Όταν ακούμε για οτιδήποτε έχει να κάνει με Ισραηλινή εκπροσώπηση σε ομαδικό άθλημα, έχουμε συνηθίσει να υπάρχει ένα «Μακάμπι» στην ονομασία του συλλόγου. Λίγες εξαιρέσεις έχουν υπάρξει και η αυριανή αντίπαλος του Ολυμπιακού στον 3ο προκριματικό γύρο του Τσάμπιονς Λιγκ είναι ένα λαμπρό παράδειγμα. Το sportfm.gr έψαξε και βρήκε και σας παρουσιάζει ότι πρέπει να ξέρετε για την Χάποελ Μπερ Σεβά.
Αρχή, τέλος και επανεκκίνηση
Η Μπερ Σεβά ξεκίνησε την πορεία της το 1949, όταν ο Ζαλμάν Κάσπι (πρόγονος του γκαρντ της Μακάμπι Τελ Αβίβ, Όμρι Κάσπι) «τα έσπασε» με τη Χάποελ Ραμάτ Γκατ και αποφάσισε να αυτονομηθεί.
Με μόλις 4 ομάδες στο Ισραηλινό πρωτάθλημα τότε, δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα να κάνεις μεταγραφές. Για αυτό και τα σύνολα απαρτίζονταν από πιτσιρίκια των κατά τόπους χωριών, έχοντας μέσους όρους ηλικίας που μετά βίας ξεπερνούσαν τα 18 έτη. Η διαδρομή της 4ης αρχαιότερης ομάδας του Ισραήλ, όμως, πέρασε από 40 κύματα με το «καλημέρα». Ή μάλλον, από 40... αμμόλοφους.
Η τοποθεσία της πόλης Μπερ Σεβά βρίσκεται στα βόρεια της ερήμου Νακάμπ, σημείο στρατηγικής σημασίας για το Ισραήλ λόγω της εγγύτητας με τα αιγυπτιακά και τα παλαιστινιακά σύνορα. Το γεγονός αυτό έβαλε λουκέτο στις δραστηριότητες του συλλόγου το 1952, καθώς 4 χρόνια πριν, Ισραηλινοί και Αιγύπτιοι είχαν πολεμήσει για την κυριαρχία της περιοχής. Η πολύ μεγάλη απόσταση από τις έδρες των άλλων ομάδων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει σύρραξη, είτε με τους Αιγύπτιους είτε με τους Παλαιστίνιους, ανέστειλε τη λειτουργία της Χάποελ για 3 χρόνια.
Το 1955 επανήλθε στη δράση στην τρίτη κατηγορία (η ισραηλινή Δ’) και ανέβηκε στη δεύτερη, 2 χρόνια μετά. Το 1959 έκανε την πρώτη της διεθνή εμφάνιση, όταν φιλοξένησε την Ανόρθωση σε φιλικό αγώνα (για την ιστορία, 2-0 κέρδισαν οι Κύπριοι). Στα 60’s άρχισε δειλά – δειλά να επιχειρεί την άνοδο στην πρώτη κατηγορία, κάτι που κατάφερε το 1964 υπό την καθοδήγηση του Γιουγκοσλάβου τεχνικού Σλάβκο Μιλόσεβιτς.
Το 1966 υπήρξε μια καινοτομία άνευ προηγουμένου (και άνευ επομένου, βασικά) από τους Ισραηλινούς. Η σεζόν 1966-1967 (προφανώς επειδή έσπαγε τα κοντέρ σε θέαμα και προσέλευση) πήρε παράταση μέχρι το 1968 χαρίζοντας μας τη μοναδική διετή σεζόν στα χρονικά, αυτή του 1966-68. Την περίοδο αυτή, η Μπερ Σεβά γλύτωσε στο «φτερό» τον υποβιβασμό μόνο και μόνο για να πέσει στο κλείσιμο της δεκαετίας του 60. Κάτι που την έκανε να μπει αγριεμένη στη δεκαετία του 70.
Τη σεζόν 1970-71 επέστρεψε στα... μεγάλα σαλόνια και άρχισε να παίζει πλήρως επιθετικό ποδόσφαιρο. Όσο αποτελεσματική, όμως, ήταν η εμπροσθοφυλακή τόσο σκορποχώρι ήταν η άμυνα, φέρνοντας την ομάδα στη 5η θέση το 1972 και στην 7η το ’73.
Το ξέσπασμα
Κάπου εκεί γύρισε ο διακόπτης, με την αρωγή του Αμάτσια Λέφκοβιτς. Ο 37χρονος τεχνικός, λάτρης του γερμανικού ποδοσφαίρου, είχε μείνει άναυδος με το επιθετικό ποδόσφαιρο που έπαιζαν οι αμυντικοί της Δυτικής Γερμανίας και προσπάθησε να εντρυφήσει τη νοοτροπία στους παίκτες του.
Οι ανταγωνιστές στην κούρσα του πρωταθλήματος πιάστηκαν εξαπίνης, η επιθετικότητα και τα τρεξίματα των μπακ –ειδικότερα των Ούρι Μπένζαμιν και Γιάκομπ Κόεν- δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Μετά από μια επιβλητική νίκη κόντρα στην Χάποελ Κφαρ Σαμπά με 4-0, ο προπονητής των ηττημένων είχε δηλώσει πως «η Μπερ Σεβά θα κατακτήσει το πρωτάθλημα. Ο συνδυασμός ταχύτητας και ολιστικής επίθεσης είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Παίζει πολύ μοντέρνο και όμορφο ποδόσφαιρο». Κάτι που συνέβη!
Το ευρωπαϊκό κοστούμι
Στο διεθνές στερέωμα, πέρα από το φιλικό με την Ανόρθωση, οι «νομάδες» είχαν κάποιες παρουσίες στο Ιντερτότο –όπου πέρασαν και δεν ακούμπησαν- μέχρι τη συμμετοχή στο Κύπελλο UEFA. Εκεί συνάντησε τον Άρη και αποκλείστηκε με δυο ήττες, με 2-1 στο Ισραήλ και 3-1 στη Θεσσαλονίκη, με τον Αντώνη Σαπουντζή να σκοράρει δυο φορές σε ένα κατάμεστο «Κλ. Βικελίδης».
Την επόμενη σεζόν ανέβηκε πολλά επίπεδα δυσκολίας και βρέθηκε στον δρόμο της Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ. Ο απολογισμός: 7-0 εντός έδρας (χατ-τρικ ο Ρότζερ Γκαρσία, δυο γκολ ο Λούις Φίγκο), 5-0 στο Καμπ Νου (από ένα τέρμα οι Γκουαρντιόλα και Γκιόργκε Χάτζι).
Η πιο εφιαλτική στιγμή στην ιστορία του συλλόγου της ερήμου καταγράφηκε μια βραδιά το 1997, όταν τέθηκε αντιμέτωπη με την ολλανδική Ρόντα για τον 1ο προκριματικό γύρο του UEFA. To κοντέρ σταμάτησε σε διψήφιο νούμερο, με το τελικό 10-0 να είναι μία από τις μεγαλύτερες σε έκταση ήττες στην ιστορία των ευρωπαϊκών διοργανώσεων.
Το σήμερα
Η φετινή ομάδα μπορεί στα χαρτιά να είναι μια κλάση τουλάχιστον κάτω από τον Ολυμπιακό, ωστόσο η παράδοση με συλλόγους από Ισραήλ μεριά δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού και αλαζονείας στους Πειραιώτες.
Πέρα από τον -μέχρι πέρσι αμυντικό του ΠΑΟΚ- Μιγκέλ Βίτορ, οι Ισραηλινοί διαθέτουν τον Νιγηριανό Άντονι Νουκέμε και τον πρώτο σκόρερ και αρχηγό της ομάδας Ελιανίβ Μπαρντά. Μονάδες οι οποίες αν διαφύγουν της αμυντικής προσοχής των «ερυθρολεύκων» μπορούν να κάνουν οδυνηρά «χουνέρια» και να φορτώσουν με άγχος το «Γ. Καραϊσκάκης».
Στο πρώτο παιχνίδι με τη Σέριφ –που έκρινε και την πρόκριση τελικά- ισοφάρισε στο 43ο λεπτό, προηγήθηκε με πέναλτι στο 52’, ισοφαρίστηκε 11 λεπτά αργότερα –παρότι έπαιζε με παίκτη παραπάνω από το 25- για να πάρει το παιχνίδι με νέο πέναλτι στο 89ο λεπτό. Είναι προφανές πως ο τρόπος παιχνιδιού της ακολουθεί το δόγμα «όσα πάνε κι όσα έρθουνε» όταν χρειαστεί να κυνηγήσει σκορ, αλλά μπορεί να παίξει και εντελώς κλειστά όπως απέδειξε η ρεβάνς στη Μολδαβία.
Μπορεί να υπάρχει δεδομένη διαφορά δυναμικότητας και ποιοτικής εκπροσώπησης σε κάθε θέση, όμως απαιτείται η μέγιστη προσοχή προκειμένου να μην κάνουν comeback τα φαντάσματα του 2002 και του 2010 κόντρα σε Μακάμπι Χάιφα και Μακάμπι Τελ Αβίβ, αντίστοιχα.
Επιμέλεια: Χρήστος Ντότσικας