Το τολμηρό εγχείρημα του big H προκάλεσε ποικίλα σχόλια ιδιαίτερα για τον scooterάδικο σχεδιασμό του τιμονιού και τον κάπως φουτουριστικό σχεδιασμό του. Τώρα, με ένα review του συγκεκριμένου μοντέλου απαντάμε πλέον με σιγουριά σε όλα τα ερωτήματα που είχαν προκύψει στο λανσάρισμά του.
Ο τίτλος του άρθρου είναι αντιπροσωπευτικός του συναισθήματος οικειότητας που σε κατακλύζει από την πρώτη φορά αλλά και κάθε φορά που ανεβαίνεις στη σέλα του Crossrunner. Πράγματι δεν χρειάστηκε να διανύσουμε παρά μερικά μέτρα από τις εγκαταστάσεις του Ομίλου Επιχειρήσεων Σαρακάκη για να καταλάβουμε πως πρόκειται για μία άνετη, φιλική, εύκολη στο χειρισμό μοτοσικλέτα, που νομίζεις πως την οδηγείς ήδη πολύ καιρό!
Μπορεί να υπάρχουν και πιο βολικές μοτοσικλέτες, αυτό όμως, δεν σημαίνει πως το Crossrunner δεν είναι μεταξύ των κορυφαίων στον τομέα της άνεσης. Σου δίνει απλώς μία ελαφριά αίσθηση πως μπορείς να το οδηγήσεις και επιθετικά, κάτι που θέλεις να κάνεις αμέσως μόλις αντιληφθείς την εκπληκτική streetάδικη συμπεριφορά. Ο 782 κ. εκ. V-4 κινητήρας του VFR800, το αλουμινένιο περιμετρικό πλαίσιο, το ανάποδο 43 χιλ. πιρούνι, το αμορτισέρ με ρυθμίσεις προφόρτισης και απόσβεσης επαναφοράς πίσω με το μονόμπρατσο Pro-Arm ψαλίδι που όμως καλύπτεται αρκετά από το τελικό της εξάτμισης και τέλος τα …σπορ ελαστικά Pirelli Rosso II που είχαν τοποθετηθεί στο μοντέλο της δοκιμής στη θέση των Scorpion Trail, μας προϊδέασαν πως το Crossrunner είναι περισσότερο on και λιγότερο off.
Το καυτό ανοιξιάτικο (!) λεκανοπέδιο αποτέλεσε απόλυτο πεδίο δοκιμής της φιλικότητας του Honda με το κιβώτιο να λειτουργεί αλάνθαστα, τον κινητήρα να επιταχύνει γραμμικά και απροβλημάτιστα και τα φρένα συνδυασμένης πέδησης με ABS (C-ABS) να αποδεικνύουν την εκπληκτική λειτουργία τους μέσα στο μποτιλιάρισμα. Οι ελιγμοί ανάμεσα στα αυτοκίνητα ήταν παιχνιδάκι και ο συνδυασμός street μοτοσικλέτας με υπερυψωμένο τιμόνι που δείχνει να κόπιαρε η Honda από τους αγώνες επιδεξιότητας σε parking των Ιαπώνων αστυνομικών με τα ψηλο-τίμονα supersport, δείχνει επιτυχής επιλογή. Το μόνο που μας δυσκόλεψε ήταν η ανάποδη θέση κόρνας - διακόπτη φλας (όπως στις BMW) που θέλει λίγο χρόνο για να τη συνηθίσεις.
Όμως, το Crossrunner δεν προορίζεται για όχημα πόλης. Κάθε άλλο. Το υπέροχο V-Tech σύστημα (πάνω από τις 6.800 στροφές ανά λεπτό ανοίγει η 2η βαλβίδα εισαγωγής και η 2η εξαγωγής σε κάθε κύλινδρο δίνοντας πρόσβαση στο σύνολο των 102 εργοστασιακών αλόγων στις 10.000 σ.α.λ. και στα 7,2 kgm ροπής στις 9.500) κράτησε χαμηλά την κατανάλωση και ψηλά την αδρεναλίνη όποτε το επιθυμούσαμε σε μία Πασχαλιάτικη βόλτα στο Ναύπλιο. Η σέλα που στα 81 εκ. από το έδαφος δεν προβλημάτισε εντός πόλεως, ήταν άκρως αναπαυτική στη μεγάλη διαδρομή. Το μόνο που θα αλλάζαμε είναι η ζελατίνα, καθώς στο ταξίδι η προστασία από τον αέρα βελτιώνεται θεαματικά με την 5 εκ. ψηλότερη after-market της Honda, ενώ το σετ βαλιτσών της Crossrunner εκτός από πρακτικότητα προσφέρει και έναν όμορφο οπτικά συνδυασμό με την μοτοσικλέτα.
Για να συνοψίσουμε, η Crossrunner αποτελεί μία αυθεντική Honda, αξιόπιστη, φιλική, που δεν θα σε δυσκολέψει στην καθημερινή συμβίωση μαζί της, θα σε φροντίσει στα μακριά ταξίδια και θα σε διασκεδάσει πολύ στις στριφτερές διαδρομές. Δεν της αρέσουν οι χωματόδρομοι, αλλά αν είναι να τους περάσει, θα το κάνει. Αν την ερωτεύτηκες με την πρώτη ματιά προχώρα. Αν όχι, θα την ερωτευθείς όσο την γνωρίζεις. Τα 10.900 ευρώ δεν είναι πολλά χρήματα για αυτά που θα σου προσφέρει. Άλλωστε είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει την μοτοσικλέτα που θα επιλέξεις να έχεις για πολλά πολλά χρόνια. Είπαμε, το Crossrunner σε κάνει να αναφωνείς από την πρώτη στιγμή «Μοτοσικλέτα mou»!
Επιμέλεια - δοκιμή: Μιχάλης Ρούσσος