Στον άδικο τούτο κόσμο, οι πλούσιοι θα γίνονται πάντα πλουσιότεροι και οι φτωχοί πάντα φτωχότεροι.

Η καθαρότητα στην ψυχή μαζί με τον πόθο και τον μόχθο που καταβάλεις αποτελεί το εισιτήριο για την διαφυγή σου από την γκρίζα μάζα σκέψεων που στοιχειώνουν τα μυαλά όλου του πλανήτη καθώς και η αποστασιοποίηση του εαυτού σου από την τοξικότητα του «να ρίξω τον άλλο για να φανώ εγώ», ίσως είναι μερικά ιδανικά που μάλλον πλέον κρίνονται ως «ντεμοντέ» και ξενέρωτα.

Ωστόσο, ένα κατά τ’άλλα ντροπαλό κορίτσι από την βορειοανατολική Αγγλία, αποτελεί ίσως την τελευταία ελπίδα πολλών γενεών να αποδείξουν ότι το ποδόσφαιρο γυναικών στο Νησί είναι εδώ για να μείνει.



Η καριέρα της Λούσι Μπρονζ θα μπορούσε να παρομοιαστεί μ’ένα ακατέργαστο κομμάτι ζύμης για πίτσα. Η ίδια άλλωστε γνωρίζει πως να πετύχει την συνταγή (και όχι να τύχει). Εντούτοις, όταν πριν από μερικά χρόνια χρειάστηκε να δουλέψει σε πιτσαρία για να βγάλει τα προς το ζειν, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν με την Σάντερλαντ και την Έβερτον στην Αγγλία, κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ότι η Λούσι κατέχει την συνταγή της επιτυχίας για να φτάσει το έβερεστ της ποδοσφαιρικής πανδαισίας. Άλλωστε το πέρασμά της από την διασκευή πίτσας, την δίδαξε ότι η δουλειά είναι μόλις ένα «κομμάτι» της ζωής της και όχι όλη η πίτσα, αφού τα «υλικά» τα διαλέγουμε εμείς και κριτές του έργου μας θα είμαστε μονάχα εμείς οι ίδιοι.



«Είναι η καλύτερη παίκτρια στον κόσμο» είχε δηλώσει ο ομοσπονδιακός προπονητής της, Φιλ Νέβιλ στις 27 Ιούνη, μετά την παράσταση που έδωσε η 27χρονη δεξιά μπακ απέναντι στην Νορβηγία για τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου γυναικών, την οποία οι «Λιονταρίνες» διέλυσαν με 3-0, με την Λούσι να συμμετέχει και στα τρία τέρματα.

Ακριβώς 63 ημέρες αργότερα η προφητεία του Νέβιλ βγήκε αληθινή. Η φουλ μπακ από το Νορθάμπερλαντ, ανακηρύχθηκε μόλις πριν δύο εικοσιτετράωρα, κορυφαία παίκτρια στην Ευρώπη, έχοντας αφήσει πίσω της να απέχουν παρασάγγας, τις συμπαίκτριές της στην Λιόν, Άντα Χέγκερμπεργκ και Αμαντίν Ανρί.



Ωστόσο, δεν είναι απλά η κορυφαία παίκτρια στην Ευρώπη για την ποδοσφαιρική σεζόν που μας πέρασε, αλλά είναι και μόλις η πρώτη Αγγλίδα που το καταφέρνει στα επτά χρόνια που αποδίδεται το συγκεκριμένο βραβείο. Επτά χρόνια, επτά διαφορετικές νικήτριες, αλλά ποτέ πριν αμυντικός.

Μπορεί στους άντρες το δίπολο Μέσι – Κριστιάνο να μονοπωλούσε το ενδιαφέρον για μία δεκαετία και βάλε, ωστόσο στο ανταγωνιστικό κόσμο του γυναικείου αθλητισμού, η Λούσι χρειάστηκε να κατακτήσει τα πάντα πρωτού γευτεί λίγη από την δόξα των προκατόχων της. Πρωτάθλημα και Κύπελλο Γαλλίας, Τσάμπιονς Λιγκ και φυσικά την ασημένια μπάλα στο Μουντιάλ της Γαλλίας, μένοντας πίσω από την – αναμφισβήτητα – κορυφαία στην διοργάνωση, Μέγκαν Ραπίνο.



Και αν η εμφάνισή της κόντρα στην Νορβηγία στο Μουντιάλ πριν από σχεδόν 2 μήνες ήταν που έκανε τον Φιλ Νέβιλ να τρίβει τα μάτια αποσβολωμένος με την παίκτριά του, ένα τέρμα της κόντρα στις Σκανδεναβές πριν τέσσερα χρόνια ήταν αυτό που την τράβηξε από τον βούρκο της μετριότητας – πείτε το και ταπεινότητα – και σαν εχέγγυο για την δύναμη και το ταλέντο που έκρυβε μέσα της, την κατέταξε στην επιφάνεια βλέποντας τον ιδρώτα των κόπων της να γονιμοποιεί το έδαφος για τον βλαστό του ανθού της που θα ξεπηδούσε μετέπειτα.

Η αρχηγός της στην εθνική ομάδα, Στεφ Χότον, είχε πει ότι «η Λούσι με την ενέργεια που βγάζει στο γήπεδο, αρπάζει από το λαιμό κάθε παιχνίδι – σωματικά κανείς δεν μπορεί να την πλησιάσει, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο», ενώ η συμπαίκτριά της στην Σίτι για δύο χρόνια, είχε πει ότι «διαθέτει δύο πόδια που θα υπακούσουν σε κάθε της διαταγή». Δύσκολα μπορείς να διαφωνήσεις.



Γεννημένη σ’ένα «υπογόνιμο» περιβάλλον, στείρο από ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο, ο πορτογαλικής καταγωγής πατέρας της αγνοούσε όπως έχει δηλώσει και η ίδια τους κανόνες του αθλήματος, αφού τους έβρισκε περίπλοκους και προτιμούσε να παρακολουθεί «Νοικοκυρές σε απόγνωση» παρά κάποιο ποδοσφαιρικό παιχνίδι!

Υπερβολικά σκληρή στο παιχνίδι της (όπως και το μεσαίο της όνομα από την πλευρά της μητέρας της «Tough») για τα μόλις 171 εκατοστά ύψους της, έκανε στα 11 της ένα αγοράκι να κλάψει από την ωμή δύναμη με την οποία το πέταξε κάτω. «Απλά μαρέσει να παίζω σκληρά και να κάνω τάκλιν» δήλωνε ενθυμούμενη τα αθώα χρόνια της. Χρόνια στα οποία παρολίγον ο σεξισμός που υπόβοσκε στον χώρο να της κόψει τα φτερά. «Όταν ήμουν μικρή δεν ξεχώριζα αγόρια από κορίτσια. Μόνο όταν μεγαλώνεις η κοινωνία σου βάζει ταμπέλες για το σωστό και το λάθος» έχει πει, ενώ δηλώνει φεμινίστρια, όπως ακριβώς είναι η μητέρα και τη θεία της, στις οποίες οφείλει ένα μεγάλο μέρος της τωρινής της επιτυχίας. Όταν πλέον είχε φτάσει τα 14 και δεν μπορούσε να αγωνιστεί με αγόρια της ηλικίας της, εκδιώχθηκε από την Άλγουικ, ομάδα της γενέτειράς της, αφού όπως είχαν παραδεχτεί οι ιθύνοντες της, «παραήταν καλή για το επίπεδό τους».



Η μεταγραφή της στον γαλαξία των γκαλάκτικο της Λιόν, την έκανε να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέπτη και να αναλογιστεί τα όσα έχει πετύχει. Το «αγροτικό» της στην Αμερική μόλις στα 17 της, τής άνοιξε τα μάτια και μαζί εξέλιξε το παιχνίδι της. «Στην Αμερική το ποδόσφαιρο γυναικών είναι εμπορικό. Όταν πήγα στη Βόρεια Καρολίνα η Nike πλήρωνε για όλα. Στην Αγγλία αυτό συνέβη μια δεκαετία μετά».

Ωστόσο, αν η μητέρα της που ένιωσε σαν προσβολή την απαγόρευση της αγγλικής FA να συμμετάσχει η κόρη της σε ποδοσφαιρική ομάδα, δεν είχε αναζητήσει στο ίντερνετ λύσεις για την κόρη της, τίποτα απ’όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Συμβουλεύτηκε μέχρι και δικηγόρο, πριν εμπνευστεί από την ταινία «Κάντο όπως ο Μπέκαμ» να ταξιδέψει με την κόρη της στην Αμερική προκειμένου να μπορέσει να παίξει ποδόσφαιρο. «Φέρε την κόρη σου στα 17 της και θα της δώσω υποτροφία» είχαν αρχικά πει στην μητέρα της Λούσι οι προπονητές και έτσι έγινε. Ανάμεσα σε 500 παιδιά η μικρή Λούσι έλαμψε σαν άστρο σε ουρανό θερινής νυκτός.



Με όλες τις περασμένες επαγγελματίες παίκτριες να έχουν περάσει τον Ατλαντικό, η Μπρονζ δεν διέφερε καθόλου. Απ’όταν ήταν ένα απλό κοριτσάκι με κενό στα μπροστινά δόντια και γυαλιά σαν παρωπίδες, και οι γονείς της έκαναν πάνω από 70 χιλιόμετρα για να την πάνε στο πλησιέστερο αθλητικό κέντρο του Σάντερλαντ ούτως ώστε να αγωνιστεί με την τοπική ομάδα, πολλά έχουν αλλάξει. Πλέον τα κορίτσια αγωνίζονται σε ομάδες αμιγώς γυναικείες, ενώ κανένας περιορισμός δεν τις εμποδίζει από το να ανελιχθούν στον χώρο.

Το 2010 μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο του Λιντς για να σπουδάσει επιστήμες του αθλητισμού και έπαψε να προσδιορίζει τον εαυτό της ως ποδοσφαιρίστρια. «Έλεγα ‘‘παίζω ποδόσφαιρο’’, αλλά είμαι φοιτήτρια. Όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω έλεγα αθλητική επιστήμονας». Ευτυχώς για εμάς και το άθλημα, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ.



Η Λούσι από τότε ήταν αποφασισμένη να πετύχει. Η αποφασιστικότητά της μετατράπηκε σε πείσμα και αυτό με την σειρά του μπόλιασε με ποδοσφαιρικό θράσος και θάρρος το ταλέντο που έκρυβε μέσα της ωθώντας το να δει το φως του ήλιου. Αν και οι γυναικείες φιγούρες εξέλειπαν από τον χώρο του ποδοσφαίρου στην Αγγλία (αφού και η ίδια ήταν αβέβαιη αν υπάρχει ποδόσφαιρο που να παίζεται από γυναίκες), παρακολουθούσε τις επιτυχίες της Κέλι Χολμς στα 800 και 1500 μέτρα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, αντλώντας έμπνευση και όρεξη για τον αθλητισμό.

Η δυναμικότητα που εξέπεμπε η Χολμς, την έκανε να θέλει να της μοιάσει, γι’αυτό άρχισε να τρέχει εξελίσσοντάς την σε αυτό που βλέπουμε σήμερα – μια φουλ μπακ με ταχύτητα κατοστάρη και αντοχή μαραθωνοδρόμου. Δείγμα ότι ζει την ζωή της «τέρμα τα γκάζια», αποτελεί η παραδοχή της όχι σιχαίνεται τα πλάγια, αφού όπως λέει, «καθυστερούν το παιχνίδι και επιβραδύνουν τον ρυθμό».



«Πέτα σαν πεταλούδα, τσίμπα σαν μέλισσα» ατάκα πασίγνωστη προερχόμενη διά στόματος του αείμνηστου Μοχάμεντ Άλι, ωστόσο η Μπρονζ αποτελεί άξιο ανάδοχο του συγκεκριμένου σκεπτικού και τρόπου ζωής. Όσο ντροπαλή ήταν μικρή, που συνήθιζε να κρύβεται πίσω από την μητέρα και τον αδερφό της, άλλο τόσο τολμηρή ήταν ενώ έπαιζε ποδόσφαιρο. Όμοια με τίγρη στο δάσος, η ποδοσφαιρική ενηλικίωσή της, πέρασε από πολλά κύματα που την γαλούχησαν με αξίες και σεβασμό για τις μεγαλύτερες συμπαίκτριές της, το ίδιο το σπορ, αλλά και την εξόπλησαν με αλέγρα διάθεση να κομματιάσει τις αντίπαλες επιθετικούς, αντλώντας περισσότερη προσωπική ευχαρίστηση στο να πραγματοποιεί επιτυχημένα τάκλιν, παρά στο να σκοράρει. Το πόση αμηχανία και ντροπή νιώθει, φαίνεται από το γεγονός ότι όταν την αποκάλεσαν «την καλύτερη παίκτρια στην Ευρώπη» γέλασε και το χαρακτήρισε «απογοητευτικό». Όχι για την ίδια, αλλά για το σπορ.



Η Άλεξ Σκοτ, πρώην δεξιά μπακ της Άρσεναλ και της εθνικής Αγγλίας, είχε δηλώσει ότι η Λούσι διέθετε την ίδια ποδοσφαιρική «έπαρση» και αλαζονεία που χαρακτήριζε και εκείνη - προϋποθέσεις απαραίτητες για να κατακτήσει τον πλανήτη που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο.

Από την φύση της η θέση του ακραίου μπακ δεν είναι να ηγείται του παιχνιδιού μιας ομάδας, όπως θα έκανε ένας σταρ σε μια μπάντα, αλλά να προσφέρει ρυθμό και στήριξη όπως ένας ντράμερ. Πιο ικανή και ευέλικτη με την μπάλα στα πόδια, η Μπρονζ κλήθηκε να αγωνιστεί ακόμη και ως επιτελική μέσος. Το πρόβλημά της δεν ήταν το γκολ, αλλά το ακριβώς αντίθετο – δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ντροπή που της προξενούσε το να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής.



Χαρακτηριζόμενη από τους προπονητές της όλα αυτά τα χρόνια ως παίκτρια «σφουγγάρι», ήταν ο χαρακτήρας εκείνος που «ένα της έλεγες, δέκα έπιανε». Έπεισε τον εαυτό της ότι το σκοράρισμα δεν είναι το μόνο αναλγητικό της παρόξυνσης του εγωϊσμού που ανάβλυζε από μέσα της, αλλά ότι στο ποδόσφαιρο ένα ένα κράμα στοιχείων. «Προτιμούσα να σκέπτονται οι άλλοι ότι ο σούπερ σταρ των αντιπάλων είχε ένα ήσυχο απόγευμα εξαιτίας μου και να λένε ‘’Λούσι είσαι απίστευτη!’’, από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο».

Η Μπρονζ δεν ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο (μόνο) για το χρήμα – το ακριβώς αντίθετο – δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα ζει για να παίζει μπάλα και ότι θα παίζει μπάλα για να ζει. «Μου αρέσει η ιδέα να αλλάξω το παιχνίδι. Με όλα όσα ξέρω και όσα θεωρώ ότι μπoρώ να αλλάξω για να το βελτιώσω, δεν θα είναι τόσο περίπλοκο». Ήδη νιώθει ότι τελεί έργο. Σημαντικό έργο για τα κοριτσάκια που έπονται αυτής, ονειροπολούν και ονειροβατούν δίχως να χάνουν την πίστη τους.



Αν η Λούσι Μπρονζ είναι η παίκτρια εκείνη που οι επόμενες γενεές θα μιλούν με θαυμασμό για τα όσα θα έχει επιτύχει, το ξέρει μόνο η θεά Μοίρα και η ιστορία θα βρίσκεται εκεί για να το καταγράψει. Μπορεί απλά από την άλλη, όταν σταματήσει το ποδόσφαιρο να ανοίξει ένα μπαρ στην Ισπανία και να διοικεί αυτό, όπως έχει παραδεχτεί η ίδια. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, ποιος τολμά να αμφισβητήσει την Λούσι Μπρονζ;



Επιμέλεια: Γιάννης Γατσούλης

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube