Είθισται οι δίαιτες να ξεκινούν Δευτέρα, όπως σήμερα καλή ώρα. Ειδικά στην περίπτωση του Παναθηναϊκού της επόμενης μιας συντριβής μέρας, είναι δεδομένο πως οι άνθρωποι του τριφυλλιού κάθονται και ψάχνουν τι έφταιξε, σε ακόμη μία προσπάθεια να ξαναγίνει… φιτ η ομάδα.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Το κακό με όσους βλέπουν το σώμα τους να έχει μπαταλέψει από τα πολλά παραπανίσια κιλά είναι ότι συνήθως προτιμούν να επιλέγουν φανταστικές λύσεις που υπόσχονται άμεσα και άκοπα αποτελέσματα σε χρόνο dt. Δίχως γυμναστική, χωρίς στερήσεις και ιδρώτα. Όσο πιο εξοργιστικά απίστευτες είναι οι υποσχέσεις που μοιράζουν οι διαφημίσεις, τόσο πιο θελκτικές φαντάζουν στα μάτια του ανθρώπου που θέλει να χάσει κιλά. Νόμος. Το κακό με όλα αυτά τα μαγικά «μαντζούνια» είναι πως στις περισσότερες περιπτώσεις το όποιο αποτέλεσμα (αν υπάρχει τέτοιο) είναι βραχύβιο και καταδικασμένο. Σαν τον Παναθηναϊκό που κάθε τρεις και λίγο δοκιμάζει μια καινούρια συνταγή, η οποία σε πρώτη φάση μπορεί να οδηγήσει σε χαμόγελα, αλλά ποτέ δεν είναι αρκετή για να φέρει μόνιμες και σταθερές λύσεις αφού συνεχίζει να αγνοεί την ανάγκη αλλαγής σε αυτό που στις δίαιτες ονομάζεται «μεταβολισμός» και στις περιπτώσεις των ομάδων «νοοτροπία».
Στο τριφύλλι κυοφορούνται εξελίξεις την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αλλά μάλλον παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα οδηγηθεί ο σύλλογος σε μια λύση μακράς πνοής και διάρκειας ή θα προτιμηθεί μια σύντομη απόδοση ευθυνών που πιθανότατα θα περιοριστεί στην απομάκρυνση του Στραματσόνι, σε κάποιο πρόστιμο στους «άνιωθους» ποδοσφαιριστές και στην αναζήτηση μιας δίαιτας-αστραπής που θα τα αλλάξει όλα άμεσα.
Από όσα ειπώθηκαν και ακούστηκαν μετά τη λήξη του -ο θεός να το κάνει- ντέρμπι, υπάρχουν τρεις ατάκες που καταμαρτυρούν μέχρις ενός (μεγάλου) βαθμού, το πώς έχει η κατάσταση στον Παναθηναϊκό. Και είναι σημαντικές διότι κάθε δίαιτα οφείλει να ξεκινά με το απαραίτητο «ζύγισμα» που θα σου επιτρέψεις χωρίς κλεψιές να αντιληφθείς τι ακριβώς θέλεις να πετύχεις. Στοχοθέτηση δίχως αυτοκριτική και συνειδητοποίηση απλά δεν υπάρχει. Ας πάρουμε τα πράγματα αντίστροφα της χρονολογικής σειράς με την οποία έφτασαν στα αυτιά μας.
«Αν είμαι εγώ το πρόβλημα, να φύγω»
Με αυτή τη φράση προς τους οπαδούς ο Γιάννης Αλαφούζος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ποιος να γυρίσει να του πει «φύγε» τη στιγμή που η μόνη διάδοχη κατάσταση αχνοφαίνεται αποκλειστικά στα ποσταρίσματα του Βλάση Τσάκα που συνεχίζει να ψάχνει φραγκάτους επενδυτές από τη μία άκρη της Ασίας στην άλλη. Τους Άραβες πρίγκιπες τους ακολούθησαν Κινέζοι επιχειρηματίες και κάπου εδώ σταματά και η οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα που λέει πως στον ορίζοντα δεν υπάρχει κανείς που να ενδιαφέρεται να συνεισφέρει με οποιονδήποτε τρόπο στο «βάρος» που σηκώνει μόνος ο πρόεδρος της ομάδας. Πλέον και ο ίδιος αντιλήφθηκε με σκληρό (και για την τσέπη του) τρόπο πως τα περί εταιρείας λαϊκής βάσης μέσω Παναθηναϊκής Συμμαχίας είναι μόνο για λαϊκή κατανάλωση. Πριν μερικά χρόνια εμφάνιζε τις έρευνες που παρουσίαζαν πως θα μπορούσαν να μαζεύονται 10-15 εκατ. ευρώ το χρόνο από συνδρομές, αλλά όπως προεξοφλούσε ήδη η πιάτσα και ο ίδιος δεν αντιλαμβανόταν, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων, με τον Αλαφούζο να καλύπτει σχεδόν εξ ολοκλήρου κάθε ΑΜΚ και τους δυνητικούς συμπαίκτες να λάμπουν δια της απουσίας και της απάθειάς τους. Στην Ελλάδα μόνο ένα μοντέλο έχει φτουρήσει και είναι εκείνο που θέλει τον πρόεδρο ιδιοκτήτη και να διοικεί προσωποκεντρικά, με τις διασυνδέσεις, τους παράδες του και το παρασκήνιό του.
«Τα παιδιά προσπάθησαν»
Άλλη μία φράση του προέδρου που αποτελεί στοιχείο απολύτως ενδεικτικό της κατάστασης. Όταν κάτι τέτοιο βγαίνει από το στόμα του διοικητικού ηγέτη, δεν μπορεί παρά να αποτελεί «τροχιοδεικτικό» για το πώς και πού κινείται το πράγμα. Μακριά από την ποδοσφαιρική πραγματικότητα, δηλαδή, που αντιλαμβάνεται πρώτον πως η προσπάθεια δεν είναι αρκετή και δεύτερον πως καμία τέτοια δεν υπήρξε στο ντέρμπι. Όχι, πρόεδρε, το «προσπάθησαν» δεν είναι το σωστό ρήμα. «Ξεφτιλίστηκαν» ή «διασύρθηκαν» θα ήταν πιο κατάλληλοι χαρακτηρισμοί, με το πρόβλημα να έγκειται στο γεγονός ότι δεν αναφέρονται μόνο στους εαυτούς τους αλλά αφορούν και το κλαμπ γενικότερα. Το οποίο δεν μπορεί ούτε να ξεφτιλίζεται ούτε να διασύρεται –και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει- δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Το να μπει πρόστιμο ή το να τραβηχτούν (αγωνιστικά) αυτιά δεν πρόκειται να επιφέρει το παραμικρό αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς άκουσαν γκάζια μετά τη Βέροια, πριν τον Ηρακλή, μετά τον Ηρακλή, μετά τη Σταντάρ. Δεν φταίνε αυτοί που δεν νιώθουν και δεν καταλαβαίνουν. Είναι σαν να μαλώνει ο δάσκαλος το παιδάκι της Δ’ δημοτικού επειδή δεν ξέρει να κάνει διαίρεση. Όσο και να το τιμωρήσεις, δεν πρόκειται να τη μάθει μέχρι τη στιγμή που κάποιος θα του εξηγήσει πώς στο διάολο γίνεται. Και στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία δεν υφίσταται κανείς που να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας (π.χ Σαραβάκος), είτε εξαιτίας της απόστασης που τον χωρίζει από το αντικείμενο, δηλαδή την μπάλα και τις προεκτάσεις της οι οποίες δεν περιορίζονται στο πώς θα έτρεχε φυσιολογικά μια οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Φυσικά, αυτό το κενό δεν καλύπτεται από την τοποθέτηση ενός και μόνου προσώπου (τύπου «βάλε τον Τάδε στα αποδυτήρια να τους σπικάρει δυο φωνήεντα»), αλλά απαιτεί συντεταγμένη στρατηγική κίνηση τακτικής ολόκληρου του οργανισμού που λέγεται Παναθηναϊκός, αφού το πρόβλημα αφορά τη νοοτροπία και όχι αποκλειστικά το αγωνιστικό τμήμα στο οποίο καταλήγουν αντί να ξεκινούν οι εξελίξεις.
«Βαλ’ τε μέσα τον Θωμαΐδη»
Ακούστηκε στο Καραϊσκάκη μετά το 2-0 και θεωρήθηκε ο ιδανικός τρόπος για να πικάρουν οι οπαδοί του Ολυμπιακού εκείνους του Παναθηναϊκού. Όταν το αγωνιστικό σκέλος δεν παρουσίαζε πια το παραμικρό ενδιαφέρον, το γύρισαν στην επικοινωνιακή μάχη που έχει στηθεί. Ο Κυριάκος κάνει αυτή τη δουλειά με συνέπεια ως προς τις προτεραιότητες του ρεπορτάζ του εδώ και 30 χρόνια. Δεν έχει να κάνει με πρόσωπα. Σχετίζεται όμως με επιλογές. Όχι του καλού συναδέλφου που είμαι βέβαιος πως ό,τι κι αν συμβεί θα συνεχίσει να σκέφτεται, να αποκαλύπτει και να ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά του συλλόγου. Ενός συλλόγου που είδε την καλύτερη ομάδα της σύγχρονης ιστορίας του (εκείνη με Κυράστα και Μαρκαριάν) να διαλύεται επί της ουσίας χωρίς να πάρει τίτλο (μισοεξαίρεση το 2004), επειδή κάποιοι τότε της βούταγαν το φαΐ από το τραπέζι, ενίοτε ξεδιάντροπα όπως τη χρονιά της Ριζούπολης. Εκείνη την εποχή μπορούσες να κάνεις σημαία και το παραμικρό φαλτσοσφύριγμα υπέρ του αντιπάλου σου, διότι με τόσα πρωταθλήματα να κρίνονται στον πόντο ή στην ισοβαθμία, τα ψίχουλα (αν και τότε μιλάγαμε για ολόκληρα καρβέλια) έκαναν τη διαφορά. Σήμερα, όταν μονίμως βρίσκεσαι τόσο μακριά από τον αντίπαλό σου, η δεδομένη όταν χρειάζεται αβάντα του δεν μπορεί να αποτελεί τη ναυαρχίδα της επικοινωνιακής πολιτικής σου ή τουλάχιστον αυτό να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να μην αντανακλάται στο αγωνιστικό σκέλος το οποίο μεταφράζεται σε διαρκή μανούρα και αχρείαστες κάρτες που αφήνουν την ομάδα το ίδιο γυμνή όσο και οι διαιτητικές αποφάσεις. Έχουν ανέβει τόσο πολύ οι τόνοι για το οτιδήποτε, που ακόμη και οι σοβαρότατες αμαρτίες και πληγές του ποδοσφαίρου μας, όπως είναι οι γκάνγκστερς που κυνηγούν παράγοντες ή τραμπουκίζουν δημοσιογράφους, χάνονται μέσα στον κυκεώνα των αποκαλύψεων και «αποκαλύψεων», χωρίς πια να είναι εύκολος ο διαχωρισμός αυτών των δύο ή η αξιολόγησή τους.
Και έτσι πάει στράφι και όλη η ρητορική για πράγματα στα οποία το σύστημα και η εγκληματική όντως κάνει κουμάντο και τρίβει τα χέρια της βλέποντας με ικανοποίηση το πώς αυτό το άναρχο «τσουβάλιασμα» ξεπλένει τις δραστηριότητές της και την παραδίδει ξανά «καθαρή» στην ποδοσφαιρική κοινωνία.