Η συζήτηση για το αν το ποδόσφαιρο είναι ένα δίκαιο ή άδικο σπορ, θα αποτελεί θέμα για ψυχανάλυση όλων όσων προσπαθούν να βρουν άκρη. Όλοι μας θα θέλαμε η δική μας ομάδα να παίρνει τίτλους, σκορπώντας τον τρόμο σε κάθε αντίπαλο, να έχει πάρει όλα τα ντέρμπι, ακόμα και χωρίς ήττα. Για να μην είμαι απόλυτος και υπερβολικός στο όλοι, θα βάλω οι περισσότεροι για να είμαι μέσα. Τα όσα θα καταθέσω παρακάτω, δεν αποτελούν προσωπική εκτίμηση, αλλά αποτελούν τους κανόνες, ειδικά για τις ομάδες που έχουν πάρα πολλά χρόνια να πάρουν τον τίτλο.
Σε πολύ παρελθοντικές συζητήσεις που έχουν λάβει χώρα στο ραδιόφωνο, έχω καταθέσει πολλάκις την άποψη πως οι ομάδες οι οποίες απέχουν για μεγάλα διαστήματα από τους τίτλους, συνήθως τον πρώτο τους τίτλο μετά από χρόνια, τον κατακτούν κυρίως με κυνικά αποτελέσματα. Η κουβέντα λοιπόν για τον ΠΑΟΚ που δεν παίζει, όσο καλά θα έπρεπε, σαν ένας επίξοδος πρωταθλητής, δεν έχει νόημα, από τη στιγμή που κλείνει σχεδόν ένας ολόκληρος γύρος και υπάρχει ένα σημαντικό προβάδισμα δικό του, έναντι των υπολοίπων αντιπάλων. Ο ΠΑΟΚ μπορεί να μην είναι εντυπωσιακός, είναι όμως ο πιο έτοιμος πνευματικά, για να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Κι αυτό παίζει πιο καταλυτικό ρόλο τελικά, για το αν θα πάρεις τον τίτλο από το να παίξεις καλό ποδόσφαιρο.
Διαχρονικά, φέρνοντας στο μυαλό μου, τουλάχιστον στα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, το πώς έχουν κυλήσει τα πράγματα, σε αρκετά πιο φυσιολογικές χρονικές αποστάσεις ανάμεσα σε τίτλους που πήραν ομάδες, απ’ όσο απείχε ο τελευταίος τίτλος της ΑΕΚ την περσινή σεζόν από τον προηγούμενο, αλλά και του ΠΑΟΚ που έχει να πάρει τίτλο μια γενιά και βάλε, το κύριο συστατικό των τίτλων που ήρθαν μετά από δεκαετία σε κάποιους ήταν ο κυνισμός.
Έτσι λοιπόν θα θυμηθώ πρώτα τον τίτλο της ΑΕΚ, τον πρώτο στα επαγγελματικά χρόνια και τον επόμενο μετά από 10 χρόνια. Η Ένωση είχε κάνει κάποιες νίκες κλειδιά ή είχε πάρει πολύ οριακά αποτελέσματα με ήρωα και τον Σπύρο Οικονομόπουλο με μυθικές επεμβάσεις σε πέναλτι. Ο Δικέφαλος επικράτησε εκείνη τη χρονιά με 1-0 στο ΟΑΚΑ, με τον Οκόνσκι στο ματς με τους «πράσινους» και με τον Καραγκιοζόπουλο στο αλήστου μνήμης παιχνίδι, ενώ είχε αλώσει την Τούμπα με γκολ του Χριστοδούλου. Είχε πάρει μια ισοπαλία στο Καυτανζόγλειο με 0-0 και είχε περάσει διά πυρός και σιδήρου από τη Λάρισα με 1-0 επίσης. Αυτά τα πέντε αποτελέσματα αρκούσαν για να της δώσουν τον τίτλο, παρά το γεγονός πως είχε αναπάντεχες ήττες, εντός έδρας όπως εκείνη με τον Άρη ή η ήττα στη Ριζούπολη, λίγες μέρες πριν πάει στο Ολυμπιακό Στάδιο για να κερδίσει τον Ολυμπιακό.
Η ΑΕΚ στην απόσταση των 24 ετών μέχρι να φτάσει στον τίτλο, τον περασμένο Απρίλιο ουσιαστικά, χρειάστηκε να πάρει μαθήματα. Έκανε δύο θεαματικές ανατροπές απέναντι στον Ολυμπιακό, ωστόσο ήταν κυνική ειδικά στον δεύτερο γύρο, όταν τα ματς άρχισαν να γίνονται πιο αγχωτικά. Για παράδειγμα θυμίζω πως νίκησε 1-0 τον Πανιώνιο στο κομβικό παιχνίδι που ο ΠΑΟΚ είχε χάσει από τον Αστέρα, νίκησε με 1-0 τη Λαμία στο Περιστέρι, πέρασε με 1-0 από Πλατανιά και Ριζούπολη ακόμα και τη μέρα της απονομής. Νίκησε δύσκολα τον ΠΑΣ με 3-1, στον Λεβαδειακό έβαλε δύο γκολ και έσβησε, ενώ και τον Αστέρα στην έδρα της, τον νίκησε με 1-0. Σε έναν μεγάλο βαθμό, το πρωτάθλημα της Ένωσης ήταν πέρσι εντυπωσιακό, ωστόσο μέσα στο 2018, το άγχος πύκνωνε και αυτό ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
Ο Ολυμπιακός όταν επέστρεψε στους τίτλους μετά από μια δεκαετία, πέρα από την βοήθεια της διαιτησίας, είχε και πολλές οριακές νίκες. Ήταν μια σχετικά καινούρια ομάδα, με νέα πρόσωπα, που έμαθε όμως κυρίως τις δύο πρώτες χρονιές του Μπάγεβιτς να παίρνει τα αποτελέσματα. Όταν λοιπόν και γι’ αυτόν είχε μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα για τα δικά του δεδομένα χωρίς τίτλο, ο Ολυμπιακός κατάφερε να το πάρει, χωρίς να παίξει κάποια σπουδαία μπάλα. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον Παναθηναϊκό του 2004, που είχε κι εκείνος πολλές οριακές νίκες και με ήρωα τον Εμάνουελ Ολισαντέμπε που ήταν ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής σε Τούμπα, Κορυδαλλό, Πύργο, ενώ ο Σανμαρτεάν είχε δώσει προβάδισμα στο «τριφύλλι» με την γκολάρα στη Νέα Σμύρνη, την ώρα που ο Ολυμπιακός έχανε στη Ριζούπολη από την ΑΕΚ με το γκολ του Λάκη.
Κάτι σαν τον αγαπημένο «Μανώλη» των Παναθηναϊκών, είναι φέτος ο Πρίγιοβιτς για τον ΠΑΟΚ. Ο άνθρωπος που με την παρουσία του κάνει την μεγάλη διαφορά, είναι ο παίκτης που όταν θα χρειαστεί, θα βάλει το γκολ από του πουθενά, θα κερδίσει το πέναλτι, θα κάνει τη διαφορά. Είναι αυτό ακριβώς που έχει ο ΠΑΟΚ και δεν έχει βρει ο Ολυμπιακός στο πρόσωπο, είτε του Γκερέρο, είτε του Χασάν. Ο παίκτης που θα στείλει την μπάλα στα δίχτυα είναι αυτός που κάνει τη διαφορά στις ομάδες, συν το πόσο ουσιαστικές μπορεί να είναι αυτές. Συνήθως οι μεγάλες ευκαιρίες που έρχονται σε μεγάλη πυκνότητα μπορεί να φέρουν σημαντικές νίκες, όχι απαραίτητα όμως και τον τίτλο. Είναι πιο σύνηθες να το πάρεις, όταν είσαι κυνικά αποτελεσματικός.
Με όρους όχι βέβαια ελληνικούς, αλλά μέσα στο πλαίσιο που μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο, αυξημένες πιθανότητες, ακριβώς γιατί είναι λιγότερο εντυπωσιακή από πέρσι, αλλά πιο κυνική, έχει και η Λίβερπουλ. Αυτή η ομάδα φέτος, δεν θυμίζει ειδικά την αρμάδα των ρεντς από τον Ιανουάριο και μετά, αλλά είναι πιο έτοιμη να πάρει αποτελέσματα με λιγότερες φάσεις και σαφέστατα με κανονικό τερματοφύλακα και καλύτερη άμυνα.