Δεν χρειάστηκε να σηκωθεί για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Είχε δει την κατάληξη ακόμη κι όταν ήταν πεσμένος στον αγωνιστικό χώρο. Εκείνος έκανε το τάκλιν για να διώξει τη μπάλα. Για να μην περάσει στον επιθετικό που ήταν πίσω του. Όμως η πορεία της δεν είχε σταματήσει στο πόδι του, αλλά στα δίχτυα της ομάδας του.

Αν και ήταν μόλις το 22ο λεπτό του αγώνα, είχε καταλάβει ότι είχε μπλέξει. Γνώριζε πολύ καλά ότι όλοι στην Κολομβία ήταν σίγουροι για την πρόκριση στην επόμενη φάση του Μουντιάλ. Γνώριζε πολύ καλά ότι όλα τα «κακά παιδιά» από το Μεντεγίν και οι εξίσου κακοί φίλοι τους είχαν «επενδύσει» πολλά χρήματα στη νίκη της εθνικής ομάδας στο ματς με τη μισητή για αυτούς χώρα των ΗΠΑ.

«Θέλει σκότωμα ένα τέτοιο λάθος», είχε σχολιάσει ο δημοσιογράφος του BBC που έκανε την περιγραφή του αγώνα όταν είδε το αυτογκόλ.

Λίγες ημέρες μετά την επιστροφή της αποστολή της εθνικής Κολομβίας στη χώρα, η «προφητεία» του βρετανού δημοσιογράφου είχε βγει αληθινή.

Ο Αντρές Εσκομπάρ δολοφονήθηκε από άντρες που του είχαν στήσει καρτέρι σε ένα από τα στενάκια κοντά στο “El Indio Bar” που είχε βγει να πιει ένα ποτό. Με έξι σφαίρες. Με έξι γκολ, όπως φώναζε εκείνος που πατούσε τη σκανδάλη.

Η δολοφονία του Αντρές Εσκομπάρ έκανε το γύρο του κόσμου. Για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς; Γιατί η όλη ιστορία έφερνε κάτι από κινηματογράφο.

Από μια ταινία με πρωταγωνιστή έναν καλοκάγαθο «χαρακτήρα» που είχε ένα τραγικό τέλος. Βλέπετε, πάντα, αυτές οι ιστορίες κεντρίζουν περισσότερο το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Της κοινής γνώμης.

Οι άλλες όχι. Και μένουν θαμμένες, και άγνωστες προς το ευρύτερο κοινό. Μια τέτοια είναι και η ιστορία του Τόμας Έντγκαρ Μπολ. Του πρώτου εν ενεργεία ποδοσφαιριστή που δολοφονήθηκε.



Και σε αυτή την ιστορία υπάρχει ένα κακό τέλος. Αλλά πίσω αυτό δεν κρύβεται κανένα τραγικό λάθος σε αγωνιστικό χώρο. Δεν κρύβεται καμία κινηματογραφικότητα στην ιστορία του.

Υπάρχει ένας πρωταγωνιστής. Ο οποίος έκανε όνειρα. Πολλά. Πού πίστεψε ότι θα έφτανε πολύ ψηλά στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Πως θα έγραφε ιστορία. Ο Τόμι Μπολ το υποσχόταν στους οπαδούς της αγαπημένης του Άστον Βίλα με τις εμφανίσεις του από την πρώτη στιγμή. Από το 1920…

Σε ηλικία 20 ετών ο Τόμι Μπολ ήταν ξεκάθαρα ένα μεγάλο ταλέντο. Ένας κεντρικός αμυντικός ο οποίος ήξερε πώς να διώχνει την μπάλα και να εμπνέει σιγουριά.

Και με μεγάλο πείσμα. Αυτό το χρειάστηκε πάρα πολύ στη θητεία του στους Βίλανς. Βλέπετε είχε αποκτηθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός παίκτης, αλλά, πάντα, οι «παλιοί» είχαν το προβάδισμα. Η πορεία του προς την καθιέρωση καθυστέρησε από έναν τέτοιο. Τον Φρανκ Μπάρσον. Αρχηγός της Άστον Βίλα και ένας από τους μεγαλύτερους κεντρικούς αμυντικούς της εποχής.

Ο Μπολ περίμενε δύο χρόνια. Ακόμη και αυτές τις δύο σεζόν που ζούσε στη σκιά του Μπάρσον είχε καταφέρει να κάνει 28 εμφανίσεις. Και όταν έφυγε ο Μπάρσον, τότε το ήξερε πολύ καλά ότι είχε έρθει η σειρά του.

«Όταν έφυγε ο Μπάρσον έγινε ο πιο αναγνωρίσιμος και ο καλύτερος αμυντικός της Βίλα», γράφει η Mirror σε μια από τις λιγοστές αναφορές που υπάρχουν για εκείνον. «Εξελίχθηκε αρκετά γρήγορα», συνεχίζει σχολιάζοντας τις ικανότητές του.



Σε αυτή την εξέλιξη είχε βοηθήσει πάρα πολύ και η ζωή του. Είχε προσαρμοστεί γρήγορα στην πόλη, είχε γνωρίσει την Μπεατρίς και γρήγορα είχε αποφασίσει να ζήσει μαζί της. Οι δύο τους είχαν βρει ένα σπίτι κοντά στο «Βίλα Παρκ», από έναν παλιό αστυνομικό. Τον Τζορτζ Σταγκ.

Ο Σταγκ ήταν 45 ετών, είχε αποσυρθεί γιατί είχε τραυματιστεί σε ώρα υπηρεσίας, και ζούσε με κάποια λίγα χρήματα που έπαιρνε από το κράτος καθώς και αυτά από το ενοίκιο του σπιτιού του Μπολ. Οι δύο τους δεν είχαν πολύ καλές σχέσεις. Είχαν λογοφέρει πολλές φορές για χαζούς λόγους. Ο κυριότερος; Επειδή τα κατοικίδια του Μπολ, ένας σκύλος και λίγες κότες έβρισκαν τρόπο να πηγαίνουν στον κήπο του.

Είχε πετύχει πολλές φορές τον Τόμι να «καταπατά» την ιδιοκτησία του στην προσπάθειά του να τα πιάσει. Κάποιες από αυτές ο Σταγκ είχε βγει με μια καραμπίνα στο χέρι καθώς νόμιζε ότι κάποιος ληστής βρισκόταν στην αυλή του, ή για να τον «φοβερίσει».

Ο Μπολ συνέχισε τις καλές εμφανίσεις με την Άστον Βίλα. Σιγά-σιγά τον γνώριζε όλη η πόλη και εκείνος το απολάμβανε. Τον Νοέμβριο του 1923 ο Μπολ ήταν ένας από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας στη νίκη 3-2 κόντρα στη Νοτς Κάουντι. Την επόμενη ημέρα θέλησε να το «γιορτάσει». Πήρε την Μπεατρίς και πήγαν σε μια παμπ κοντά στο σπίτι τους.

Γύρω στις 21:30 όταν έκλεισε η παμπ επέστρεψε. Όμως δεν μπήκε στο σπίτι. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές πήρε τον σκύλο για να τον πάει βόλτα. Σύμφωνα με κάποιες άλλες, διαπίστωσε ότι ο σκύλος δεν ήταν σπίτι και άρχισε να τον ψάχνει. Όπως και να έχει η κατάληξη είναι η ίδια.

Ο ήχος που άκουσε η Μπεατρίς, που βρισκόταν στο σπίτι δεν αλλάζει. Ήταν το ίδιο ανησυχητικός. Μόλις τον άκουσε βγήκε έξω για να δει τι είχε συμβεί. Εκεί αντίκρισε αυτό που δεν ήθελε να δει…

«Μπέλα, (σσ. έτσι την φώναζε ο Τόμι), με πυροβόλησε»… Η Μπεατρίς τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άρχισε να τρέχει. Τότε άκουσε άλλον έναν πυροβολισμό και ένιωσε κάπως περίεργα στον ώμο της.

«Δεν το ήθελα. Ήταν κάτι που έγινε κατά λάθος», τόνισε ο Σταγκ στους αστυνομικούς. «Ήθελα να τον τρομάξω και να φύγει. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Αλλά το όπλο εκπυρσοκρότησε». Ωστόσο, οι δύο αυτόπτες μάρτυρες είχαν άλλη εντύπωση.



Ο Σταγκ συνελήφθη από τους αστυνομικούς και οδηγήθηκε σε δίκη. Σε αυτή επέμεινε… «Δεν είχα πρόθεση. Δεν ήθελα να το κάνω. Ήταν μια κακή στιγμή. Καθόμουν στην πολυθρόνα μου, όταν άκουσα τον σκύλο μου να γαβγίζει. Πετάχτηκα από αυτή, πήρα το όπλο και πήγα να δω τι συμβαίνει. Είδα τον Μπολ ο οποίος είχε πιει να προσπαθεί να μπει στον κήπο μου. ‘’Πήγαινε μέσα και ξάπλωσε, αλλιώς θα σου πετάξω τα μυαλά έξω’’, μου είπε. ‘’Τομ πήγαινε μέσα’’, του είπα. Η σύζυγός μου βγήκε τότε στο παράθυρο. ‘’Πήγαινε μέσα και μην κάνετε θόρυβο. Θα ξυπνήσετε τα παιδιά’’. Ο Τομ της απάντησε: ‘’Θα σου πετάξω έξω τα μυαλά. Μην μιλάς’’. Ο Τομ προσπάθησε και πάλι να μπει στον κήπο. Εγώ προχώρησα προς την πλευρά του και τον έσπρωξα με το όπλο. Εκεί παραπάτησα, το όπλο χτύπησε επάνω μου εκπυρσοκρότησε και τον πέτυχε»…

Όμως οι μάρτυρες ήταν ξεκάθαροι. Είχαν δει το χέρι του και το δάκτυλο του στη σκανδάλη. Τα πράγματά έγιναν δυσκολότερα για τον Σταγκ όταν ο δικαστής θέλησε να τεστάρει το όπλο. Το πήρε κοντά του και το χτύπησε όπως είχε περιγράψει ο Στακ. Μια φορά. Δύο. Τρεις. Σε καμία από αυτές ο μηχανισμός δεν δούλεψε. Σε καμία από αυτές το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε.

Ό,τι και να έκανε ο δικηγόρος του Σταγκ ήταν μάταιο. Δεν μπορούσε να πειστεί κανείς ότι ήταν μια κακή στιγμή. Η απόφαση του δικαστή ήταν σκληρή… «Θανατική ποινή».

Ωστόσο ο Σταγκ ήταν τυχερός. Τις ημέρες εκείνες ο νέος υπουργός Εσωτερικών πήρε μια πρωτοποριακή απόφαση. Να τελειώσει την θανατική ποινή. Και το έκανε. Η ποινή του Σταγκ μετατράπηκε σε ισόβια.

Ο Σταγκ μπήκε στη φυλακή. Και τρία χρόνια αργότερα οι γιατροί τον ανακήρυξαν ως παράφρονα. Μεταφέρθηκε σε ένα ψυχιατρείο όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, 87 ετών.



Η κηδεία του Μπολ έγινε λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του. Έδωσαν το «παρών» όλοι οι παίκτες της Άστον Βίλα, μέλη της διοίκησης και εκπρόσωποι από άλλες ομάδες. Η ομάδα συγκέντρωσε χρήματα για την χήρα του Μπολ. Περίπου 127 λίρες. Περίπου 7000 λίρες της σημερινής εποχής.

Διονύσης Καππάτος

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube