Η δεκαετία του 2000, μοιάζει πολύ μακρινή πλέον, πέρα από την ποιότητα της ζωής των περισσοτέρων κατοίκων αυτής της χώρας και στον αθλητισμό.
Φυσικά και θα ήταν ουτοπικό να πιστεύει κανείς πως θα μπορούσαμε τόσο εύκολα, ειδικά στο ποδόσφαιρο να ξαναπάρουμε κάποιον μεγάλο τίτλο, ως Εθνική, όμως η συνέπεια στις παρουσίες της στις μεγάλες διοργανώσεις για μια δεκαετία, με εξαίρεση το Μουντιάλ του 2006, ήταν κάτι σημαντικό.
Πολύ μακρινή μοιάζει επίσης εκείνη η απίθανη ομάδα, η καλύτερη που είχαμε ποτέ σε εθνικό επίπεδο, σε οποιοδήποτε άθλημα. Η ομάδα που πήρε το χρυσό στο Βελιγράδι και υποχρέωσε την Dream Team (κανονική και όχι την 4-5η ομάδα των ΗΠΑ από άποψη υλικού) στην τελευταία της ήττα σε επίσημο παιχνίδι.
Θα ισχυριστεί κανείς πως είναι φυσιολογικό, μετά από μια τέτοια μεγάλη οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, να γίνονται εμφανή τα συμπτώματα και στον αθλητισμό. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Για την πορεία των γεγονότων που αφορούν το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, υπάρχουν κάποιες πολύ ξεκάθαρες και προφανείς εξηγήσεις. Προσωπικά όμως για μένα στο ποδόσφαιρο, τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα ερμηνεύσιμα. Πέρα από τις προφανείς παθογένειες, το ποιος κάνει κουμάντο στην ΕΠΟ, ο τρόπος των κλήσεων και οι επιλογές που σαφώς επηρεάζονται από τις πιέσεις παραγόντων και ομάδων, υπάρχει ένα γεγονός αναμφισβήτητο. Έχουμε πέσει σε μια πολύ φτωχή φουρνιά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, που πέρα από πολύ μέτριους ποδοσφαιριστές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει και άτομα που δεν μπορούν να βγάλουν μια προσωπικότητα στο γήπεδο.
Κανείς δεν ισχυρίζεται πως είχαμε ποτέ τους μαέστρους της μπάλας. Βέβαια το 2004 έτυχε να έχουμε και έναν πολύ ικανό τέτοιον, τον Βασίλη Τσιάρτα. Όμως δεν υπάρχει πλέον ούτε Καραγκούνης, ούτε Ζαγοράκης, ούτε Μπασινάς, ούτε καν κάποιος πασπαρτού όπως ήταν στα καλά του χρόνια ο Κώστας Κατσουράνης. Ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που δεν έχει ούτε κάποιον σπουδαίο στράικερ αυτή τη στιγμή ή τουλάχιστον έναν Μήτρογλου στα καλά του, ένα ποδόσφαιρο που δεν μπορεί να κάνει παραγωγή παιχνιδιού
Προπονητές έρχονται και φεύγουν, όμως το πρόβλημα δεν διορθώνεται. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή, πέρα από τα δεδομένα προβλήματα ως ομάδα και την τραγική εικόνα που παρουσιάζει η Ομοσπονδία της, με ανθρώπους που έχουν βαλθεί να μας πείσουν πως είναι χειρότεροι και από τους προηγούμενους, σε κάθε τομέα, έχει ένα δεδομένο πρόβλημα. Μια πολύ κακή φουρνιά ποδοσφαιριστών. Όσο για τα παιδιά που έρχονται από πίσω, θα χρειαστεί πολύ συστηματική δουλειά και πάνω απ’ όλα στοχευμένη, για να μπορέσει κάποιος να προχωρήσει σε μια ανανέωση που θα έχει ένα τουλάχιστον αξιοπρεπές αποτέλεσμα.
Στο μπάσκετ τα πράγματα φαντάζουν πιο σύνθετα. Πιο περίπλοκα. Εκεί σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένα πλούσιο υλικό, που δυστυχώς όμως έχει μια θεμελιώδη αδυναμία. Σε αυτό δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη οι παίκτες, αλλά η Ομοσπονδία με τις επιλογές της. Το μπάσκετ μοιάζει με άνθρωπο που κοπανιέται σε έναν τοίχο και περιμένει να πέσει ο…τοίχος. Γιατί τα ίδια επαναλαμβανόμενα λάθη, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, αλλά και η άρνηση όλου του οικοδομήματος του μπάσκετ,δεν διορθώνονται. Μια μεγάλη μερίδα των μπασκετικών συναδέλφων κάνει λόγο για έξυπνο μπάσκετ, σκεπτόμενο μπάσκετ που χαρακτηρίζουν το παιχνίδι της Εθνικής. Δηλαδή όλες οι υπόλοιπες ομάδες παίζουν... ανόητο μπάσκετ; Επίσης ακόμα και η καραμέλα της άμυνας, με τις αλλαγές που ήρθαν πρόσφατα στο σπορ, νομίζω πως κι αυτή σταδιακά πάει περίπατο.
Οι μεγάλες ομάδες, είχαν πάντα μεγάλους σουτέρ. Η Ισπανία που μας κάνει χαβαλέ σχεδόν πάντα μας διαλύει με τα μεγάλα σουτ. Οι Σέρβοι το κάνουν μια ζωή, το ίδιο και οι Λιθουανοί που μπορεί να απέτυχαν. Ακόμα και οι Γάλλοι με σουτέρ όπως ο Μπατούμ και ο Φουρνιέ (δεν βάζω καν τον Ντε Κολό και τον απόντα Ερτέλ) έχουν κάνει άλματα πλέον και σε αυτόν τον τομέα του παιχνιδιού.
Για μένα η κατάντια του ελληνικού μπάσκετ, πέρα από τον εμμονικό ηγέτη του που τον θυμάμαι να είναι εκεί όλη μου τη ζωή, έχει την όψη των προπονητών και κυρίως αυτών που διδάσκουν από τις μικρές ηλικίες το σπορ στην Ελλάδα. Ακόμα και μια προπόνηση να έχεις παρακολουθήσει, σε ηλικία 12-13 ετών ή σε 16-17άρηδες ή σε 20άρηδες, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Διδασκαλία τακτικής, συστημάτων και πιο σύνθετων πραγμάτων πλην ενός. Του σουτ. Κανένας δάσκαλος για σουτέρ στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό τον λόγο όσα παιδιά έχουν έφεση και ταλέντο στο σουτ, κυνηγιούνται όπως οι…Χριστιανοί στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Αυτό βέβαια δεν τωρινό φαινόμενο. Εδώ και χρόνια, τα ταλέντα που έχουν έφεση στο μακρινό σουτ, βαφτίζονται «τεμπέληδες», «αργοί», «κακοί αμυντικοί», όχι επαρκώς γυμνασμένοι. Αντιμετωπίζονται πάντοτε με εχθρική συμπεριφορά από τους προπονητές ή σαν παρακατιανοί του μπάσκετ. Ένα μπάσκετ λοιπόν που έχει διώξει κάθε είδους ταλέντο που έχει έφεση, ειδικά στο μακρινό σουτ, διαπιστώνει μετά από μια δεκαετία αποτυχιών πως δεν έχει τέτοιον! Μιλάμε για…μεγάλη ανακάλυψη!
Το να αναφέρω πως σε μεγάλη ηλικία ο Μαικ Μπίμπι, ο παλιός γκαρντ του Σακραμέντο έχει καθίσει να εκτελέσει 400 τρίποντα ως τιμωρία για τον εαυτό του είναι κάτι περιττό. Το να γράψω επίσης πως όπως είπε και ο Παπαλουκάς, ένας καλός σουτέρ (για παράδειγμα ο Μπογκντάνοβιτς) κάθεται και εκτελεί 800-1000 τρίποντα μετά από προπόνηση, επίσης. Πέρα από την προπόνηση, πρέπει κάποιος σε έναν άνθρωπο που δείχνει να έχει έφεση σε αυτό, να τον δουλέψει.
Η Ελλάδα έχει ικανότατα γκαρντ, έναν super σταρ που πραγματικά δεν ξέρει και δεν μπορεί να αξιοποιήσει, αλλά έχει και ψηλούς που πρέπει να δουλέψουν και έρχονται πλέον μετά τον Μπουρούση. Πέρα από το σουτ που βλέπουμε όλοι, θεωρώ πως οι επιδόσεις των ψηλών μας ήταν πολύ κατώτερες των περιστάσεων σε αυτό το τουρνουά. Παίκτες υπάρχουν πολλοί και καλοί, προπονητές εξαιρετικοί , αλλά το μπάσκετ συνολικά στην Ελλάδα, πρέπει ν’αλλάξει ρότα.
Ως προς τον Αντετοκούνμπο πάντως και την επιρροή του στο παιχνίδι της «επίσημης αγαπημένης», έκανε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ο Τσέχος φόργουορντ, Βόιτσεχ Χρούμπαν. Μια πολύ προσεκτική και ουσιώδης δήλωση που νομίζω πως βάζει κάποια πράγματα στη σωστή διάσταση: «Είναι λίγο σκληρό αυτό που θα πω για εκείνον, αλλά η ελληνική ομάδα έπαιζε καλύτερα χωρίς αυτόν. Αυτό γινόταν όχι μόνο σήμερα, αλλά σε όλο το τουρνουά. Όταν είναι στο παρκέ, ο αντίπαλος προσαρμόζεται και πρέπει αναγκαστικά να βασιστούν σε πολλά σουτ. Κι όταν έχει την μπάλα, είναι σαν όλη η άλλη ομάδα να περιμένει τι θα κάνει. Έτσι δεν λειτουργούν καλά σαν σύνολο. Παρόλο που είναι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, η Ελλάδα παίζει καλύτερα χωρίς εκείνον».