Είναι κάποια πράγματα που ένας άντρας δεν ξεχνά ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν… Το πρώτο του ξύρισμα, το πρώτο του φιλί (και η συνέχειά του), το πρώτο του «αιώνιο» ντέρμπι…
Το παρελθόν έχει μια παράξενη ιδιότητα όταν προσπαθείς να ανακαλέσεις μνήμες από δαύτο. Έχει την τάση να εμφανίζεται εξιδανικευμένο, απαλλαγμένο από ενοχλητικές αλήθειες που απειλούν να μαυρίσουν τις αναμνήσεις. Ίσως αυτό να σχετίζεται με το γεγονός πως η πλειοψηφία των ανθρώπων όσο μεγαλώνει τόσο απομακρύνεται από εκείνα που ονειρεύτηκε –κι επομένως- η επιστροφή σ’ εκείνη την εποχή που όλα έμοιαζαν πιθανά ή προσιτά κι ενδεχόμενα, να είναι η αιτία αυτής της... παλ απόχρωσης που φιλτράρει όσα έχουν συμβεί.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Γυρνώντας πίσω το χρόνο ο καθένας μπορεί να σταματήσει στην πρώτη του φορά. Σ’ εκείνο το σημείο «μηδέν» όπου δίχως να καταλαβαίνει πάρα πολλά αντίκρισε ερυθρόλευκες και πράσινες φανέλες να στέκονται οι μεν απέναντι στις δε και να διεκδικούν τη νίκη, αλλά και λίγη από την προσοχή του.
Στα έξι, τα οκτώ ή τα δέκα σου χρόνια δεν έχεις πολλές πιθανότητες να γνωρίζεις τι είναι οφσάιντ, τα ονόματα όλων των παικτών, τη βαθμολογία κι ένα σωρό… ασήμαντες λεπτομέρειες που είναι ικανές να κρατήσουν το ενδιαφέρον σου ζωηρό αυτές τις δύο ώρες που κάποιος μεγαλύτερος αποφασίζει πως θα θυσιαστούν προκειμένου να πραγματοποιηθεί η απόλυτη τελετή μύησής σου στο ελληνικό ποδόσφαιρο: Το ντέρμπι «αιωνίων».
Το (πολύ μακρινό πια, διάολε) 1983 είχε έρθει η ώρα… Με γκολ του Μαυρίδη, ο Παναθηναϊκός είχε νικήσει 1-0 τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο και κάτι παραπάνω από ένα μήνα μετά είχε οριστεί η ρεβάνς. Σαν ιδεολογικός καθοδηγητής (αν μιλάγαμε για υπαρκτό σοσιαλισμό) ή ιεροκήρυκας (στην περίπτωση θρησκείας), ο αδελφός μου είχε αναλάβει το εύκολο όπως αποδείχτηκε έργο, να μην πέσει ο μικρός αδελφός στην... προπαγάνδα που έκανε ο πατέρας υπέρ του Ολυμπιακού. Οι μικρές δωροδοκίες του προηγούμενου διαστήματος (δηλαδή κασκόλ, μπάλα που έγραφε Γουέμπλεϊ, εκμάθηση του πώς ζωγραφίζεις ένα τριφύλλι) διανθισμένες από τσιτάτα περί «πράσινης φυλετικής ανωτερότητας» έπρεπε επιτέλους να πιάσουν τόπο.
Την εποχή εκείνη η κλασική ερώτηση ήταν «εμείς είμαστε με τους άσπρους ή με τους σκούρους;» αφού τηλεόραση με… χρώμα μπήκε την επόμενη χρονιά στις επαρχιώτικες ζωές μας. Εμείς, λοιπόν, ήμασταν οι «σκούροι» και αντίστοιχης απόχρωσης ήταν και η απόδοσή μας στο γήπεδο. Ο Παναθηναϊκός τα βρήκε «σκούρα» και το γκολ του Κουσουλάκη έστειλε το ματς στην παράταση, όπου ξεκίνησε το… δράμα. Το εύθραυστο 1-0 μετατράπηκε σε ψιλοδιασυρμό. Με τη σέντρα του έξτρα χρόνου άρχισε το σόου του Νίκου Αναστόπουλου. Φαντάζομαι εκείνο το «πρόσεχε τον κοντό με το μουστάκι, είναι ο καλύτερος παίκτης τους», δεν είχε ακουστεί μόνο στο σαλόνι του σπιτιού μας αλλά και στα αποδυτήρια των πρασίνων. Το χατ-τρικ με το οποίο ολοκλήρωσε το ματς ο «μουστάκιας» αποδεικνύει ότι οι παραινέσεις δεν έπιασαν…
Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο αυτό το ντέρμπι καταγράφηκε ως το «παρθενικό» και χαράχτηκε ανεξίτηλα δεν αφορά την τραυματική εμπειρία της «τεσσάρας», ούτε το πάρτι του Αναστόπουλου. Στο 120’, με το σκορ ήδη στο 3-0 και τον επιθετικό του Ολυμπιακού να στήνει την μπάλα στην άσπρη βούλα, ακούστηκε η ατάκα «θα το χάσει, είναι φίλος με τον Κωνσταντίνου, παίζουν μαζί στην Εθνική και δεν θέλει να τον ξεφτιλίσει»… Το αποτέλεσμα γνωστό: στη μία γωνία ο τερματοφύλακας, στην άλλη η μπάλα και 4-0.
Εκείνη τη μέρα αποδείχθηκε πως ο αδελφός μου θα γινόταν ένας πολύ αποτυχημένος μάντης αν αποφάσιζε να ακολουθήσει τέτοιου τύπου καριέρα. Τζίφος η βεβαιότητά του πως θα νικήσει ο Παναθηναϊκός, τζίφος η βεβαιότητα πως θα προκριθεί το τριφύλλι, τζίφος και η βεβαιότητα πως ο «Αναστό» θα αστοχούσε.
Η μόνη βεβαιότητα που επαληθεύτηκε ήταν πως έτσι απλά, μια ομάδα απέκτησε έναν οπαδό. Αν η επιχείρηση προσηλυτισμού είχε γίνει από κάποιον άλλο καθοδηγητή θα ήταν ένας διαφορετικός σύλλογος που θα κέρδιζε τον επιπλέον φίλαθλο. Ίσως εδώ κρύβεται και μια μεγάλη αλήθεια πάνω στην οποία οφείλουμε να δώσουμε λίγο «credit» στα αρρωστάκια της εξέδρας. Παίρνουν μια απόφαση συνήθως σε μια ηλικία που δεν ξέρουν ούτε να δέσουν τα κορδόνια των παπουτσιών τους ή να ξεχωρίζουν το αριστερό από το δεξί. Παντελώς αδαείς περίπου για τα πάντα, γίνονται για πρώτη φορά στη ζωή τους κομμάτι ενός ανομοιογενούς συνόλου, με μόνη συνισταμένη την αγάπη για μια φανέλα. Όλα τα υπόλοιπα έπονται, ακολουθούν. Εκείνη η κάψα παραμένει αναλλοίωτη και δεν επηρεάζεται από επιτυχίες ή αποτυχίες, νίκες ή ήττες, τίτλους ή υποβιβασμούς. Στα 5 ή στα 6 σου χρόνια αντιλαμβάνεσαι τι πάει να πει έρωτας με την πρώτη ματιά. Αυτή τη «σύντροφο» δεν την αλλάζεις ούτε τη συγκρίνεις με καμία άλλη. Γι’ αυτό ίσως οι οπαδοί να αξίζουν και λίγο περισσότερο σεβασμό από όλους. Είναι πάντα εκεί δίχως να ζητούν ανταλλάγματα αφού νιώθουν πως αυτή η διαδικασία ενσωμάτωσης και συμμετοχής, αυτό το «νικήσαμε» ή «χάσαμε» και η αναφορά στις δραστηριότητες ενός οργανισμού σε πρώτο πληθυντικό, είναι μια ανταμοιβή από μόνη της.
Με την ίδια λογική, ίσως θα ‘πρεπε οι ίδιοι οι οπαδοί που απαιτούν (δικαιολογημένα οι περισσότεροι) το σεβασμό, να επιδεικνύουν κάτι αντίστοιχο προς τον αντίπαλο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το τι ομάδα θα υποστηρίξεις δεν οφείλεται σε κάποιο γονίδιο όσο και να επιχειρούν ορισμένοι να μας πείσουν για το αντίθετο. Είναι ένα καθαρά συμπτωματικό γεγονός, το οποίο ωστόσο καθορίζει τη ζωή σου στο βαθμό που του επιτρέπεις να το κάνει.
Το να επιλέξεις τι ομάδα είσαι είναι μια «απόφαση» στην οποία ελάχιστη συμμετοχή έχει ο καθένας από εμάς. Αντίθετα, το αν στην πορεία θα μετατραπείς στον κάφρο της διπλανής κερκίδας είναι καθαρά δική σου υπόθεση.
Εσύ θυμάσαι το πρώτο σου ντέρμπι;