την ίδια ώρα, ο Ολυμπιακός πούλησε 3 εκατ. ευρώ στη Λεγανές τον Δημήτρη Σιόβα, κρατώντας και ποσοστό μεταπώλησης και είπε «όχι» σε πρόταση 12 εκατ. ευρώ για τον Παναγιώτη Ρέτσο, που δεν έχει κλείσει καν τα 19. Διαφορές, που μπορεί να διακρίνει και κάποιος που βλέπει μπάλα και ψάχνει το κοτσάνι…