Το 1958 ο Ολυμπιακός είχε την ευκαιρία να γίνει η πρώτη ελληνική ομάδα που θα αγωνιζόταν σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Όμως η κληρωτίδα σε μια πρωτοφανή επίδειξη καπρίτσιου έφερε ως παρθενικό αντίπαλο των ερυθρολεύκων την Μπεσίκτας, σε μια εποχή που τα εθνικά πάθη και το μίσος από αιώνες διαμάχης με τους γείτονες φούντωναν σαν φωτιά που απειλούσε να κάψει τα πάντα, όπως συνέβη με τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες και τις περιουσίες Ελλήνων τρία χρόνια νωρίτερα κατά τη διάρκεια του διωγμού της Κωνσταντινούπολης.
Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και αφού έβαλαν Θεός, Αλλάχ και UEFA τα χεράκια τους, τέτοιου τύπου συναντήσεις αποφεύχθηκαν για δεκαετίες. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς να είναι ποτέ μια ευθεία γραμμή, μπήκαν σε μια φάση εξομάλυνσης, ακόμη κι αν αυτό (κακά τα ψέματα) προήλθε κυρίως λόγω της αποδοχής από τη δική μας πλευρά των τετελεσμένων που δημιουργούσαν κάθε φορά οι ενέργειες των γειτόνων, οι οποίοι πάντα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικών διεκδικήσεων τα χειρίζονταν με σαφώς μεγαλύτερη θέρμη, σχεδιασμό και επιτυχία.
Η συγκυρία πάνω στην οποία ο δρόμος της Οσμανλίσπορ διασταυρώνεται με εκείνον του Ολυμπιακού είναι τρομερά ατυχής. Ο αυτοαναγορευμένος (και συνταγματικά πια) νεοσουλτάνος της Κωνσταντινούπολης, Ταγίπ Ερντογάν, έχει δώσει ώθηση σε μια πρωτοφανή επιστροφή όχι στις αξίες του κινήματος των Νεότουρκων πάνω στις οποίες οικοδόμησε το σύγχρονο τουρκικό κράτος ο Κεμάλ, αλλά στις αναμνήσεις και τις αξιώσεις των Οθωμανών προκατόχων του.
Νωρίτερα, η clean cut παρουσία του Ιμπραΐμ Κουτλουάι με τη φανέλα της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού στο μπάσκετ, σε συνδυασμό με τα κατορθώματα της αγέρωχης χαίτης του Φάνη Γκέκα στα γήπεδα της Superligi, απάλυναν και απομάκρυναν από το νου εικόνες σαν εκείνη του τελικού του Άρη με την Εφές ή το πολεμικό κλίμα των αγώνων των πρασίνων με την Φενέρμπαχτσε. Κι αν αυτές οι δύο επιτυχίες για τους περισσότερους συμπατριώτες μας αντιμετωπίστηκαν περίπου ως εθνική υπόθεση, αυτό δεν σημαίνει πως ο Ολυμπιακός οφείλει τώρα να προσεγγίσει την προσεχή του αντίπαλο με αντίστοιχους όρους.
Για να παραφράσουμε λίγο τον Κλάουζεβιτς, που έλεγε ότι πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, πρέπει να τονίσουμε ότι στη θέση του πολέμου δεν μπορεί να μπει το ποδόσφαιρο. Μπορεί κάποιες νίκες να φαντάζουν μεγαλύτερες όταν επιτυγχάνονται απέναντι σε συγκεκριμένους αντιπάλους, αλλά ο Ολυμπιακός δεν έχει να κερδίσει τίποτα αν αντιληφθεί τη συγκεκριμένη σειρά αγώνων ως πρόκληση για να φέρει πίσω χαμένες πατρίδες.
Το προφίλ της Οσμανλίσπορ "φωνάζει" πως οι Τούρκοι πιθανότατα θα οδηγήσουν την αναμέτρηση σε τέτοιου τύπου καταστάσεις. Η ευθεία αναφορά στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η αστειότητα του προέδρου να ανεβάζει φωτογραφίες των νησιών του Αιγαίου υπονοώντας ότι βρίσκονται υπό ελληνική κατοχή ή η παρουσία ενός ποδοσφαιριστή με τις θέσεις, τις απόψεις και τις συμπεριφορές του Ντεμίρ Αϊκούτ, αποτελούν σημάδια που προϊδεάζουν αρνητικά.
Ο Ολυμπιακός έχει δύο επιλογές. Είτε να μπει σε αυτό το... τριπάκι παίζοντας ένα παιχνίδι που ούτε το ξέρει ούτε του ταιριάζει, είτε να παραμείνει στη σφαίρα της λογικής και του ποδοσφαίρου και να κερδίσει αυτό που θέλει στο γήπεδο, χωρίς να παρασυρθεί από το κλίμα που θα δημιουργηθεί νομοτελειακά από τη στάση του Τύπου ή των οπαδών και πιθανότατα (κούφια η ώρα που το ακούει) από τους λεονταρισμούς του Ερντογάν και των ομοίων του.