Τη φανέλα των Χανίων θα φοράει Μπόρις Κλέιμαν έως το τέλος της φετινής αγωνιστικής περιόδου, με τον 33χρονο τερματοφύλακα να αποτελεί παρελθόν από τον ΠΑΣ Γιάννινα, στον οποίο αγωνίστηκε στο πρώτο μισό της σεζόν.
Ο Κλέιμαν σε δηλώσεις που παραχώρησε σε Μέσο του Ισραήλ αναφέρθηκε στην πορεία του στην ομάδα των Ιωαννίνων, στη νέα του εμπειρία στην Κρήτη, αλλά και στα όσα έζησε στη φυλακή.
Το απόσπασμα από τη συνέντευξη του Μπόρις Κλέιμαν:
Για την πορεία του στον ΠΑΣ Γιάννινα: «Σε κάθε ομάδα που ήμουν, έμεινα για μερικά χρόνια. Όπως συμβαίνει με κάθε παίκτη που έρχεται σε μια ομάδα, συνέβη ότι η προσαρμογή δεν ήταν καλή. Από την άποψη της πόλης, εγκλιματιστήκαμε εκπληκτικά. Η ομάδα φρόντισε για τα πάντα.
Ως προς το ποδόσφαιρο, ξεκινήσαμε καλά. Μετά όμως υπήρξε αστάθεια. Πρώτα απολύθηκε ο προπονητής και μετά αλλάξαν τον τερματοφύλακα. Στο τελευταίο παιχνίδι, μαζί με κάποιες επεμβάσεις, έκανα ένα λάθος. Μετά άρχισαν οι συζητήσεις ότι ίσως φύγω και πάρουν τερματοφύλακα. Δεν θέλω να είμαι κάπου που δε με θέλουν».
Για τα Χανιά και το τέλος του από τον ΠΑΣ: «Είχα επιλογές να πάω σε άλλες χώρες. Δεν ήθελα να μετακινηθεί η οικογένεια, αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα. Είχα δύο επιλογές στην Ελλάδα. Αυτή η ομάδα που πήγα (σ.σ. τα Χανιά), είναι ένα καλό κλαμπ. Θέλουν να ανέβουν κατηγορία, υπάρχουν πολλές προσδοκίες. Με περίμεναν στο αεροδρόμιο με καπνογόνα και συνθήματα.
Μετά από όλα όσα έγιναν το καλοκαίρι, ήταν λίγο σοκ. Δεν θα πω ψέματα ότι ήμουν σταθερός, αλλά είχα πολλά καλά παιχνίδια. Μέχρι τα τελευταία δύο παιχνίδια, ο ΠΑΣ ήταν η ομάδα που δέχθηκε τα λιγότερα γκολ από τις ομάδες που ήταν χαμηλά στη βαθμολογία. Προσπαθώ να απασχολώ τον εαυτό μου με άλλα πράγματα και να είμαι συνεχώς σε κίνηση. Προσπαθώ να μην τα σκέφτομαι και λίγο λίγο δουλεύει. Όλη μου τη ζωή έλυνα τα προβλήματα μόνος μου».
Για όσα βίωσε όταν ήταν κρατούμενος: «Βρέθηκα μέσα στο κελί και σκεφτόμουν πώς έφτασα εδώ και πώς έγιναν όλα αυτά. Δεν κατάφερα να μιλήσω στη γυναίκα μου γιατί ο δικηγόρος έλεγε ότι η επικοινωνία θα με σκότωνε, έπρεπε να εξοικονομήσω τις δυνάμεις. Όταν περπατούσα στον Βόλο ο κόσμος με κοιτούσε. Για την οικογένεια ήταν δυσάρεστο.
Πρώτα με έβαλαν στη φυλακή, κάτι που δεν εύχομαι ούτε σε αυτούς που με μισούν. Υπήρχαν ποντίκια και οι άνθρωποι αφόδευαν σε μπουκάλια. Ήμουν στη φυλακή με έναν άνθρωπο που μου έλεγε ότι ήθελε να έρθει στο Ισραήλ και να κάνει πυροβολισμούς. Του είπα ότι είμαι από την Ουκρανία. Μετά από αυτό με μετέφεραν σε ένα μέρος, που σε σχέση με αυτό που ήμουν πριν, ήταν τέλεια. Γίναμε καλοί φίλοι».