Το ποδόσφαιρο άλλαξε μια για πάντα το 1995.

Ποτέ ξανά, πριν και μετά από αυτή την ημερομηνία, δεν συνέβη κάτι, που να επηρέασε τόσο πολύ το σπορ. Όσοι θυμούνται πώς ήταν τα πράγματα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στο ποδόσφαιρο, μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Ο «νόμος του Μπόσμαν» ήταν μια επανάσταση. Στην κυριολεξία. Και ας προήλθε από μια μικρή και «ασήμαντη» ιστορία, ενός μέτριου και άσημου Βέλγου ποδοσφαιριστή.

Ακριβώς αυτές οι ιστορίες είναι, όμως, που φέρνουν τις αλλαγές.

Γράφει ο Νίκος Ράλλης

Μετά από πέντε χρόνια αγώνα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη πως, λόγω της πολυπλοκότητας του ζητήματος από νομικοτεχνικής άποψης, το σύστημα, που ακολουθούσαν οι ομάδες αναφορικά με τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών, προσέκρουε στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία πήγαζε από τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία κίνησης εργαζομένων σε χώρες, που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, είναι θεμελιώδης για ολόκληρη τη Συνθήκη. Δικαίωσε, λοιπόν, πανηγυρικά τον Μπόσμαν, δημιουργώντας ένα δεδικασμένο, το οποίο άλλαξε τον ρου του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, αφού ακύρωσε όλους τους μέχρι πρότινος κανονισμούς των ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών των κρατών μελών της Ένωσης.

Μέσα σε αυτή την κοσμογονία, που έφερε η εφαρμογή του «νόμου του Μπόσμαν», ο οποίος επέτρεπε, πλέον, στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές να μεταγράφονται ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν λήγει το συμβόλαιό τους με κάποιον σύλλογο, ένας νέος όρος «μπήκε» στο ποδόσφαιρο: Τα εξαιρετικά πολύτιμα «κοινοτικά διαβατήρια».

Ο Ισπανός Ριβάλντο


Ξαφνικά λύθηκαν τα χέρια των ομάδων. Οι σύλλογοι μπορούσαν να έχουν στο ρόστερ τους όσους ποδοσφαιριστές προερχόμενους από την ΕΕ ήθελαν, αλλά μόνο τρεις μη κοινοτικούς. Ο πειρασμός ήταν προφανής και τεράστιος. Καταλαβαίνετε το γιατί. Το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής είναι το πλέον χαρακτηριστικό μέχρι και σήμερα. Με τις στενές σχέσεις, που έχει η Βραζιλία με την Πορτογαλία και η Αργεντινή με τις Ισπανία και Ιταλία, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο «γέμισε» με Βραζιλιάνους και Αργεντινούς με κοινοτικά διαβατήρια.

Ο θρυλικός Γκαμπριέλ Μπατιστούτα βρέθηκε να παίζει ως Ισπανός, ενώ στα Μουντιάλ πανηγύριζε με τη φανέλα της Αργεντινής. Ο Ριβάλντο επίσης, που πέρασε και από τα μέρη μας, απέκτησε και εκείνος διπλή υπηκοότητα, την ισπανική μαζί με τη βραζιλιάνικη, ώστε να μπορεί να αγωνίζεται στην Μπαρτσελόνα τότε ως κοινοτικός. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα από το 1995 μέχρι σήμερα. Και δεν αφορούν, φυσικά, όλα τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Άλλο, ωστόσο, ήταν το ερώτημα, ειδικά τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του «νόμου του Μπόσμαν»: Τι γίνεται με τους λιγότερο διάσημους ποδοσφαιριστές;



Όπως αποδείχθηκε, πολλοί εξ αυτών βρέθηκαν να παίζουν ανενόχλητοι με πλαστά διαβατήρια. Ειδικά για τους Ευρωπαίους εκτός ΕΕ και δη από φτωχές χώρες, όπως αυτές της Ανατολικής Ευρώπης, ο πειρασμός ήταν ακόμη μεγαλύτερος από εκείνον των ομάδων. Θα πρέπει να θυμίσουμε το εξής: Στις αρχές, τουλάχιστον, του 21ου αιώνα, το κασέ ενός ποδοσφαιριστή με κοινοτικό διαβατήριο ήταν κατά 30% μεγαλύτερο από αυτό ενός παίκτη προερχόμενου από χώρες εκτός ΕΕ. Και, φυσικά, αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι δαιμόνιοι ατζέντηδες, που «τσέπωναν» μεγαλύτερη προμήθεια για κάθε μεταγραφή κοινοτικού.

Δεκάδες ψεύτικα διαβατήρια έκαναν την εμφάνισή τους, ποδοσφαιριστών, που αναζητούσαν μια δεύτερη τύχη στον παράδεισο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά η πλαστογράφηση του ποδοσφαιρικού χάρτη της Ευρώπης έφερε και σκάνδαλα. Και ένα από αυτά είχε για μεγάλο πρωταγωνιστή έναν Ουκρανό τερματοφύλακα από την… Ελλάδα!

Ο Ουκρανός από την Ελλάδα


Ο Μαξίμ Λεβίτσκι γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1972 στην πόλη Σάτσκι της επαρχίας Ροστόφ Όμπλαστ, τότε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης. Στα 28 του και ενώ είχε γίνει μόλις διεθνής με την εθνική ομάδα της πατρίδας του, έκανε το μεγάλο βήμα στην καριέρα του, μετακομίζοντας στη Γαλλία για χάρη της Σεντ Ετιέν.

Από το 1992 έως το 1999 ήταν βασικός και αναντικατάστατος κάτω από τα γκολπόστ της Ταβρίγια Συμφερόπολης, ενώ τη σεζόν 1999-2000 φόρεσε τη φανέλα της Τσερνομόρετς. Από εκεί τον πήραν οι «στεφανουά», ως έναν από τους καλύτερους γκολκίπερ του ουκρανικού ποδοσφαίρου. Ο Λεβίτσκι υπέγραψε τον Ιούλιο του 2000 και μάλιστα για τέσσερα χρόνια. Τότε λογίζονταν ως μη κοινοτικός, αλλά στις 30 Σεπτεμβρίου απέκτησε ένα ωραιότατο ελληνικό διαβατήριο. Πλαστό, όπως αποδείχθηκε.

Παρότι «νέος» και «άβγαλτος» και παρότι στο ρόστερ της Σεντ Ετιέν υπήρχαν οι Ζερεμί Ζανό και Ζερόμ Αλονζό, ο προπονητής του, Νορμπέρ Νουζαρέ, τού έδωσε γάντια βασικού. Μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 2000, όταν και έγινε το «μπαμ», ο Λεβίτσκι είχε παίξει στα 15 από τα 19 παιχνίδια της Ligue 1 -προλαβαίνοντας να κάνει και μια γκάφα ολκής στο 1-1 με τη Λιλ. Μετά το εντός έδρας 1-0 επί της Τουλούζ, όμως, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.



Η φήμη ότι ο Ουκρανός γκολκίπερ παρουσίασε πλαστό ελληνικό διαβατήριο υπήρχε καιρό πριν. Ήδη από τον Σεπτέμβριο, άλλωστε, ο Ζαν Μισέλ Ολά, εμβληματικός πρόεδρος της Λιόν, είχε αμφισβητήσει τη νομιμότητα της διαδικασίας. Η Τουλούζ, λοιπόν, άδραξε την ευκαιρία και κατέθεσε ένσταση για παράνομη συμμετοχή του ίδιου, αλλά και του Βραζιλιάνου (που έπαιζε ως Πορτογάλος) Άλεξ και η… βόμβα πυροδοτήθηκε! Σημείωση: Ο Νουζαρέτ είχε απολυθεί από τη Σεντ Ετιέν και είχε προσληφθεί από την Τουλούζ, οπότε είναι περιττό να πούμε πως η μουρμούρα για το ότι αυτός κίνησε τα νήματα… φούντωσε!

Για τον Άλεξ, η έρευνα είχε ξεκινήσει ήδη λίγες ημέρες νωρίτερα και η Σεντ Ετιέν, ανήσυχη για το πορτογαλικό διαβατήριό του, είχε ζητήσει από την αστυνομία να εξετάσει με υπεριώδη ακτινοβολία, με τη γνωστή λάμπα Wood, το έντυπο. Τότε ελέγχθηκαν για πρώτη φορά και τα ελληνικά έγγραφα του Μαξίμ Λεβίτσκι. Όλα χαρακτηρίστηκαν «καθαρά» και νόμιμα. Ο Λεβίτσκι και ο Άλεξ συνέχισαν να αγωνίζονται κανονικά ως κοινοτικοί.

Το πρωί, ωστόσο, πριν τη σέντρα στο παιχνίδι με την Τουλούζ, έφτασαν στα γραφεία των «στεφανουά» τα αποτελέσματα της δεύτερης εξέτασης του διαβατηρίου του Άλεξ. Ήταν άκυρο. Εκείνο το βράδυ ο νεαρός επιθετικός δηλώθηκε Βραζιλιάνος. Αλλά ήταν πια αργά. Στην ένστασή της, η Τουλούζ έκανε λόγο για παράνομη συμμετοχή του «Έλληνα» Λεβίτσκι, αλλά και του «Πορτογάλου» Άλεξ στην αναμέτρηση του πρώτου γύρου. Δύο μέρες μετά τον αγώνα και το πόρισμα για το διαβατήριο του Άλεξ, καταφθάνει και δεύτερο φιρμάνι: Και το ελληνικό διαβατήριο του Λεβίτσκι είναι πλαστό! Η Σεντ Ετιέν, πανικόβλητη, θέτει τον Ουκρανό εκτός ομάδας και λίγες εβδομάδες μετά τον δίνει άρον άρον στη Σπαρτάκ Μόσχας. Μικρή σημασία είχε. Το γαλλικό ποδόσφαιρο ήταν μπροστά σε ένα νέο σκάνδαλο μεγατόνων, εφάμιλλο με εκείνο της Μαρσέιγ μια δεκαετία, περίπου, νωρίτερα.

Στη Γαλλία αποδείχθηκε πως είχαν δηλωθεί εκείνη τη σεζόν 78 ποδοσφαιριστές κάτοχοι κοινοτικού διαβατηρίου. Κάποιοι, γεννημένοι στο Βέλγιο ή στη Δανία, δεν κίνησαν υποψίες. Το ένα τρίτο, όμως, ήταν κάτοχοι ιταλικού διαβατηρίου και οι 15 από αυτούς δεν έχουν γεννηθεί στην Ιταλία, όπως ο Πάμπλο Κοντρέρας της Μονακό, ο οποίος συνελήφθη! Άλλοι 11 προέρχονταν από την Αργεντινή, ενώ ο τερματοφύλακας της εθνικής Κολομβίας και της Μετς, Φαρίντ Μοντραγκόν, επίσης συνελήφθη με πλαστό ελληνικό διαβατήριο! Ο Μοντραγκόν, μάλιστα, φέρεται να ομολόγησε ότι γνώριζε πως το ελληνικό διαβατήριό του ήταν πλαστό, αλλά λίγες ώρες αργότερα αρνήθηκε ότι ομολόγησε και δήλωσε πως έχει καταθέσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα στις ελληνικές αρχές και το διαβατήριό του εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Φεβρουαρίου του 1999! Από τη Νομαρχία της Θεσσαλονίκης, όμως, έγινε γνωστό ότι το συγκεκριμένο διαβατήριο ήταν πλαστό. Ακόμη και η υπογραφή του υποτιθέμενου προϊσταμένου της υπηρεσίας είναι φανταστική, ενώ στην επιστολή, που δόθηκε στο γαλλικό προξενείο Θεσσαλονίκης, αναφέρθηκε και ότι ουδέποτε υπήρξε φάκελος του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή!


Ο «Έλληνας» Λεβίτσκι

Όσο για την υπόθεση του έτερου «Έλληνα», Μαξίμ Λεβίτσκι, κλήθηκε τον Ιανουαρίου του 2001 και ενώ είχε ήδη φύγει για τη Μόσχα και τη Σπαρτάκ, να δώσει εξηγήσεις. Τον βάραιναν κατηγορίες περί πλαστογραφίας και χρήσης ψευδών εγγράφων. Ο ίδιος επιβεβαίωσε στην πειθαρχική επιτροπή της γαλλικής Λίγκας την ύπαρξη ενός κυκλώματος έκδοσης πλαστών ελληνικών διαβατηρίων στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Σύμφωνα με όσα είπε μετά την πολύωρη κατάθεση ο προεδρεύων της επιτροπής, Ζαν Πιερ Καμί, «ο Λεβίτσκι μας διηγήθηκε ότι στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης επωλούντο διαβατήρια, ιδίως ελληνικά, σε όσους ήθελαν να πάνε να δουλέψουν στο εξωτερικό».

Στην απολογία του ο Λεβίτσκι αποκάλυψε ότι ενώ έπαιζε ακόμη στην Τσερνομόρετς του Νοβοροσίσκ απευθύνθηκε στο τοπικό ελληνικό προξενείο, προκειμένου να του δοθεί βίζα και να ταξιδέψει στη χώρα μας το καλοκαίρι. «Εκεί κάποιοι μου είπαν: ''Εντάξει με τη βίζα, αλλά μπορείς να βγάλεις και κανονικό διαβατήριο''». Με το αζημίωτο φυσικά. Στις 17 Ιανουαρίου 2001, η Σεντ Ετιέν τιμωρήθηκε με αφαίρεση επτά βαθμών και στο τέλος της σεζόν υποβιβάστηκε στη δεύτερη κατηγορία. Ο Ουκρανός, από την άλλη, άσκησε αγωγές κατά της γαλλικής ομάδας, αξιώνοντας αποζημίωση για ηθική βλάβη και καταβολή μισθών. Δεν δικαιώθηκε ποτέ. Κάθε άλλο. Το 2006 καταδικάστηκε από πολιτικό δικαστήριο σε τέσσερις μήνες φυλάκιση με αναστολή και 20.000 ευρώ πρόστιμο.

Το Νοβοροσίσκ, πάντως, έμεινε στην ιστορία. Κάποιος άνθρωπος του ελληνικού προξενείου εκεί, πλούτιζε, βγάζοντας πλαστά διαβατήρια. Το καλοκαίρι του 1999, εξάλλου, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού, Γιώργος Φλωρίδης, συζητώντας με Έλληνες δημοσιογράφους για την υπόθεση του Σεργκέι Μπαζάρεβιτς, του μπασκετμπολίστα, που επί έναν χρόνο έπαιξε στον ΠΑΟΚ ως Έλληνας, όντας κάτοχος του σχετικού διαβατηρίου και έπειτα επέστρεψε στη χώρα μας ως πλέι μέικερ της εθνικής Ρωσίας, ανέφερε την περίπτωση του προξενείου του Νοβοροσίσκ και έκανε λόγο για ατασθαλίες με τα διαβατήρια…

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube