Τα μάτια του επιθετικού ανοίγουν διάπλατα, το μυϊκό του σύστημα είναι σε εγρήγορση και το βλέμμα καρφώνεται στην μπάλα που ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αφού μόλις πριν λίγο έχει εξαπολύσει ένα «φαρμακερό» σουτ που κατευθύνεται στο «γάμα» της εστίας.
Οι φλέβες στο λαιμό του σφίγγονται, οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται και καθώς η «στρογγυλή θεά» ταξιδεύει στον αέρα σηκώνει τα χέρια του ψηλά, επιδιώκοντας να πανηγυρίσει το βέβαιο γκολ.
Το ίδιο κάνει και ολόκληρη η ηφαιστειώδης κερκίδα. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να αποτρέψει το μοιραίο.
Και όμως δευτερόλεπτα μετά μια ψιλόλιγνη λιπόσαρκη σκοτεινή φιγούρα, η οποία μόλις που διακρίνεται στον ορίζοντα, ίπταται και με μια ακροβατική επέμβαση διώχνει με τα ακροδάχτυλα σε κόρνερ.
Μα δεν μοιάζει με άνθρωπο, περισσότερο παραπέμπει σε πουλί, τη στιγμή που με τα μακριά χέρια που προσομοιάζουν σε κουπιά βάρκας και το κυκλώπειο κορμί του αποσοβεί τον κίνδυνο.
Η ομήγυρη έχει δίκιο. Το γκολ θα ήταν σίγουρο, εάν την εστία υπερασπιζόταν οποιοσδήποτε άλλος… Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Λεβ Ιβάνοβιτς Γιασίν, όπως ήταν το πλήρες όνομά του.
Είδε το πρώτο φως του ήλιου στις 22 Οκτωβρίου 1929 στη Μόσχα και ήταν γόνος εργατικής τάξης. Ως εκ τούτου, και με τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να έχει σπείρει τον τρόμο στην υφήλιο, αναγκάστηκε σε ηλικία 12 ετών να αρχίσει να δουλεύει ως βοηθός σε εργαστήριο μεταλλίου.
Οι ενήλικες είχαν πάει στο μέτωπο. Η επέλαση του Αδόλφου Χίτλερ και των στρατευμάτων του κοντά στη γενέτειρά του, οδήγησε την οικογένεια του Γιασίν να μετακομίσει στο Ούλιανοβσκ, 834 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, εφόσον ο κίνδυνος βρισκόταν επί θύραις.
Προσπαθώντας να αποδράσει από τον κυκεώνα του αίματος, της πείνας και του ατέρμονου πόνου το ποδόσφαιρο αποτέλεσε για εκείνον, έστω και στα ολιγόλεπτα διαλείμματα που είχε στη διάθεσή του, αχτίδα ελπίδας, αποκούμπι, χαραμάδα αισιοδοξίας.
Ύστερα από 872 μέρες το εφιαλτικό σενάριο απομακρύνθηκε από τον ορίζοντα και επέστρεψε στη Μόσχα, η οποία είχε εξελιχθεί σε κρανίου τόπο. Η άμεση απειλή, αν και πλέον δεν υφίστατο, είχε αφήσει το αποτύπωμα της θλίψης ανάγλυφα στη ψυχή του Γιασίν. Ως αποτέλεσμα, στα 18 του υπέστη νευρικό κλονισμό.
Πρωταθλητής στο Χόκεϊ
Ενόσω ο περί ου ο λόγος ξόδευε αμέτρητες ώρες στο εργοστάσιο, ο Αρκάντι Τσέρνισεβ, επικεφαλής τεχνικός στις ακαδημίες της Ντιναμό Μόσχας και πρώην ποδοσφαιριστής και παίκτης στο χόκεϊ επί πάγου, τον έπεισε να γραφτεί στο σύλλογο.
Μόνο που οι πιθανότητες να βρει χρόνο συμμετοχής ήταν ελάχιστες. Στην ιεραρχία βρισκόταν πίσω από τερματοφύλακες εγνωσμένης αξίας, όπως ο Βάλτερ Σανάγια και μετέπειτα ο Αλεκσέι Χόμιτς.
Στις 6 Ιουλίου του 1950, πραγματοποίησε το ντεμπούτο με την αντρική ομάδα, ωστόσο η παρθενική του εμφάνιση φάνταζε βγαλμένη από το χειρότερο εφιάλτη του. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι δέχθηκε γκολ από τον αντίπαλο πορτιέρο με απευθείας ελεύθερο(!).
Ύστερα από αυτή την εξέλιξη μεταπήδησε στο χόκεϊ επί πάγου. Γρήγορα εξελίχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο του συνόλου και μάλιστα το 1953 στέφθηκε κυπελλούχος Σοβιετικής Ένωσης.
Η δεύτερη ευκαιρία
Τα ανδραγαθήματα του Λιόβα (δηλαδή το υποκοριστικό του Λεβ, το οποίο στα ρώσικα σημαίνει λιοντάρι) δεν άφησαν ασυγκίνητο το κλαμπ της αστυνομίας και, όταν ο Αλεξέι Κόμιτς τραυματίστηκε, του ζητήθηκε να κάτσει κάτω από τα δοκάρια. Έτσι λοιπόν η τύχη έκλεισε το μάτι στον ύψους 1,89 γκολκίπερ και ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία από τα μαλλιά.
Πέρασε το… διαγώνισμα, κράτησε το μηδέν και με δεδομένο ότι και ο Σανάγια επρόκειτο να αποχωρήσει σύντομα κέρδισε φανέλα βασικού. Δεν την ξαναέβγαλε ποτέ από πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1953 κατέκτησε ένα εγχώριο κύπελλο, στο ποδόσφαιρο τούτη τη φορά.
Αγωνίστηκε επί μια εικοσαετία στους «κυανόλευκους». Κατέγραψε 326 συμμετοχές στο πρωτάθλημα, κρατώντας απαραβίαστη την εστία στις 207. Πανηγύρισε πέντε πρωταθλήματα με κορωνίδα αυτό του 1963.
Δέχθηκε μόλις έξι γκολ σε 22 αγώνες, γεγονός που έκανε το «France Football» να του απονείμει εκείνη τη σεζόν τη «Χρυσή Μπάλα». Στο παλμαρέ του συγκαταλέγονται αμέτρητες διακρίσεις…
Πρωτοπόρος
Με τις ρηξικέλευθες ιδέες του μετέβαλε ριζικά την έννοια του τερματοφύλακα. Τολμούσε να βγαίνει από την περιοχή του, να κρατάει την μπάλα στα πόδια του και να συμβάλλει ενεργά στην επιθετική ανάπτυξη. Εμποτισμένος με τη στόφα του ηγέτη καθοδηγούσε μαεστρικά τους συμπαίκτες του.
Παράλληλα, χρησιμοποίησε τα ελεύθερα λακτίσματα ως όπλο για το ξεκίνημα των αντεπιθέσεων, ενώ και η μακρινή γρήγορη πάσα που χρησιμοποίησε για τον ίδιο σκοπό έμεινε γνωστή ως «πάσα Γιασίν».
«Μαύρος Πάνθηρας»
Του αποδόθηκαν τα προσωνύμια: «μαύρος πάνθηρας», εξαιτίας της ανεξάντλητης γκάμας αποκρούσεων που διέθετε, «μαύρη αράχνη», λόγω της χαρακτηριστικής μαύρης στολής που φορούσε πάντοτε και «μαύρο χταπόδι».
Εκτός από τα μαύρα ρούχα, σήμα κατατεθέν του αποτελούσαν τα δύο καπέλα που έπαιρνε μαζί του σε κάθε παιχνίδι για γούρι. Το ένα το άφηνε πίσω από το τέρμα και το άλλο το φορούσε στο κεφάλι.
Όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το μυστικό του απαντούσε: «Να καπνίζω ένα τσιγάρο για να ηρεμώ τα νεύρα μου και να πίνω ένα ποτήρι για να δυναμώνω τους μυς πριν από κάθε αγώνα». Στην καριέρα του εκτιμάται ότι απέκρουσε πάνω από 150 πέναλτι.
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο εξαιρετικό βιβλίο «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως» διηγείται παραστατικά:
«Σκέπαζε την εστία με το κορμί του χωρίς ν’ αφήνει ούτε χαραμάδα. Εκείνος ο γίγαντας με τα μακριά πλοκάμια, ντυμένος πάντα στα μαύρα, είχε ένα απέριττο στιλ, μια χάρη που έμοιαζε να περιφρονεί την υπερβολή των κινήσεων. Σταματούσε τα αστραπιαία σουτ σηκώνοντας μονάχα το χέρι, σαν τανάλια που άρπαζε κι εξαφάνιζε το βλήμα, ενώ το σώμα παρέμενε ακίνητο σαν βράχος. Δίχως να κουνηθεί από τη θέση του, άλλαζε την πορεία της μπάλας με τη ματιά του και μόνο».
Αγωνίστηκε με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα. Το 1958 στη Σουηδία, αποκλείστηκε στα προημιτελικά από τους οικοδεσπότες. Το 1962 συνέβη ακριβώς το ίδιο, με αντίπαλο τη διοργανώτρια Χιλή. Tέσσερα χρόνια αργότερα επί αγγλικού εδάφους η πορεία της τερματίστηκε στα ημιτελικά, καθώς ηττήθηκε από τη Δυτική Γερμανία.
Συνέδεσε το όνομά του με μια πορεία ένδοξων επιτυχιών του «κόκκινου στρατού». Μάλιστα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 φόρεσε το χρυσό μετάλλιο στο στήθος.
Το πιο αστραφτερό γαλόνι στη στολή του συνιστά η κατάκτηση του παρθενικού Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1960 στο Παρίσι. Στον τελικό οι Σοβιετικοί επικράτησαν με σκορ 2-1 της Γιουγκοσλαβίας.
Ένα τραγούδι του Βλαντίμιρ Βισότσκι, αλλά και ποιήματα των Ρόμπερτ Ροζντέστβενσκι και Γεβγκένι Γεφτουσένκο είναι αφιερωμένα σε εκείνον. Η κερκίδα του ανακατασκευασμένου σταδίου της Ντιναμό Μόσχας, τιτλοφορείται ως «Λεβ Γιασίν». Τέλος, υπάρχουν αγάλματα σε διάφορα γήπεδα της ρωσικής πρωτεύουσας προς τιμήν του.
«Δέκα χρόνια να παίζουμε, γκολ δεν θα του βάλουμε»
Ο «Μεγαλέξανδρος» του ΠΑΟΚ, Γιώργος Κούδας, που έπαιξε αντίπαλος με το «μαύρο χταπόδι» γράφει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Της ζωής μου το παιχνίδι»:
«Ένα έχω να πω: Δεν υπάρχει επιθετικός παίκτης που να βρέθηκε κοντά στα καρέ του Γιασίν και να μην ένιωσε δέος. Ότι παίζει εναντίον ενός ανίκητου τερματοφύλακα. Γιατί έτυχε σε φάσεις να μπεις μέσα στην περιοχή ή και να διεκδικήσεις κάποια μπαλιά. Μέχρι εκεί όμως!
{…} Σου κοβόταν η διάθεση, γιατί δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να διεκδικήσεις κάτι. Έλεγες πως και… δέκα χρόνια να παίζουμε γκολ, δεν θα του βάλουμε».
Και όμως ο «μαύρος πάνθηρας», που σταμάτησε δεκάδες τετ α τετ απέναντι στους στράικερς, ηττήθηκε από έναν και μοναδικό αντίπαλο. Το θάνατο, ο οποίος ύπουλα εισέβαλε μέσα στη μεγάλη περιοχή, σούταρε και… τον νίκησε!
Επιμέλεια: Παναγιώτης Ιωάννου ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube