«Αισθάνομαι δυστυχισμένος. Είμαι ένα ερείπιο. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη εκείνο το πρωινό και αναρωτήθηκα: ''πραγματικά, το αξίζει όλο αυτό; Όσα και να είναι τα χρήματα. Αλλά πως μπορώ να παραπονιέμαι εγώ; Όχι, δεν μπορώ! Ο Ντουκ-Κου χαροπαλεύει. Προσεύχομαι για αυτόν. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ο Θεός πρέπει να έχει έναν λόγο για να το κάνει αυτό»...

Ο Ρέι Μαντσίνι καθόταν μόνος του στο ξενοδοχείο μετά την ημέρα του αγώνα και σκεφτόταν. Τα συναισθήματά του ήταν τελείως διαφορετικά από εκείνα που ένιωσε όταν είδε τον Ντουκ-Κου να πέφτει αναίσθητος.

«Όταν βλέπεις τον αντίπαλό σου να πέφτει στο ρινγκ αισθάνεσαι υπέροχα. Σαν τον Ηρακλή. Σαν έναν καρχαρία ο οποίος μυρίζει αίμα. Ή΄ταν μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας μου».

Ωστόσο, οι στιγμές και τα συναισθήματα, τώρα δεν θύμιζαν σε τίποτα όσα ακολούθησαν του νοκ-άουτ. Τίποτα απολύτως...

Ο Ρέι Μαντσίνι ήταν οικείος με τον θάνατο. Τον θάνατο στο ρινγκ. Ένας από τους προηγούμενους συναθλητές του, με τον οποίο έκανε πολλά σπάρινγκ (σσ. προπόνηση, φιλικό παιχνίδι), είχε ξεψυχήσει το 1981 από ένα τραύμα στο κεφάλι. Τότε όμως ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Ο Μαντσίνι δεν ήταν στο ρινγκ. Ήταν έξω από αυτό.

Ήταν οικείος όμως και με την ιδέα του να χάσεις κάποιον δικό σου. Ήταν προετοιμασμένος. Έστω κι αν στην περίπτωση του πατέρα του είχε σταθεί τυχερός. Ο Λένι Μαντσίνι δεν είχε χάσει τη ζωή του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε χάσει όμως ένα μεγάλο του όνειρο. Να κάνει μεγάλη καριέρα ως επαγγελματίας πυγμάχος.

Το όνειρό αυτό είχε βαρύνει τον γιο του. Τον Ρέι. Ο Ρέι από μικρός είχε αφοσιωθεί στην πυγμαχία. Για να μοιάσει στον πατέρα του. Είχε πάρει μέχρι και το παρατσούκλι του. «Μπουμ μπουμ». Ρέι «Μπουμ Μπουμ» Μαντσίνι.

Το στιλ του στο ρινγκ ήταν εξαιρετικό. Η σωματοδομή του, επίσης. Γρήγορος και εκρηκτικός. Δυνατός αλλά όχι βαρύς. Είχε ανέβει γρήγορα επίπεδα. Η πρώτη του προσπάθεια για να κατακτήσει έναν τίτλο όμως δεν ήταν επιτυχημένη. Στον 14ο γύρο είχε χάσει από τον Αλέξις Αργκουέλο. Η δεύτερη όμως ήταν διαφορετική. Πολύ καλή. Και... γρήγορη. Απέναντι στον Αρτούρο Φρίας είχε τελειώσει το παιχνίδι από τον πρώτο γύρο. Έναν χρόνο αργότερα, στις 8 Μαρτίου 1982.



Πλέον, αναζητούσε έναν άλλον αντίπαλο. Που θα του αποφέρει χρήματα, αλλά και φήμη. Μεγάλη φήμη. Εκτός Αμερικής. Ο Ντουκ-Κου Κιμ μπορούσε να τα προσφέρει όλα αυτά. Και φυσικά, έναν καλό αγώνα. Πιθανότατα και μια νίκη, καθώς πολλοί πίστευαν ότι τον «είχε».

Εάν όμως αυτοί είχαν κάνει μια έρευνα για τον Κορεάτη θα είχαν καταλάβει ότι ήταν πολύ πιο σκληρό «καρύδι» από ό,τι πίστευαν. Από αυτό που έδειχναν οι αριθμοί. 17 νίκες εξ αυτών οι οκτώ (8) νοκ-άουτ, μία ισοπαλία και μία ήττα.

Τι θα είχαν μάθει; Για τα παιδικά του χρόνια. Τα δύσκολα παιδικά του χρόνια.

Ήταν μόλις δυο χρονών όταν νίκησε έναν ιό που σκότωσε τον βιολογικό του πατέρα. Η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά. Η επιλογή της όμως ήταν άτυχη. «Ήταν μια γυναίκα με μεγάλη ατυχία», είχε πει ο Κιμ. Βλέπετε ο πατριός δεν μπορούσε να επιβληθεί στον μεγαλύτερο γιό του. Ήταν βίαιος.

Η Σουν Νιο Γιανγκ, δεν το σκέφτηκε πολύ. Πήρε μια ημέρα των πέντε ετών Ντουκ-Κου, τα άλλα της παιδιά και έφυγε από το σπίτι. Λίγες ώρες αργότερα έφτασε στο Μπάναμ, σε μια περιοχή, ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα. Εκεί άρχισε τη νέα της ζωή. Δύσκολα όμως.

«Δεν ντράπηκα καθόλου όταν έβλεπα τη μητέρα μου να επαιτεί για φαγητό. Πεινούσα. Πολύ», είχε γράψει ο Ντουκ-Κου.

Σιγά – σιγά τα πράγματα έγιναν καλύτερα. Η μητέρα του άρχισε να εργάζεται και αργότερα γνώρισε και τον τελευταίο της σύζυγο. Ήταν φτωχός αλλά καλός με τα παιδιά.

«Όταν ζητούσα λίγα χρήματα από τη μητέρα μου εκείνη κάθε φορά μου απαντούσε ότι δεν έχει. Και μετά με χτυπούσε. Κάθε φορά που ζητούσα», εξιστορεί ο Ντουκ-Κου και συνεχίζει στο ημερολόγιό του:

«Ο ένας μου αδερφός με “έσπρωχνε” για να μαλώνω με τα άλλα παιδιά του χωριού. Με ανάγκαζε. Τα άλλα παιδιά, τα μεγαλύτερα σε ηλικία, απολάμβαναν να παρακολουθούν τους αγώνες μου».

Όταν ενηλικιώθηκε ο Ντουκ-Κου έφυγε από το Μπανάμ. Πήγε στη Σεούλ. Το πρώτο χρονικό διάστημα έμεινε κάτω από μια γέφυρα. Μέχρι να βρει δουλειά και να αρχίσει να βγάζει τα πρώτα του χρήματα.

Στη Σεούλ γνώρισε τον Χιουν-Τσι Κιμ. Έναν παλαίμαχο πυγμάχο και ιδιοκτήτη της σχολής που πήγε.

«Τον παρατήρησα στο γυμναστήριο. Ήταν ο χειρότερος από όλους τους άλλους. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να πετύχει. Δεν ήταν γρήγορος. Δεν είχε δυνατά χέρια», περιγράφει.

Είχε όμως ένα μεγάλο προσόν έναντι των άλλων. «Είχε μεγάλη θέληση. Μεγάλο πείσμα, θάρρος, και είχε θράσος. Μεγαλύτερο από όλους όσους έχω γνωρίσει», είχε πει ο Γιουν-Γκου ένας από τους συναθλητές του.

Σιγά – σιγά άρχισε να βελτιώνεται στο μποξ. Και παράλληλα, να εξελίσσει και την ζωή του. Γνώρισε την Γιούνγκ-Μι. Την ερωτεύτηκε. Εκείνη όμως τον απέφευγε. Δεν ήθελε να τον δει. Οι γονείς της, την πίεζαν να παντρευτεί. Αλλά, όχι έναν πυγμάχο. Και εκείνος όμως την πίεζε. Με τον τρόπο του.

«Άρχισε να μου στέλνει γράμματα», είχε πει η Γιούνγκ-Μι η οποία θυμήθηκε και μια αράδα από ένα. «...Όταν ένας άντρας κλαίει, γιατί η καρδιά του πονάει, τότε όλος ο κόσμος, ο παράδεισος, η γη κλαίει μαζί του...». Την κέρδισε.

«Πριν δεχθώ να βγω μαζί του θέλησα να του κάνω ένα τεστ. Τον έβαλα να δεσμευτεί. Να σταματήσει το μποξ. Και εκείνος δεσμεύτηκε. Ότι δεν θα το κάνει. Αλήθεια δεν ήθελα να σταματήσει. Μπορούσα πλέον να δω πόσο πολύ το αγαπούσε».

Ο Ντουκ-Κου αγαπούσε όμως και εκείνη. Την Γιουνγκ-Μι. Και το απέδειξε.

Πώς; Στην Κορέα οι πυγμάχοι δεν έπρεπε να έχουν σχέση. Αλλοίωνε τον χαρακτήρα του «μαχητή», το πάθος για τη νίκη, την αφοσίωση. Ο δάσκαλός του αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Όμως ο Ντουκ-Κου δεν έκανε πίσω.

«Το να κάνει πίσω, θεωρούσε ότι ήταν κάτι ντροπιαστικό», εξηγεί ένας συναθλητής του. «Πλέον ο Ντουκ-Κου ήταν ένας καλύτερος πυγμάχος. Η σχέση του με την Γιουνγκ-Μι τον είχε κάνει περισσότερο επιμελή, πιο προσεκτικό. Και ακόμη περισσότερο θαρραλέο».

Στις 28 Φεβρουαρίου 1982 ήταν η ημέρα του. Στο παιχνίδι με τον Κουανγκ-Μιν Κιμ δεν έπαιζε μόνο τον τίτλο του πρωταθλητή. Αλλά έπαιζε και για το μέλλον του. Τα χρήματα που θα έπαιρνε -εάν νικούσε- θα ήταν αρκετά για να νοικιάσει ένα σπίτι με δύο δωμάτια. Για να συζήσει με την Γιουνγκ-Μι.

Πώς να μην τα καταφέρει λοιπόν; Μετά τη νίκη του αυτή, είχε χρήματα, φήμη, ήταν αποδεκτός από όλους και –πλέον- άρχισε να συζητά για τον γάμο.

Λίγους μήνες μετά τα είχε όλα! Και την Γιουνγκ-Μι. «Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ευτυχισμένος. Ένας άλλος άνθρωπος. Πίστευε ότι όλος ο κόσμος ήταν δικός του», λέει ο Σεο-Ιν Σεόνγκ, ένας φίλος του και συναθλητής του.

Με την αυτοπεποίθηση αυτή δεν δυσκολεύτηκε να πει «ναι» στην πρόταση που δέχθηκε να παίξει με τον Μαντσίνι. Άλλη μια φορά είχε αγωνιστεί στο εξωτερικό. Στις Φιλιππίνες. Και είχε νικήσει. Ο αντίπαλος όμως δεν ήταν και κάτι σπουδαίο. Ο Μαντσίνι ήταν σαφώς καλύτερός.

Λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για την Αμερική, το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, είχε πει στην Γιούνγκ-Μι.

«Είτε εκείνος θα πεθάνει. Είτε εγώ»...



Όταν ο Ραλφ Γουίλι, ο δημοσιογράφος του Sports Illustrated που κάλυπτε τον αγώνα μπήκε στη σουίτα του Ντουκ-Κου για να του πάρει συνέντευξη, πρόσεξε στον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι. Είχε γράψει αυτό που είχε πει και στην Γιουνγκ-Μι. «Είτε εκείνος θα πεθάνει, είτε εγώ».

Ο Γουίλι τον ρώτησε για το σαγόνι του, πιάνοντας το δικό του και κουνώντας το, δεξιά και αριστερά. «Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε. Δεν ήταν χαμόγελο αυτό, ήταν κάτι άλλο. Περιφρόνηση μάλλον», εξιστορεί ο Γουίλι. «Άγγιξε απαλά το σαγόνι του με δύο δάκτυλα του δεξιού του χεριού. Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο στο μαρμάρινο πρεβάζι του. Το ακούμπησε και πέρασε πάνω του τα δάκτυλά του. Τα ίδια δάκτυλα που είχε αγγίξει το σαγόνι του. Με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο απαλά. Τότε γύρισε το βλέμμα του. Η συνέντευξη είχε τελειώσει».

Ένας άντρας της ομάδας του Μαντσίνι είχε παρακολουθήσει μια προπόνηση του Ντουκ-Κου... Τότε άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα θα ήταν πιο δύσκολα, απ’ ό,τι πίστευαν. «Θα έχουμε έναν πόλεμο. Δεν αμφιβάλλω για αυτό», είχε πει σε κουβέντα που είχε με τους αμερικανούς δημοσιογράφους ο Μαντσίνι. Είχε αρνηθεί, από την πρώτη στιγμή να πιστέψει ότι ο αγώνας θα ήταν εύκολος.



Το ρινγκ στήθηκε έξω από το Caesars. 10.000 καθίσματα! Την ημέρα του αγώνα, όλα ήταν γεμάτα.

Το καμπανάκι χτύπησε. Ο Ντουκ-Κου του έριξε ένα αριστερό ντιρέκτ. Και μετά από λίγο άλλο ένα. «Ήξερα ότι πρέπει να φάω κάποιες», τόνισε αργότερα ο Ρέι, ο οποίος άρχισε να... απαντά. Ο αγώνας ήταν σκληρός. Και οι δύο ήταν αποφασισμένοι να πονέσουν τον αντίπαλό τους, αλλά να πονέσουν και οι ίδιοι.



Στον τρίτο γύρο ο Μαντσίνι φαινόταν καθαρά περισσότερο επιβαρυμένος από τον αγώνα. Και τα χτυπήματα. Είχε «περάσει» όμως κάποια καλά κροσέ στο κεφάλι του Ντουκ-Κου.

«Κάτι θα γίνει στον αγώνα αυτό. Είτε ο ένας θα πέσει είτε θα χτυπήσει πολύ άσχημα». Ο Τζιλ Κλάνσι καταλάβαινε ότι κάτι δεν θα πάει καλά στο παιχνίδι αυτό. Το είχε ζήσει. Στις 24 Μαρτίου 1962 ήταν «παρών» στον αγώνα στον οποίο ο Μπένι Πάρετ είχε χτυπήσει τόσο άσχημα, που είχε πέσει κώμα.

Ο αγώνας συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο. Και οι δύο πυγμάχοι είχαν δεχθεί πολλά χτυπήματα. Στον 12ο γύρο o Ρέι πέρασε ένα άπερκατ. Το γόνατο του Ντουκ-Κου, προς στιγμήν άγγιξε στο ρινγκ. Σηκώθηκε άμεσα όμως. Δεν ήταν νοκ-άουτ. Αλλά ήταν το σημάδι ότι ο Κορεάτης ήταν πλέον ο πυγμάχος ο οποίος είχε επιβαρυνθεί περισσότερο. Στον επόμενο γύρο ο Ρέι πέρασε συνολικά 44 χτυπήματα. Ο Ντουκ-Κου ήταν επιβαρυμένος, αλλά δεν τα είχε παρατήσει. Προσπαθούσε.

Μέχρι τον 14ο γύρο. Δεξί ντιρέκτ, αριστερό κροσέ και πάλι ένα δεξί που βρήκε «γεμάτα» το πρόσωπο του Ντουκ-Κου. Έπεσε στα σχοινιά. Είχαν περάσει 19 δευτερόλεπτα. Ο αγώνας είχε τελειώσει.



Στη Σεούλ, σε ένα φιλικό σπίτι η Γιουνγκ-Μι δεν άντεχε να βλέπει. Είχε κλείσει την τηλεόραση. Δεν άντεχε όμως και την αγωνία. Και ζήτησε από τη φίλη της να την ανοίξει και πάλι. «Δεν δουλεύει», της είπε. Ήταν ψέματα! Δεν ήθελαν να την αγχώσουν περισσότερο, στην κατάστασή της. Φοβόνταν για το παιδί που κυοφορούσε.



Ο Ντουκ-Κου είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Άμεσα του έκαναν αξονική. Τα αποτελέσματά της δεν ήταν καλά. Αιμάτωμα, ένας θρόμβος αίματος στη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου. Μεγάλος σε όγκο. Περισσότερα από 100 γραμμάρια. Ο νευροχειρουργός ζήτησε άμεσα να τον ετοιμάσουν για εγχείρηση.

Μετά από περίπου 2,5 ώρες. Δεν υπήρχε ελπίδα. Καμία. Ο εγκέφαλος του ήταν νεκρός. Τον κρατούσαν στη ζωή τα μηχανήματα. Και ο νόμος στη Νεβάδα όριζε ότι δεν μπορούν να τον κρατήσουν έτσι στη ζωή.



«Εξηγήσαμε στη μητέρα του τι ακριβώς συμβαίνει. Και τι ορίζει ο νόμος. Δεν χρειαζόμασταν τη συγκατάθεσή της», είπε ένας από τους θεράποντες ιατρούς. Η μητέρα του ζήτησε τα όργανά του να δοθούν για μεταμόσχευση.

Μετά από τέσσερις ημέρες ο Ντουκ-Κου... ξεψύχησε. Στις 18 Νοεμβρίου. Μια γροθιά είχε προκαλέσει το αιμάτωμα αυτό είπε ο νευροχειρούργος!

Ο Μαντσίνι άργησε να μάθει τι είχε συμβεί. Σε συνέντευξη που έδωσε το πρωί της επόμενης ημέρας του αγώνα φαινόταν περίεργα. «Ήταν ένας πολύ ωραίος αγώνας. Διατήρησα τον τίτλο μου, αλλά τι είμαι, είμαι ένας ήρωας; Και ποιος μπορεί να μου πει ότι δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ στο νοσοκομείο. Και πώς μπορώ να πω: ‘’Καλύτερα εκείνος από εμένα’’».

Του ζήτησαν να προσευχηθεί για τον Ντουκ-Κου. Το έκανε. Αλλά...

«Η περίοδος που ακολούθησε ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Ο Μαντσίνι ένιωθε υπεύθυνος για τον θάνατο του Ντουκ-Κου. Ποτέ δεν ήταν ο ίδιος», εξιστορεί ο μάνατζέρ του Μπομπ Αρούμ. «Είμαι πολύ λυπημένος. Πάρα πολύ από ό,τι έγινε. Γνωρίζεις ότι αυτά μπορούν να συμβούν στο επάγγελμά μας αλλά με πονάει πάρα πολύ το να ξέρω ότι ήμουν ένα μέρος αυτού. Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου, αλλά ούτε και μπορώ να θεωρήσω ότι δεν έχω καμία συμμετοχή. Είμαι Χριστιανός. Εναποθέτω στον Θεό τα πάντα και πιστεύω ότι όλα συμβαίνουν για έναν λόγο. Όμως δεν μπορώ να απαντήσω σε κάποιες ερωτήσεις. Θέε μου βοήθησε με να βρω τις απαντήσεις. Τις χρειάζομαι», είχε πει ο Μαντσίνι δημοσίως.



Ο Μαντσίνι έδωσε το «παρών» στην κηδεία. Εκεί δεν του συμπεριφέρθηκαν άσχημα γιατί γνώριζαν τους κινδύνους που υπάρχουν. Αλλά υπήρξαν κάποιοι που τον πλησίασαν και τον ρώτησαν εάν εκείνος τον σκότωσε! Τον πλήγωσαν πολύ.



Ο θάνατος του Ντουκ-Κου επηρέασε όλη την οικογένεια του Μαντσίνι. «Στο σχολείο οι συμμαθητές της κόρης μου της φώναζαν ότι ο «πατέρας σου είναι ένας δολοφόνος». Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν είναι υπεύθυνο ένα παιδί για κάτι που θα κάνουν οι γονείς του», εξιστορεί ο Μαντσίνι.

Ο θάνατος αυτός όμως επηρέασε και άλλους. Τέσσερις εβδομάδες μετά τον αγώνα ο Τζόι Κέρτις διαιτήτευσε έναν άλλο αγώνα. Τον σταμάτησε όμως πιο γρήγορα, φοβούμενος για την κατάσταση της υγείας του ενός αθλητή. Το παραδέχθηκε πως έκανε λάθος. Δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Και έβαλε τέλος στη ζωή του λίγους μήνες αργότερα.

Η μητέρα του Ντουκ-Κου πάλευε να βγάλει από το μυαλό της την εικόνα του γιού της στο κρεβάτι του νοσοκομείου, και τις στιγμές που έζησε όταν εσπευσμένα «πέταξε» από την Σεούλ στην Αμερική. Δεν τα κατάφερε. Τρεις μήνες μετά το παιχνίδι ήπιε δηλητήριο και πέθανε.

Η Γιουνγκ-Μι όμως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Είχε ένα παιδί. Γέννησε και το μεγάλωσε. Ο Κιμ-Τσι Βαν έγινε οδοντίατρος. Και το 2011 συνάντησε τον Μαντσίνι για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ.



Την επόμενη εβδομάδα του αγώνα το Sports Illustrated είχε εξώφυλλο μια φωτογραφία από τον αγώνα με τίτλο: «Τραγωδία στο ρινγκ». Με λεπτομέρειες για το παιχνίδι και τους αθλητές. Ο αγώνας αυτός ήταν ο πρώτος του Ντουκ-Κου με 15 γύρους. Ο Ρέι όμως το είχε ξανακάνει.



Υπήρχαν πιέσεις προς όλους για να αλλάξουν κανονισμοί. Και έγινε. Άλλαξαν πολλοί.

Μια εξ αυτών; Οι 15 γύροι μειώθηκαν στους 12 σε αγώνες που έκριναν τίτλους. Μια αλλαγή την οποία υιοθέτησαν όλες οι ομοσπονδίες. Όπως και τις άλλες. Στη Νεβάδα αποφάσισαν να αυξήσουν και τον αριθμό των σχοινιών του ρινγκ. Από τρία στα τέσσερα. Πολλές φορές –βλέπετε- οι πυγμάχοι δεν είχαν κρατηθεί από τα τρια μόνο σχοινιά.

Υπήρξαν όμως και άλλες αλλαγές. Μεγαλύτερη «ευαισθησία» κατά τη διάρκεια των αγώνων. Περισσότεροι έλεγχοι στους αθλητές πριν τον αγώνα. Ηλεκτροκαρδιογραφήματα, εξετάσεις πνευμόνων, εγκεφαλοδιαγράμματα και πολλά άλλα.

Ένας μεγάλος πυγμάχος είχε σχολιάσει... «Στην εποχή μας, πριν το 1982, κάναμε ΜΟΝΟ γενικές εξετάσεις αίματος και μας τσέκαραν τον σφυγμό. Όχι πια!».

Αυτό ήταν... Ένα άθλημα είχε αλλάξει!



Δ. Καππάτος

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube