Στην Ελλάδα του Μνημονίου ξεφτίλα είναι να τρέφονται άνθρωποι από τα σκουπίδια, ντροπή να υπάρχει πατέρας που δεν έχει να δώσει το γάλα στο παιδί του, ρεζίλι η κατάσταση των νοσοκομείων και η ίδια φορολογική αντιμετώπιση της μεσαίας τάξης με τους προύχοντες! Το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, όποιο κι αν είναι, δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στα παραπάνω. Η γλώσσα είναι τόσο πλούσια, επομένως πάντοτε θα υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις να περιγράφουν την όποια κατάσταση. Μπορεί να μην είναι οι πιασάρικες, τα καλά τα τσιτάτα που χαρίζουν πρωτοσέλιδα και κλικ, αλλά τούτα έφθασαν την κατάσταση εδώ. Όχι μόνο στο ελληνικό ποδόσφαιρο, μα στον ντόπιο αθλητισμό γενικότερα.
Αυτή ήταν η δεκαετία που θα έπρεπε να επωφελούμασταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Οι αθλητικές εγκαταστάσεις, τις οποίες ο ελληνικός λαός πλήρωσε με τρόικες και θεσμούς, σαπίζουν αχρησιμοποίητες. Τώρα το έπος του 2004 – το οποίο συμβαίνει μία φορά στα εκατό χρόνια – θα έπρεπε να είχε γιγαντώσει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Παραμένουν, όμως, προνομιούχες οι ομάδες με δικό τους γήπεδο, το εγχώριο πρωτάθλημα αμφισβητείται δικαιολογημένα όσο ποτέ κι επειδή οι καιροί αλλάζουν δεν υφίστανται, πλέον, οι μηχανισμοί ώστε η βιτρίνα της Εθνικής ομάδας να μένει αέναα άφθαρτη και λαμπερή. Άρα η τρύπα στο νερό είναι μεγαλύτερη απ΄ όσο φαινόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Οι δύο ήττες από τα Νησιά Φερόε, στα προκριματικά του Euro 2016, από μία οπτική γωνία αποτελούν καταστροφή. Από την άλλη, όμως, είναι μία όμορφη ποδοσφαιρική ιστορία να χρίζεται σκόρερ ο οδοποιός Χάλιουρ Χάνσον σε επίσημο αγώνα UEFA και σκληρή δικαίωση ή απονομή δικαιοσύνης, για όσους χρόνια τώρα έβλεπαν τη λάθος νοοτροπία να καλύπτεται κάτω από το χαλάκι λόγω των συμμετοχών σε τελικές φάσεις Μουντιάλ και Euro. Τόσα χρόνια η Εθνική Ελλάδας μπόρεσε να φέρει βήματα εμπρός μόνο τον εαυτό της και όχι το εγχώριο ποδόσφαιρο. Χωρίς τούτο να είναι αποκλειστική ευθύνη παικτών και προπονητών, μα κυρίως των ανθρώπων γύρω της και ειδικά αυτών οι οποίοι βρέθηκαν σε ηγετικές θέσεις.
Οι βάσεις, απλά, που χτίστηκε το οικοδόμημα της «γαλανόλευκης» ήταν σαθρές και στηρίζονταν σε συγκυρίες και σε μία νοοτροπία, που γινόταν ποδοσφαιρικά αποδεκτή μονάχα για πάρτη της. Επί Ότο Ρεχάγκελ και στη συνέχεια επί Φερνάντο Σάντος μετρημένα στα δάκτυλα είναι τα ματς που η Ελλάδα έπαιξε ποδόσφαιρο. Είχε βρει τον τρόπο να παίρνει τα αποτελέσματα στο… μισό γκολ, ακόμη και με χαμηλού επιπέδου αντιπάλους. Και το κυριότερο; Δίχως ν΄ ανοίγει μύτη. Υπήρξε διάστημα που το να κερδίζει η Εθνική τη Μάλτα στα χασομέρια ή τη Λετονία με την ψυχή στο στόμα χαρακτηριζόταν ως προσόν και δείγμα βαριάς φανέλας! Μπορεί να ήταν κι έτσι…
Ουδείς τόλμησε, στο βωμό των πρωτοσέλιδων και των βαρβάτων τίτλων, ν΄ αναρωτηθεί γιατί δεν υπήρξε ποτέ plan b, διαφοροποιώντας το πλαίσιο κριτικής και καταργώντας το απυρόβλητο συνόλου και προσώπων! Να τονιστεί γιατί αυτή η ομάδα εξελισσόταν ποδοσφαιρικά μονάχα μ΄ έναν τρόπο: Καταστρέφοντας… Αν αυτό ήταν, όμως, συνταγή επιτυχίας γενικότερα αποδεκτή, θα υπήρχε ως άλλοθι τώρα. Έτσι μάθαμε να ζούμε, έτσι πεθαίνουμε! Νωρίτερα ή και ταυτόχρονα των επιτυχιών της Ελλάδας, την περασμένη δεκαετία, ο Παναθηναϊκός κατακρίθηκε για το «τσούκου-τσούκου μπολ». Λοιδορήθηκαν μεγάλες επιτυχίες, όπως με Γιουβέντους και Αμβούργο, για το ταμπούρι που χάριζε ευρωπαϊκές βραδιές στο «τριφύλλι».
Στην Εθνική επιτρεπόταν το «τσούκου-τσούκου», στους συλλόγους όχι, ενώ ο καλύτερος προπονητής ποδοσφαίρου στον κόσμο, Ζοσέ Μουρίνιο, για τη φίλαθλη κοινή γνώμη και τον μισό Τύπο, ήταν ο… κλεφτοκοτάς που έβαζε το πούλμαν κι ας έβαζε η Τσέλσι ή η Ρεάλ Μαδρίτης ή η Ίντερ του από εκατό γκολ τη σεζόν! Οι επιτυχίες, έστω και στηριζόμενες σε μονόπατες λογικές, έφερναν εύκολες κληρώσεις κι από τη στιγμή που ο μηχανισμός στήριξης από την πλευρά των παικτών, η εύνοια, και οι ικανότητες των προπονητών κρατούσαν γερά, υπήρχαν και δύο-τρία μεγάλα ματς το χρόνο που δημιούργησαν τον μύθο της Εθνικής, όπως οι χαρακτηριστικές νίκες με τη Ρωσία και την Ακτή Ελεφαντοστού.
Έτσι ουδέποτε κανείς κοίταξε να βγάλει το απόσταγμα των κακών στιγμών (τελικά Euro 2008) και επιτυχίες τύπου Τσεχίας το 2004, όπου καταστρατηγήθηκε η ποδοσφαιρική λογική και το 5-0 έγινε 0-1 στην παράταση! Οι καιροί, όμως, αλλάζουν κι επειδή στο ελληνικό ποδόσφαιρο… φρόνιμοι δεν υπάρχουν, κανείς δεν φρόντισε να μαγειρέψει πριν πεινάσει. Ο Φερνάντο Σάντος αντικατέστησε τον Ότο Ρεχάγκελ – ο οποίος τα καλοκαίρια συνήθιζε να βλέπει προετοιμασίες σε ομάδες του Πορτογάλου, γεγονός καθόλου τυχαίο – και προέκτεινε το ίδιο στυλ ποδοσφαίρου μπολιάζοντας μία νέα φουρνιά παικτών μέσα σ΄ αυτήν του 2004. Ό,τι ακολούθησε δεν ήταν, όμως, ανάλογο.
Κλήθηκε ο Κλαούντιο Ρανιέρι – προπονητής με μεγάλο βιογραφικό, αλλά εκτός νοοτροπίας της ομάδας που αναλάμβανε – να δημιουργήσει μία νέα ποδοσφαιρική οντότητα επάνω στην προηγούμενη που είχε μάθει να καταστρέφει το παιχνίδι του αντιπάλου, να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ψυχολογία της και να κλέβει αποτελέσματα και σε σύντομο χρονικό διάστημα να τη μάθει να παίζει κανονικό ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας. Με ρόστερ ταλαντούχο, αλλά σε φάση εκκόλαψης για την Εθνική και μαθημένο αλλιώς, με το κλίμα γύρω από την Ελλάδα να έχει αλλάξει μετά τη φυγή Σάντος, η προσπάθεια ήταν a priori αποτυχημένη.
Ο αγωνιστικός κατήφορος έφερε τον ψυχολογικό, οι… Θεοί του Ολύμπου πέρασαν στην άλλη πλευρά των σλόγκαν κι έγιναν… θαμώνες του Βέρτη (λες και οι προηγούμενοι άκουγαν Μότσαρτ!) και κάγκουρες της Μυκόνου και πλέον η ελπίδα περιορίζεται στο ν΄ αποτελέσει το γκολ του ειδικού στη χάραξη δρόμων Χάνσον (σκόρερ του 1-0 στο 2-1 του Τόρσχαβν) την αφορμή για τη χάραξη μίας νέας πορείας για την Εθνική. Πορεία που θ΄ αρχίσει από τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2018, με κλήρωση δύσκολη αυτή τη φορά και όχι παίζοντας με τα… χωριά της Ευρώπης σαν τα προηγούμενα χρόνια στους αντίστοιχους γύρους.
Follow @LGaraganis