Αποφασισμένος ν’ αφήσει το δικό του στίγμα στην εθνική Ελλάδας και να την επαναφέρει στις επιτυχίες δήλωσε ο Τζον Φαν’τ Σιπ.

Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην «A’ Bola», ο ομοσπονδιακός τεχνικός παραδέχθηκε το αρνητικό κλίμα που υπήρχε όταν ανέλαβε, αλλά και την ικανοποίησή του για την αντιστροφή που υπήρξε με την ανανέωση σε παίκτες.

Αφού ευχήθηκε λοιπόν να μείνει αρκετό διάστημα για ν’ αφήσει κληρονομιά στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, απάντησε για τους Βλαχοδήμο-Σάμαρη, αποθέωσε τον Κρόιφ και συνέκρινε τον Κριστιάνο Ρονάλντο με τον Μάρκο Φαν Μπάστεν.

Αναλυτικά όσα είπε ο Φαν’τ Σιπ

-Ποια είναι η εικόνα που έχετε για τον Covid-19 και την εξάπλωσή του στην Ελλάδα και την Ολλανδία;

«Δεν είμαι στην Ολλανδία, ζω στην Ελλάδα, στην Αθήνα, αλλά παρακολουθώ την κατάσταση που επικρατεί στην Ολλανδία μέσω τηλεόρασης. Στην Ελλάδα οι αρχές έδρασαν πολύ γρήγορα, έκλεισαν σχολεία και μαγαζιά πρώτα και μετά συνέχισαν ενεργώντας με ταχύτητα για την απομόνωση του κόσμου στο σπίτι του. Έμαθαν από αυτά που συνέβησαν σε άλλες χώρες και έδρασαν γρήγορα, μόλις είδαν τί συνέβη στην π.χ. Ιταλία.

Επίσης, αυτό συνέβη επειδή τα νοσοκομεία εδώ δεν είναι προετοιμασμένα να δεχτούν πολλούς ασθενείς ταυτόχρονα. Χρειάστηκε να ενεργήσουν γρήγορα επειδή υπάρχει αρκετός ηλικιωμένος πληθυσμός. Οι αρχές δεν ήθελαν να αναλάβουν ρίσκα, έτσι έλαβαν σωστές αποφάσεις και ο κόσμος σέβεται τους κανόνες. Υπάρχουν λιγότερα κρούσματα σε σχέση με άλλες χώρες.

Στην Ολλανδία, η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν αυτή της "έξυπνης" απομόνωσης, δηλαδή ο καθένας είναι υπεύθυνος από μόνος του για την προστασία των υπολοίπων. Μόνο αργότερα ξεκίνησαν να κλείνουν μαγαζιά και εστιατόρια, ενώ άλλες δραστηριότητες παρέμειναν ανοιχτές. Σε σχέση με άλλες χώρες τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε τί είναι καλύτερο. Ίσως έτσι περισσότερα άτομα αποκτήσουν ανοσία συντομότερα και αυτό επιτρέψει την επαναφορά σε μια κανονικότητα στη ζωή τους. Βέβαια, αυτή η κανονικότητα δεν νομίζω να είναι πια αυτό που σκεφτόμασταν ως κανονικότητα πριν».


-Κατά πόσο η πανδημία επηρέασε τον τρόπο εργασίας σας;

«Η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορώ να κάνω και πολλά πράγματα. Αν ήμουν προπονητής σε κάποιο σύλλογο, η διαφορά θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Ωστόσο, η ρουτίνα δουλειάς ενός ομοσπονδιακού εκλέκτορα δεν είναι η ίδια. Δεν έχω προπόνηση κάθε μέρα με τους παίκτες μου. Σίγουρα, πήγαινα να δω αγώνες ζωντανά κάθε εβδομάδα, είχα συναντήσεις με το τεχνικό επιτελείο μου για να συζητήσουμε για παίκτες, και άλλες συναντήσεις με την ΕΠΟ για τον σχεδιασμό πλάνων. Τώρα, όλα αυτά έχουν σταματήσει».

-Πιστεύετε ότι οι εθνικές και διεθνείς διοργανώσεις πρέπει να ολοκληρωθούν φέτος;

«Ειλικρινά, κανείς δεν ξέρει τί θα συμβεί. Το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε την εξέλιξη του ιού. Αυτό θα μας επιτρέψει να λάβουμε αποφάσεις σχετικά με τις αθλητικές διοργανώσεις. Τα πάντα έχουν να κάνουν με την υγεία του κόσμου, όχι μόνο των παικτών, αλλά και όλων όσων εργάζονται στο περιβάλλον του ποδοσφαίρου. Η απάντηση στο αν θα ξαναρχίσουν οι αθλητικές διοργανώσεις ή όχι θα δοθεί από τον ιό. Αργά ή γρήγορα βέβαια, θα χρειαστεί να ληφθούν αποφάσεις, αυτή είναι η αλήθεια».

-Ποιο θα ήταν το λογικό χρονοδιάγραμμα προκειμένου να ολοκληρωθούν τα πρωταθλήματα;

«Οι παίκτες χρειάζονται ξεκούραση. Δεν έχουν προπονηθεί πλέον εδώ και καιρό. Δηλαδή, προπονούνται ή κάνουν κάτι στο σπίτι τους, αλλά δεν είναι το ίδιο. Αλλά αυτή η ξεκούραση είναι διαφορετική από αυτή που έχουν όταν χαλαρώνουν στις διακοπές του καλοκαιριού. Αν καταφέρουμε να τελειώσει η σεζόν στα μέσα Αυγούστου, μπορούμε να ξεκινήσουμε τη νέα σεζόν τον Σεπτέμβριο. Δεν γίνεται να υπάρχουν παύσεις τον χειμώνα, μιας και υπάρχει και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Θα είναι μια αγωνιστική περίοδος με πολλή μεγάλη ένταση, ίσως με δύο αγώνες την εβδομάδα».

-Ποιοι είναι οι στόχοι σας στην Εθνική Ελλάδος;

«Η ομοσπονδία με προσέλαβε τον Αύγουστο. Στόχος είναι να προσπαθήσουμε να προκριθούμε στην επόμενη μεγάλη διοργάνωση, μετά το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Δεν καταφέραμε να προκριθούμε στο ευρωπαϊκό, αλλά όταν μπήκα στην Εθνική ήδη ήταν πολύ δύσκολο να πετύχουμε κάτι. Κατά δεύτερο λόγο, είναι σημαντικό να ανανεώσουμε την ομάδα και να προσθέσουμε νέα ενέργεια, με νέους ποδοσφαιριστές.

Όταν πλέον και μαθηματικά μείναμε εκτός ευρωπαϊκού, αρχίσαμε να καλούμε νέους παίκτες και να σκεφτόμαστε το μέλλον. Είναι σημαντικό να αναδιαρθρώσουμε λίγο την ομάδα. Έτσι, την κατάλληλη στιγμή καλέσαμε ελπιδοφόρους παίκτες και είχαμε καλά αποτελέσματα στα τελευταία τρία ματς, όπως επίσης κάναμε και έναν καλό αγώνα με την Ιταλία. Θέλουμε να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο.

Αλλά πάντα έχουμε στο μυαλό μας τους παίκτες που είναι σε καλή κατάσταση, ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι παίκτες υψηλού επιπέδου πάντα θα έχουν την ευκαιρία να είναι στην ομάδα. Το σημαντικότερο είναι να έχεις παίκτες που νιώθουν περηφάνια που παίζουν για την Εθνική. Δεν ήμουν στο τιμόνι της τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, αλλά υπήρχε αρνητική ενέργεια γύρω από την ομάδα, προβλήματα μεταξύ παικτών, προβλήματα μεταξύ των παικτών και της Ομοσπονδίας. Προσπαθούμε να τα αφήσουμε αυτά πίσω μας και να φέρουμε νέο πνεύμα, νέα ενέργεια και έναν νέο τρόπο με τον οποίο θα αγωνιζόμαστε».


-Τελευταία φορά που η Ελλάδα προκρίθηκε σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης ήταν το 2014, στο Μουντιάλ, με προπονητή τον Φερνάντο Σάντος. Ποια είναι η κληρονομιά που άφησε ο κ. Σάντος στην Εθνική Ελλάδος;

«Ο Ότο Ρεχάγκελ, το 2004, είχε μια πολύ καλή γενιά παικτών. Κανείς δεν περίμενε ότι η Ελλάδα θα κατακτούσε το ευρωπαϊκό το 2004, αλλά αυτού του είδους τα πράγματα μπορούν να συμβούν. Είναι σημαντικό να κοιτάξουμε τι δημιουργούμε και πρέπει να το σκεφτούμε αυτό. Είναι δύσκολο να κοιτάζεις την δουλειά άλλων ομοσπονδιακών εκλεκτόρων. Σίγουρα είναι θετικό να βλέπεις τι έκαναν καλά, μιας και από κάτι τέτοιο πάντα μπορείς να μάθεις κάτι. Επίσης και ο Φερνάντο Σάντος αναμφίβολα έκανε ένα καταπληκτικό έργο. Ο κ. Φύσσας, αθλητικός διευθυντής της ομοσπονδίας, μιλά πάντα με τα καλύτερα λόγια για τον Φερνάντο Σάντος. Θέλουμε να κάνουμε τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο, με βάση το δικό μας μοντέλο παιχνιδιού και θέλουμε παίκτες που νιώθουν περηφάνια που εκπροσωπούν την Ελλάδα».

Ακούγονται παράπονα ότι η Εθνική ομάδα της Πορτογαλίας δεν παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο. Συμφωνείτε;

«Ίσως να παραπονούνταν ακόμα περισσότερο αν έπαιζαν θελκτικό ποδόσφαιρο αλλά δεν νικούσαν. Πρέπει να κρατιόμαστε σε αυτό που πιστεύουμε για να φτάσουμε στα καλά αποτελέσματα. Μου αρέσει η επίθεση, η κατοχή της μπάλας, αλλά κάποιες φορές αυτό δεν είναι δυνατό, είτε επειδή δεν έχουμε την ποιότητα να το κάνουμε αυτό με την ομάδα που διαθέτουμε, είτε επειδή ο αντίπαλος είναι πιο δυνατός και πρέπει να αμυνθούμε καλά. Έχει να κάνει με την ισορροπία μεταξύ καλής αμυντικής και επιθετικής λειτουργίας.

Νομίζω πως η Λίβερπουλ είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτών που λέω. Ξέρει πως να αμύνεται καλά και παίζει πολύ ελκυστικό ποδόσφαιρο όταν επιτίθεται. Αυτό είναι κάτι που όλοι οι προπονητές θέλουν. Καλή άμυνα ως ομάδα και επίθεση όπως η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα, παραδείγματος χάριν. Και εμείς πρέπει να βρούμε μια ανάλογη ισορροπία, να ψάξουμε ποδοσφαιριστές που μπορούν να το πετύχουν, να έχουμε καλά αποτελέσματα και να αφήσουμε μια καλή κληρονομιά. Αυτό θα ήθελα να κάνω με την Ελλάδα: Να έχω καλά αποτελέσματα, να βοηθήσω την ομάδα να βελτιωθεί και να ωριμάσει και να αφήσω μια καλή παρακαταθήκη στον επόμενο. Ελπίζω να μείνω αρκετό χρόνο για να το πετύχω».


-Νιώθετε την υποχρέωση η ομάδα σας να παίζει ποιοτικό και ελκυστικό ποδόσφαιρο, δεδομένου ότι διατελέσατε μαθητής του Ρίνους Μίχελς;

«Ο Ρίνους Μίχελς κατάφερε να βγάλει τον καλύτερο εαυτό των Ολλανδών, αυτό το πνεύμα περιπέτειας που μας χαρακτηρίζει, όπως και την έφεση στο επιθετικό ποδόσφαιρο. Τρέφαμε μεγάλο σεβασμό για αυτόν. Ξέρετε, δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος στις λεπτομέρειες του παιχνιδιού, αν και προετοίμαζε πολύ καλά το κάθε παιχνίδι με τον τρόπο που μας μιλούσε. Η εθνική Ολλανδίας του 1974 άλλαξε αρκετά στο πώς παίζεται το ποδόσφαιρο. Ήταν το 4-3-3 του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου. Το 1988, κερδίσαμε το ευρωπαϊκό με σχηματισμό 4-4-2. Αν και, για να είμαι ειλικρινής δεν ήταν ο Μίχελς αυτός που με επηρέασε περισσότερο».

-Ποιος ήταν τότε;

«Ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ. Αυτός είχε μέσα μου μεγαλύτερο αντίκτυπο. Είχα την τύχη να παίξω μαζί του, αλλά και να είναι προπονητής μου αργότερα. Θεωρώ πως δεν υπήρχε άλλος με τόση ικανότητα να προπονεί στις λεπτομέρειες, κανείς που να ήξερε ακριβώς αυτό που έπρεπε κάθε παίκτης να κάνει μέσα στον αγωνιστικό χώρο, ποια θα έπρεπε να είναι η τοποθέτησή του, πως να εκμεταλλεύεται τον χώρο μεταξύ των γραμμών, πως θα έπρεπε να δημιουργεί αριθμητική υπεροχή στον χώρο του κέντρου.

Για παράδειγμα, στην εθνική, με τον Κούμαν, είχαμε πάντα έναν επιπλέον παίκτη στον χώρο της μεσαίας γραμμής. Αυτό μας επέτρεπε να έχουμε μεγαλύτερη κατοχή της μπάλας. Ο Κρόιφ ανέπτυξε τις ιδέες του σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο στην Μπαρτσελόνα, όπου έχοντας μεγαλύτερη οικονομική στήριξη και άνεση, μπόρεσε να αποκτήσει και να προπονήσει μερικούς από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου».


-Πόση ικανοποίηση σας δημιουργούσε το να παίζετε με τον Φαν Μπάστεν, τον Ράικαρντ, τον Κούμαν και να είστε πρωταθλητής Ευρώπης του 1988;

«Αυτές οι εποχές ήταν πολύ ξεχωριστές. Ήμουν ευλογημένος που κατάφερα να παίξω υπό τις οδηγίες του Κρόιφ, ή που έπαιξα στην ίδια ομάδα με τον Βαν Μπάστεν, τον Γκούλιτ και τον Ράικαρντ. Αλλά και εκείνοι πρέπει να νιώθουν ευλογημένοι που έπαιξαν μαζί μου (…γέλια)».

-Θα επιλέγατε τον Φαν Μπάστεν ή τον Κριστιάνο Ροντάλντο για την ομάδα σας;

«Δυστυχώς, ο Μάρκο αναγκάστηκε να σταματήσει την καριέρα του σε ηλικία μόλις 28 ετών. Τότε ήταν στο απόγειο της καριέρας του, αλλά οι τραυματισμοί τον ανάγκασαν να σταματήσει. Αν κάνουμε μια σύγκριση των δύο μέχρι την ηλικία των 28, ίσως να λέγαμε ότι είχαν πετύχει παρόμοια πράγματα. Ο Μάρκο κατέκτησε τρεις φορές την Χρυσή Μπάλα, ήταν ο καλύτερος του κόσμου. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι 35 ετών και ακόμα παίζει. Δεν μπορούμε να τους συγκρίνουμε επειδή έπαιξαν σε διαφορετικές εποχές. Είναι τα καλύτερα εννιάρια της εποχής τους. Ο Ρονάλντο, από φυσικής πλευράς είναι σε εξαιρετική κατάσταση.

Τα τελευταία χρόνια οι ποδοσφαιριστές είναι πολύ καλύτεροι σε φυσικό επίπεδο και καλύτερα προετοιμασμένοι. Αν εμείς, οι παίκτες εκείνης της εποχής, είχαμε γεννηθεί σε αυτήν, θα ήταν το ίδιο. Είναι λίγο αστείο που τώρα, λόγω του κορωνοϊού, η τηλεόραση δείχνει κάποια παιχνίδια που έχουν μείνει στην ιστορία με ολλανδικές ομάδες, κάποιους τελικούς των Κυπέλλων Πρωταθλητριών Ευρώπης, όπως το Μίλαν-Άγιαξ 4-1 το 1969 ή το Φέγιενορντ-Σέλτικ 2-1 το 1970.

Τότε πράγματι ήταν οι καλύτερες ομάδες του κόσμου. Και όμως, είναι λες και βλέπουμε το ματς σε αργή κίνηση. Βλέπουμε πολλούς χώρους, ή έναν παίκτη να χάνει τη μπάλα και τον αντίπαλό του να την κουβαλά για 20 μέτρα χωρίς κανέναν αντίπαλο κοντά. Είναι ενδιαφέρον να καταλάβουμε πως άλλαξε το παιχνίδι, πως έγινε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τίποτα από ό,τι γινόταν τότε δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί αυτήν την εποχή».


-Ας επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Πως βλέπετε τον Βλαχοδήμο;

«Είναι βασικός στην Μπενφίκα, έπαιξε στο Champions League πέρυσι και φέτος και είναι ένας από τους τερματοφύλακες που έχουμε στη διάθεσή μας. Τον υπολογίζουμε. Όταν ξεκινήσαμε την δουλειά μας στην εθνική, το κάναμε με ανοιχτό μυαλό. Καλέσαμε τον Βλαχοδήμο, τον Μπάρκα και τον Πασχαλάκη. Ο Μπάρκας έπαιξε στα δύο πρώτα παιχνίδια, ο Πασχαλάκης στα επόμενα δύο και ο Βλαχοδήμος στα τελευταία δύο. Είναι διαφορετικού στυλ τερματοφύλακες ο καθένας τους. Ο Βλαχοδήμος τα πήγε καλά στα τελευταία δύο ματς. Είναι ένας επαγγελματίας που βρίσκεται στο πιο υψηλό επίπεδο και μπορεί να βελτιωθεί ακόμα πολύ. Οι τερματοφύλακες βελτιώνονται μεγαλώνοντας και έχει πολύ χρόνο μπροστά του. Βέβαια, όπως και οι υπόλοιποι, πρέπει να παίζει καλά για να καλείται».

-Φαίνεται ότι του ταιριάζει καλύτερα να διαβάζει το παιχνίδι και να κινείται έξω από την περιοχή του, δεδομένου ότι η άμυνα της Μπενφίκα παίζει πολύ ψηλά. Συμφωνείτε;

«Αυτό είναι το πιο σημαντικό, στο οποίο πρέπει να δουλέψει. Στην Εθνική αλλάξαμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τους αγώνες, αφού πλέον θέλουμε να παίζουμε όσο πιο μακριά γίνεται από την εστία μας. Οπότε πάντα θα υπάρχει αρκετός χώρος πίσω από την πλάτη της αμυντικής μας γραμμής. Πρέπει, λοιπόν, να μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτό, να καταλάβει πως πρέπει να τοποθετείται πίσω από τους αμυντικούς μας και να παίζει ως λίμπερο. Θεωρούμε ότι έχει κάνει βήματα προόδου και είμαστε πολύ ικανοποιημένοι. Για αυτό, είναι πολύ καλό που αγωνίζεται στη Μπενφίκα, μια δυνατή ομάδα που στην πλειονότητα των παιχνιδιών της βρίσκεται στο μισό γήπεδο του αντιπάλου».

-Όλοι μιλούν κολακευτικά για την υψηλή ποιότητα της δουλειάς του.

«Θέλω να είμαι ειλικρινής, στην εθνική οι παίκτες δεν είναι πολύ καιρό μαζί μας. Βέβαια, αυτό που έχω δει από αυτόν, αλλά και από τους υπόλοιπους τερματοφύλακές μας, είναι ότι όλοι δουλεύουν σκληρά. Ο Βλαχοδήμος δεν αποτελεί εξαίρεση».

-Τι εκτιμάτε περισσότερο στον Οδυσσέα;

«Είναι ένας τερματοφύλακας ήρεμος, δεν βρίσκεται εύκολα σε κατάσταση πανικού. Αυτό παρέχει εμπιστοσύνη στους αμυντικούς, το να ξέρουν δηλαδή ότι πίσω από αυτούς υπάρχει κάποιος που μπορούν να εμπιστευτούν. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό για την ομάδα. Από την άλλη επίσης, επικοινωνεί καλά με τους συμπαίκτες του. Τους δίνει καλές οδηγίες τις κατάλληλες στιγμές. Επιπλέον θεωρούμε ότι βελτιώθηκε στις ψηλές μπαλιές στα κόρνερ. Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να δείχνει ο τερματοφύλακας σε αυτές τις καταστάσεις ποιος κάνει κουμάντο, όταν δεν υπάρχουν αμυντικοί που να είναι πολύ ψηλοί».

-Και ο Σάμαρης; Γιατί δεν τον καλείτε στην Εθνική;

«Επικοινώνησα μαζί του μετά τον αγώνα στον οποίο χάσαμε τις τελευταίες μας ελπίδες να προκριθούμε στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Του είπα ότι θα θέλαμε να δούμε και άλλους παίκτες. Εξάλλου και εκείνος, εκείνη την περίοδο, δεν αγωνιζόταν πολύ στη Μπενφίκα. Γνωρίζω ότι στα τελευταία παιχνίδια, πριν ξεσπάσει η κρίση λόγω κορωνοϊού, ξεκίνησε να παίζει και πάλι. Εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία για να δούμε και άλλα παιδιά.

Γνωρίζουμε καλά τον Σάμαρη, έχει ποιοτική μεταβίβαση, ικανότητα να κάνει καλές διαγώνιες πάσες καθώς και μπαλιές στην πλάτη της αντίπαλης άμυνας. Αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε άλλους παίκτες, αλλά με αυτό δεν εννοώ ότι δεν θα ξανακληθεί. Αν υπάρξει κάποιος που είναι σε καλή κατάσταση, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα κληθεί. Θα ήμουν ανόητος αν δεν έπραττα έτσι. Επίσης αν τέτοιου είδους παίκτες είναι σε καλή κατάσταση, θα έχουμε περισσότερες επιλογές στη διάθεσή μας».


-Πώς προτιμάτε να τον χρησιμοποιείτε;

«Με τον τρόπο που αγωνιζόμαστε, θα ήταν ένα από τα δύο 6άρια μας. Δεν τον θεωρώ ως box to box έτσι όπως παίζουμε. Εξάλλου είναι καλός στο να υποδέχεται την πρώτη πάσα από τους αμυντικούς μας για να ξεκινάει την ανάπτυξη των επιθέσεών μας. Επίσης, σε επιθετική φάση, μπορεί να αλλάξει το κέντρο του παιχνιδιού με μπαλιές 40 μέτρων. Έχουμε άλλους παίκτες με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να παίξουν ως 10άρια. Θα έλεγα ότι είναι 6αρι χτισίματος επιθέσεων. Παίζουμε με 4-2-3-1, με δυνατότητα τα εξτρέμ να συγκλίνουν μέσα, προς το κέντρο, για να δημιουργήσουν αριθμητική υπεροχή, κάτι που ευνοεί τα ανεβάσματα των πλάγιων μπακ. Βέβαια, αυτό εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των εξτρέμ και των πλάγιων μπακ που έχουμε».

-Ολυμπιακός και ΠΑΟΚ ήταν οι βασικοί διεκδικητές του πρωταθλήματος στην Ελλάδα. Πως βλέπετε τη δουλειά του Πέδρο Μαρτίνς και του Άμπελ Φερέιρα;

«Δεν τους γνωρίζω προσωπικά. Βλέπω τους αγώνες των ομάδων τους και κάνουν καλή δουλειά, ειδικά ο Πέδρο Μαρτίνς. Ο Ολυμπιακός δεν ήταν τυχερός στο Champions League και τα πάει πολύ καλά στο Europa League. Έφερε ισοπαλία με την Γουλβς αν και χρειάστηκε να παίξει με 10 παίκτες για πάνω από μια ώρα. Στο πρωτάθλημα και οι δυο ομάδες έδειξαν ότι έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και ποιότητα από τις υπόλοιπες. Ο ΠΑΟΚ στους τελευταίους αγώνες έχασε βαθμούς, ενώ είχε αποκλειστεί ήδη στο Champions League από τον Άγιαξ και από το Europa League. Υπάρχει μεγαλύτερη πίεση γύρω από τον προπονητή τους, τον Αμπέλ Φερέιρα. Η ομάδα είναι πολύ καλή. Είναι δύσκολο να αξιολογήσεις προπονητές όντας απ’ έξω, αλλά θα έλεγα ότι κάνουν καλή δουλειά. Βεβαίως, οι προπονητές πάντοτε αξιολογούνται βάσει αποτελεσμάτων».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube