Με τις απολογίες των κατηγορουμένων συνεχίζεται και σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης η δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό δύο φίλων του από χούλιγκαν του ΠΑΟΚ την 1η Φεβρουαρίου 2022 στην περιοχή της Χαριλάου.
Σήμερα στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο πέμπτος κατηγορούμενος. Πρόκειται για τον οδηγό του δεύτερου αυτοκινήτου που ενεπλάκη στη δολοφονική επίθεση. Όπως είπε, ψάχνονταν για συμπλοκή με οπαδούς του Άρη, αλλά δεν περίμενε να οδηγηθεί η κατάσταση σε δολοφονία.
Ξεκινώντας την απολογία του ανέφερε πως από τους υπόλοιπους 11 κατηγορούμενους γνωρίζει μόνον τους τέσσερις. Το μοιραίο βράδυ, ανέφερε, βρισκόταν με έναν άλλον κατηγορούμενο στην περιοχή στην ανατολική Θεσσαλονίκη όταν δέχθηκε μια κλήση να περάσει από τον σύνδεσμο, και υπέθεσε πως επρόκειτο να πιουν μπύρες. Όταν έφτασε εκεί, σύμφωνα με τα όσα είπε στην απολογία του, ένας εκ των κατηγορουμένων του ανέφερε για το οπαδικό επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο και του είπε να μεταβούν στην περιοχή της Χαριλάου. «Έτσι μπήκαμε στα αυτοκίνητα», ισχυρίστηκε.
«Υπέθεσα ότι πάμε να βρούμε οπαδούς του Άρη να μαλώσουμε, όπως γίνεται πάντα, με κλωτσιές, γροθιές», ανέφερε στη συνέχεια ενώ σε άλλο σημείο της απολογίας του είπε πως δεν είχε μαζί του κάποιο αντικείμενο. «Δεν κρατούσα τίποτα, δεν είχα σκοπό να πάρω κάτι μαζί μου δεν περίμενα να δω ούτε μαχαίρια ούτε τίποτα».
Σύμφωνα με τον οδηγό του δεύτερου αυτοκινήτου, όταν τα τρία αυτοκίνητα έφτασαν στη συμβολή της Πλαστήρα με τη Γαζή, το δικό του και το άλλο σταμάτησαν εκεί ενώ το λευκό Polo μπήκε μέσα στη Γαζή. Όπως είπε, διέκριναν τα πέντε άτομα που κάθονταν στα σκαλάκια. Από το πρώτο αυτοκίνητο κατέβηκαν οι επιβάτες και ο ένας τους έκανε νόημα να περιμένουν, με τον ίδιο να υποθέτει ότι οι υπόλοιποι θα μάθαιναν τι ομάδα είναι η παρέα των παιδιών που καθόταν στη Γαζή, αφού όπως είπε «δεν τα ξέραμε τα παιδιά».
Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος υποστήριξε πως έφτασαν τα άτομα από το πρώτο ΙΧ στο σημείο, τότε βγήκαν άτομα και από το λευκό polo και ξεκίνησε η συμπλοκή. Κατά τον ίδιο, μετά από λίγο κατέβηκε ο ίδιος και οι συνεπιβάτες του στο αυτοκίνητο.
«Μετά από λίγο κατεβήκαμε και πήγαμε κατευθείαν προς τα σκαλάκια πηγαίνοντας είδα το δρεπάνι στα σκαλιά, μια μορφή να το κρατάει», ανέφερε στην απολογία του και πρόσθεσε πως «φτάνω στη στροφή βλέπω 3-4 άτομα να χτυπούν το παιδί που ήταν κάτω. Είδα πολλά αίματα κάτω, τρόμαξα, δεν περίμενα να δω τόσα αίματα κάτω». Μάλιστα ανέφερε πως είδε τον Α. Γ. να μαχαιρώνει ένα παιδί στο πόδι.
«Μετά άκουσα μια φωνή να λέει σπάμε φεύγουμε και μπήκαμε στα αυτοκίνητα», ισχυρίστηκε επίσης και πρόσθεσε πως μετά γύρισαν στον σύνδεσμο για να πάρουν οι υπόλοιποι τις μοτοσικλέτες τους και γύρισε έναν από τους κατηγορούμενους στο σπίτι του.
Κατά την απολογία του ο πέμπτος κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν είδε κανέναν να κρατάει κάποιο αντικείμενο. Όπως είπε, έμαθε πως ένας από αυτούς είχε σίδερο μαζί του μετά την επίθεση, όταν και τον γύρισε στο σπίτι του. Ισχυρίστηκε επίσης πως στην επίθεση είδε κάποιον να κρατά το δρεπάνι αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει ποιος, ενώ είδε και 3-4 άτομα να χτυπούν ένα παιδί που ήταν κάτω, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τους κατονομάσει γιατί όπως είπε δεν τους είδε και ότι αντικρίζοντας την εικόνα αυτή, «κοκκάλωσε». «Δεν μπόρεσα να διακρίνω ποιος ήταν πάνω από τον Άλκη. Τώρα από το βίντεο που έχω δει αναγνωρίζω μόνο τον 4ο», είπε σε άλλο σημείο της απολογίας του.
Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ανέφερε πως δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει ποιος χτύπησε τον Άλκη αλλά και ποιον ρόλο είχε ο καθένας στην επίθεση προκάλεσε την αντίδραση της θείας του Άλκη Καμπανού, η οποία παρακολουθεί από την πρώτη στιγμή τη δίκη για τη δολοφονία του παιδιού της. «Πείτε ονόματα. Δεν άκουσε κανείς μη με χτυπάτε άλλο;», φώναξε η θεία του Άλκη.
Συνεχίζοντας την απολογία του ο κατηγορούμενος ανέφερε πως όταν γύρισαν στον σύνδεσμο, μετά τη δολοφονική επίθεση, είπε στους υπόλοιπους ότι έχει γίνει χοντράδα. «Τους είπα έχει γίνει χοντράδα, είδα πολλά αίματα», ανέφερε.
Έπειτα, είπε, πήγε στο σπίτι και έψαξε από το κινητό του να δει αν ανέβηκε κάτι σχετικά με το περιστατικό, ωστόσο δεν βρήκε κάτι.
«Το πρωί που ξύπνησα άνοιξα το Facebook και είδα φωτογραφία από σημείο. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Πήγα στη δουλειά δεν γινόταν να το ακυρώσω. Γύρισα σπίτι και το είπα στον αδερφό μου. Του ζήτησα να μην πει κάτι στη μητέρα μου. Το είπε μετά από λίγες μέρες και αμέσως η μητέρα μου έφτασε στη Θεσσαλονίκη», ανέφερε στην απολογία του.
Κλείνοντας την απολογία του, ζήτησε μια «μεγάλη συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη» και πρόσθεσε πως «ήταν άδικο για ένα παιδί στην ηλικία μου. Εγώ προσωπικά δεν πήγα γι’ αυτό το πράγμα».