Ήταν μια μέρα σαν όλες τις όλες στην αλκοόλουπολη. Τα μπουκάλια κάθονταν το ένα δίπλα στο άλλο όπως πάντα, περιμένοντας πότε θα έρθει η σειρά τους να αγοραστούν από κάποιον πελάτη.
Στη συνέχεια θα χαιρετούσαν τους φίλους τους και θα πήγαιναν μαζί με το νέο τους αφεντικό. Είτε για να καταναλωθούν σε κάποιο γιορτινό τραπέζι, ή για να χαριστούν ως δώρο ή για να πνίξουν τον πόνο κάποιου ταλαίπωρου που θα το κράταγε μέσα σε μια χαρτοσακούλα.
Θα εκπλήρωναν τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν και θα έφευγαν ευχαριστημένα για τον αλκοολοπαράδεισο.
Όλα αυτά όμως δεν θα γίνουν ποτέ, για αυτά τα δεκάδες μπουκάλια. Κι αυτό γιατί τα χτύπησε η τραγωδία. Για κάποιο λόγο που δεν θα μπορέσει ποτέ να εξηγηθεί με λόγια, τα ράφια που στέγαζαν τα χαρωπά μπουκάλια λύγισαν.
Κάνεις δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κανείς δεν μπόρεσε να τα σώσει. Έτσι έγιναν ένα με το πάτωμα και θρυμματίστηκαν σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Άλλη μια τραγωδία που δεν μπόρεσε να αποφευχθεί…