Όσοι έχουν πάει στρατό μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι με τη φράση «καλός στρατιώτης» συνήθως εννοούμε εκείνον που είναι έτοιμος να υπακούσει στις εντολές και να παραμείνει διαθέσιμος να προσφέρει από όποια θέση του ζητηθεί.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Η συγκεκριμένη έκφραση πολύ σύντομα πήδηξε τους φράκτες των στρατοπέδων και βρήκε εφαρμογή και σε άλλους χώρους όπου γκρουπ ατόμων συγκροτούν συλλογικότητες στις οποίες συχνά κάποιος χρειάζεται να βρεθεί ένα βήμα μπροστά από τους υπόλοιπους (εθελοντικά ή όχι ασήμαντο στη συγκεκριμένη αφήγηση) και να αναλάβει κάποιο πόστο, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες του.
Τέτοιου τύπου συλλογικότητες είναι και οι ομάδες. Εκείνη με την οποία συνδέθηκε όσο ελάχιστοι άλλοι ο Μαλντίνι, η Μίλαν δηλαδή, ήρθε με μια πρόταση που ένας… στρατιώτης (έτσι όπως αναλύθηκε ο όρος) δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Να αναλάβει τη θέση του τεχνικού διευθυντή ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Από τις συζητήσεις που είχε με τον εκτελεστικό διευθυντή των «ροσονέρι» αντιλήφθηκε πως στην ουσία του ζητήθηκε να σταθεί ως «γλάστρα» -δίχως αρμοδιότητες ή ευθύνες- και να κεφαλοποιήσει τη λατρεία που τρέφουν προς το πρόσωπό του οι «τιφόζι» της ομάδας.
Κι αυτός… Αυτός αρνήθηκε… Είπε όχι στην ευκαιρία να βγάλει άκοπα και ανεμπόδιστα κι άλλα λεφτά, να συνδέσει το όνομά του σε ενδεχόμενη επιτυχία, δίχως το παραμικρό ρίσκο αφού έτσι κι αλλιώς, είπαμε, η παρουσία του θα ήταν καθαρά τυπική και κατά συνέπεια ουδείς θα του ζητούσε τα ρέστα σε περίπτωση «κατηφόρας» της ομάδας.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Μαλντίνι διέθετε την ευχέρεια μιας τέτοιας άρνησης αφού και πολλά χρήματα έβγαλε και από δόξα χόρτασε την περίοδο που υπήρξε ποδοσφαιριστής. Αυτή θα ήταν μια βολική απάντηση αν γνωρίζετε πολλούς εκεί έξω που έχουν γυρίσει την πλάτη σε φράγκα και τιμές, ανεξάρτητα με το πόσο πλούσιοι ή «παρασημοφορημένοι» είναι. Συνήθως σε τέτοια πράγματα η ανθρώπινη φύση παραμένει αδηφάγος κι ανικανοποίητη. Ποτέ δεν νιώθει κάποιος πως έχει αρκετά.
Άλλωστε, το ίδιο το ποδόσφαιρο αλλά και η ζωή μαρτυρά ότι οι 9 στους 10 θα έπρατταν ακριβώς το αντίθετο αν ήταν στη θέση του Μαλντίνι. Θα έσπευδαν να εξασφαλίσουν ακόμη ένα μεροκάματο, ακόμη λίγη προβολή και την ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους την «εφεδρεία» και να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Όχι, όμως, εκείνος. Σε αντίθεση με τον οποιονδήποτε βρέθηκε τυχαία ή όχι σε μια θέση και θωρεί τον κόσμο από το… ύψος που νομίζει πως ξαφνικά απέκτησε, ο Μαλντίνι ως πραγματική σημαία που στέκει στον ιστό της δεν έφτιαξε για τον εαυτό του μια βολική αυταπάτη. Αυτή η… μάστιγα δεν περιορίζεται στο ποδόσφαιρο, αλλά αποτελεί ένα φαινόμενο-αποτύπωμα της εποχής, όπου οι περισσότεροι εξ ημών διατηρούν μια εντελώς στρεβλή εικόνα του εαυτού τους και της θέσης τους σε σχέση με τους υπόλοιπους και τον κόσμο.
Η βολική «γλάστρα» μετατρέπεται στην πιο ταχέως αναπτυσσόμενη ειδικότητα, με τρομακτική ζήτηση εκεί έξω. Όσο απλά την ποτίζει κάποιο ορατό ή αόρατο χέρι, δηλώνει παρούσα δίχως απαιτήσεις. Εκπληρώνει το ρόλο της απολαμβάνοντας τα οφέλη που προκύπτουν και ουδέποτε διαμαρτύρεται για τη στενότητα που βιώνει και δεν θα την αφήσει ποτέ να γίνει δέντρο. Αντίθετα, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ολοένα και πιο πολλοί θα έσπευδαν για να εγκαταλείψουν την αβεβαιότητα και την αγριότητα ενός δάσους με αντάλλαγμα μια θέση στο περβάζι.
Βέβαια, ο Μαλντίνι δεν είναι ούτε θα γίνει ποτέ ένας συνηθισμένος άνθρωπος ή -για να επανέλθουμε στο ποδόσφαιρο- ένας απλός παλαίμαχος που θα έτρεχε να καλύψει οποιαδήποτε θέση ή θεσούλα για να έχει το κεφάλι του (ακόμη πιο) ήσυχο.
Ο άνθρωπος που ξεπέρασε με μεγάλη άνεση τη σκιά που άφησε ο πατέρας του, όταν άλλος θα γινόταν γνωστός απλά ως «ο γιος του Τσέζαρε που έπαιξε στη Μίλαν και την εθνική Ιταλίας». Εκείνος που ήταν ένας από τους «Immortali» του Αρίγκο Σάκι και τους «Invincibili» του Φάμπιο Καπέλο, με τις 126 συμμετοχές στη «σκουάντρα ατζούρα». Που ξεκίνησε στο πλευρό ενός μύθου σαν τον Μπαρέζι και δεν συμβιβάστηκε με τίποτα λιγότερο από να τον φτάσει. Αυτός που έμεινε από το 1978 μέχρι το 2009 στους «ροσονέρι», θα ήταν αδύνατο να μην λειτουργήσει ως πραγματική σημαία και αληθινό πρότυπο με την κυριολεξία του όρου. Και διατυπώνοντας εκείνο το μεγαλόπρεπο «όχι» στην προσβλητική για το μέγεθός του πρόταση που του έγινε, άθελά του, έδωσε κι ένα καλό μάθημα σε πρώην, νυν και κυρίως μελλοντικούς συναδέλφους του αλλά και σε όλους εμάς που εύκολα θα λέγαμε «ναι» σε οτιδήποτε, αρκεί κάποιος να αναλάβει το τακτικό πότισμά μας.