Διαβαίνοντας την πόρτα του μαγαζιού του, συνειδητοποιείς αμέσως ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο εστιατόριο αλλά για το μουσείο της ζωής του, το ναό της καρδιάς του. Το βλέμμα πέφτει μεμιάς στις καλοστοιχισμένες φωτογραφίες που κοσμούν τον τοίχο από την πολύχρονη καριέρα του στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Και στο κέντρο το τζάκι... εκεί όπου δεσπόζει η Ολυμπιακή Δάδα να υπενθυμίζει την υπέρτατη τιμή που του χάρισε η προσφορά του στον αθλητισμό.
Μας υποδέχεται με μια θερμή χειραψία και μας καλωσορίζει στη γενέτειρά του, τη Λάρισα. Από την πρώτη εντύπωση κιόλας, αντιλαμβάνεσαι πως εκτός από έναν σπουδαίο ποδοσφαιριστή, πρόκειται και για έναν άνθρωπο με ήθος και αξίες, ένα πρότυπο αθλητή που σπανίζει στις μέρες μας.
Ο Βαγγέλης Μόρας ξετυλίγει το φιλμ της ζωής του και μοιράζεται όλες τις στιγμές που τον διαμόρφωσαν ως προσωπικότητα. Θυμάται τη ρομαντική εποχή των παιδικών του χρόνων στη Λάρισα, εκεί που γνώρισε την αγάπη για το ποδόσφαιρο, την απόφαση να επιλέξει την ΑΕΚ λόγω του Στέλιου Μανωλά, παρότι είχε συμφωνήσει στον Παναθηναϊκό, το δέος που ένιωσε στο πρώτο του παιχνίδι στο Τσάμπιονς Λιγκ με την «Ένωση» και στιγμές από τα δέκα άκρως επιτυχημένα χρόνια στο ιταλικό πρωτάθλημα. Ακόμη, μιλά για το παρόν του στη Λάρισα και το ενδεχόμενο να ασχοληθεί με τα διοικητικά της αγαπημένης του ΑΕΛ αλλά και για το ευαίσθητο θέμα του αδερφού του, αυτό που τον δυνάμωσε σαν άνθρωπο και τον ενέπνευσε να δείξει το κοινωνικό του πρόσωπο μέσω του ιδρύματος «Save Moras».
-Στο πρόσφατο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, πήρατε ένα σημαντικό βαθμό στη μάχη που δίνει η ΑΕΛ για την παραμονή. Τι θεωρείτε ότι πρέπει να κάνει η ομάδα σας στα δύο εναπομείναντα παιχνίδια για να εξασφαλίσει τη σωτηρία;
«Βρισκόμαστε σε καλή αγωνιστική κατάσταση και αυτό το αποδείξαμε στα τελευταία 5-6 παιχνίδια, όπου σημειώσαμε σημαντικά αποτελέσματα για τη σωτηρία ενώ πήραμε και ένα βαθμό που ίσως δεν τον υπολογίζαμε, αυτόν με τον ΠΑΟΚ. Σκοπός μας ήταν να πάρουμε βαθμούς με τον ΟΦΗ στη Κρήτη, όπως και με το Λεβαδειακό και τον Αστέρα Τρίπολης στην έδρα μας και τα καταφέραμε. Όσον αφορά το ματς με τον ΠΑΟΚ, δε φοβηθήκαμε και το γεγονός ότι ήθελε να πανηγυρίσει μέσα στην έδρα μας το πρωτάθλημα, μας έδωσε επιπλέον κίνητρο. Έτσι όπως εξελίχθηκε το πρωτάθλημα μετά τη νίκη του ΟΦΗ, οφείλουμε να παλέψουμε στα δύο τελευταία παιχνίδια ώστε να πάρουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε γιατί δε ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί στα επόμενα ματς το θέμα σωτηρίας».
-Θεωρείτε ότι υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε η ΑΕΛ να βρίσκεται πιο ψηλά στη βαθμολογία και να έχει εξασφαλίσει ήδη την παραμονή;
«Mε την κατάλληλη υποστήριξη των φιλάθλων, ναι. Στο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ γίναμε ένα με τον κόσμο, ο οποίος δημιούργησε μία υπέροχη ατμόσφαιρα. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς, δεν υπήρξε τόσο μεγάλη παρουσία των οργανωμένων φιλάθλων, έτσι ώστε να ακουστεί η φωνή της ΑΕΛ. Εάν υπήρχε η ανάλογη στήριξη σε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια, θα μπορούσαμε να μιλάμε για κάτι καλύτερο».
-Πώς κρίνετε τις σχέσεις του κόσμου με το ιδιοκτησιακό καθεστώς;
«Δεν πρόκειται να ρίξω ποτέ ευθύνη στον κόσμο για τον τρόπο αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης. Από τη μεριά του φιλάθλου, μπορεί να το έκανα και εγώ. Ωστόσο, αν σκεφτώ σαν ποδοσφαιριστής, οποιαδήποτε και αν είναι η αντιπαλότητα με τον πρόεδρο, τους θέλω δίπλα μας. Εύχομαι ο κόσμος να επιστρέψει στο γήπεδο και να μας στηρίζει εντός αγωνιστικού χώρου και το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές να λυθεί εκτός αυτού. Αν ξαναβρεθεί η χημεία μεταξύ διοίκησης και φιλάθλων, αυτομάτως θα επανέλθει η συσπείρωση του κόσμου με την ομάδα».
-Τι έχετε να σχολιάσετε για τα σενάρια που σας εμπλέκουν με τα διοικητικά της ομάδας;
«Είναι σίγουρα κάτι που το σκέφτομαι. Eπέστρεψα άλλωστε γιατί θέλω να βοηθήσω την πόλη μου και την ομάδα αλλά δεν είναι κάτι που μπορώ να το πω με βεβαιότητα ακόμα. Όταν έρθει η ώρα, θα συζητήσουμε και εάν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και ταυτόχρονα με καλύπτει ο ρόλος που θα μου προταθεί, ευχαρίστως να βοηθήσω».
-Μία πολύ σημαντική στιγμή για εσάς ήταν και το πρώτο γκολ στη μεγάλη κατηγορία με αντίπαλο τον Αστέρα Τρίπολης...
«Είναι μία από τις πιο ωραίες στιγμές στην ποδοσφαιρική μου καριέρα, χωρίς να ξέρω αν είναι η ωραιότερη γιατί υπάρχουν πάρα πολλές. Πέτυχα ένα γκολ που το ήθελα πολύ όταν επέστρεφα στην Ελλάδα. Είχα βάλει σαν στόχο να κλείσω την καριέρα μου στην ΑΕΛ, την ομάδα της πόλης μου, όπου ξεκίνησα επαγγελματικά. Αυτή η ομάδα μου έδωσε το δικαίωμα να ονειρεύομαι, οπότε το γκολ και η αφιέρωση στον αδερφό μου είναι μία από τις στιγμές που θα μου μείνει χαραγμένη».
-Πώς κρίνετε την έως τώρα αποδοχή στο ίδρυμα «Save Moras»; Θεωρείτε σημαντικό το ρόλο των ποδοσφαιριστών στην προβολή αντίστοιχων κοινωνικών μηνυμάτων;
«Η ανταπόκριση είναι πάρα πολύ μεγάλη, ειδικά εδώ στην πόλη μας, τη Λάρισα. Απ’ όταν ξεκίνησε η λειτουργία του ιδρύματος, αρκετός κόσμος έχει γίνει δότης μυελού των οστών. Το κατά πόσο θα μεγαλώσει αυτό το εγχείρημα εξαρτάται από εμάς και από τον τρόπο που θα το προωθήσουμε εκτός της περιφέρειας της Λάρισας. Δεν είναι εύκολο γιατί δεν παύει να είναι ένα σωματείο που αποτελείται από λίγα άτομα, θεωρώ όμως ότι αυτά που έχουμε καταφέρει είναι πολύ σημαντικά. Έχουμε βαρεθεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο να μιλάμε για διαιτησία, επεισόδια και τιμωρίες. Οφείλουμε όλοι οι ποδοσφαιριστές και όλες οι ομάδες να εκμεταλλευτούμε το όνομά μας, το ρόλο μας και την αναγνωρισιμότητά μας για να περνάμε κοινωνικά μηνύματα. Το σημαντικότερο είναι να τα προβάλλουμε, όχι να τα κάνουμε και να μη φαίνονται. Όσο τα δείχνεις, κινητοποιείται ο κόσμος. Πρέπει να περνάμε μηνύματα σε κάθε αγώνα και όχι μόνο όταν προκύψει κάποιο πρόβλημα ή αρρώστια. Ο ποδοσφαιριστής δε θα πρέπει να μένει μόνο στο ποδοσφαιρικό κομμάτι αλλά να προσπαθεί να βελτιώνεται και σαν άνθρωπος. Έχει χρέος να το κάνει για να αποτελεί σωστό πρότυπο για τα μικρά παιδιά».
-Πόσο σας έχει αλλάξει σαν άνθρωπο η απώλεια του αδερφού σας;
«Αυτή η ιστορία μου δίνει δύναμη και θα συνεχίσει να μου δίνει για πάντα. Στις δύσκολες στιγμές, θυμάσαι τι πέρασε ένας άνθρωπος με ένα τέτοιο πρόβλημα και αναρωτιέσαι γιατί ασχολείσαι με μικρά πράγματα και δε δίνεις σημασία σε σημαντικότερα προβλήματα, όπως η υγεία. Η αλήθεια είναι ότι παρότι μου έτυχε όλο αυτό, μπαίνω ακόμη στη διαδικασία να ασχολούμαι κάποιες φορές με μικροπράγματα και να στενοχωριέμαι. Τότε έρχεται στο μυαλό μου αυτή η εικόνα και επανέρχομαι. Δε σε αλλάζει ολοκληρωτικά αλλά σε αφυπνίζει, έστω προσωρινά».
-Ζήσατε σαν παιδί το ποδόσφαιρο στη Λάρισα την εποχή των μεγάλων επιτυχιών της...
«Ήταν μια πολύ ρομαντική εποχή. Θυμάμαι ότι περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή. Ξεκινούσαμε με τα πόδια για να πάμε στο γήπεδο οικογενειακώς ή με φίλους, σταματούσαμε στο περίπτερο, παίρναμε σποράκια... Από την επόμενη ημέρα του αγώνα, το μόνο που συζητούσαμε ήταν το πώς πήγε το ματς και σκεφτόμασταν πότε θα έρθει η επόμενη Κυριακή ώστε να ξαναδούμε την ΑΕΛ. Ήταν πολύ πιο αθώα τότε τα πράγματα. Θα ήθελα να ξαναζήσω αυτή την εποχή αλλά δυστυχώς όλο αυτό έχει χαθεί πλέον».
-Άρα, η ενασχόλησή σας με το ποδόσφαιρο ήταν φυσικό επακόλουθο;
«Ο πατέρας μου μας είχε “κολλήσει” το μικρόβιο του αθλητισμού από μικρά παιδιά, καθώς έκανα και τάε κβον ντο. Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο σε μια ακαδημία που υπήρχε στη γειτονιά μου σε ηλικία έξι ετών, η οποία δούλευε πολύ καλά και μας πρόσεχε σαν παιδιά. Θυμάμαι ότι περιμέναμε να τελειώσει το σχολείο για να πάμε στην πλατεία και να παίξουμε. Μοναδική σκέψη όλων των πιτσιρικάδων τότε ήταν να αγωνιστούμε στην ΑΕΛ και όχι σε κάποια από τις παραδοσιακά “μεγάλες” ομάδες».
-Από την αρχή της καριέρας σας αγωνιζόσασταν σαν αμυντικός;
«Στην ΑΕΛ υπέγραψα το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο ως επιθετικός. Μάλιστα, ήμουν φαν του ολλανδικού ποδοσφαίρου και του Φαν Μπάστεν. Εκείνη τη χρονιά προπονητής ήταν ο Λίτσανιν και όταν με έφερε στην ομάδα, μου είπε πως ήθελε να με χρησιμοποιήσει σαν αμυντικό χαφ. Επομένως, άρχισα να δουλεύω στη θέση αυτή με τον Γιάννη Αλεξούλη που ήταν τότε στο τεχνικό επιτελείο. Την επόμενη χρονιά, η τύχη τα έφερε να είναι προπονητής και αγωνίστηκα σε όλα τα παιχνίδια της Β’ Εθνικής σαν αμυντικό χαφ. Στο τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς με αντίπαλο την Προοδευτική, αγωνίστηκα σαν τρίτο στόπερ και έτυχε να με δει ο Σούλης Παπαδόπουλος. Τότε πήρα μεταγραφή στην Προοδευτική και “βαπτίστηκα” στόπερ».
-Πώς ήταν η μετάβαση από μία επαρχιακή ομάδα στην Προοδευτική;
«Δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα τότε να φεύγεις από την επαρχία και την οικογένειά σου για να πας στην Αθήνα, αλλά ήμουν πολύ προσγειωμένος και είχα τους στόχους μου σε κουτάκια, όπως έπρεπε να γίνουν. Στην Προοδευτική υπήρχε ένα πολύ αξιόλογο σύνολο παικτών και ήταν πραγματικό σχολείο. Μπορεί οι οικονομικές συνθήκες που συνάντησα να μην ήταν οι καλύτερες, ειδικά τη δεύτερη χρονιά μου στην ομάδα, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των παικτών ήταν ιδανικές και ήμασταν δεμένοι σαν μια γροθιά. Αυτά τα δύο χρόνια με ωρίμασαν πάρα πολύ και με βοήθησαν να πραγματοποιήσω το επόμενο βήμα, που ήταν να πάω στην ΑΕΚ».
-Οπότε προέκυψε κάπως έτσι η ΑΕΚ...
«Η αλήθεια είναι ότι είχαμε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό. Ωστόσο, ήμουν σε επικοινωνία με τον Στέλιο Μανωλά, τον τότε προπονητή μου στην Εθνική Ελπίδων, ο οποίος με είχε σε εκτίμηση και μίλησε για μένα στην ΑΕΚ. Όταν πληροφορήθηκα ότι είχε κλείσει η μεταγραφή μεταξύ της Προοδευτικής και του Παναθηναϊκού, αποφάσισα να τη “χαλάσω”, όχι γιατί δε με κάλυπτε οικονομικά αλλά γιατί δεν μου άρεσε ο τρόπος που θα πήγαινα. Απ’ ό, τι είχα μάθει, ο Παναθηναϊκός σκόπευε να με παραχωρήσει δανεικό στον Άρη, ως έμψυχο αντάλλαγμα για τον Νασίφ Μόρις. Θεωρούσα ότι έπρεπε να πάω σε μια ομάδα που με πίστευε περισσότερο και αυτή ήταν η ΑΕΚ. Υπήρξε τότε μία κόντρα με τον πρόεδρο της Προοδευτικής, Γιάννη Καρρά, αλλά θεωρώ ότι φέρθηκα επαγγελματικά. Παρότι μπορούσα να φύγω με προσφυγή από την ομάδα, δε ζήτησα την ελευθερία μου αλλά τα χρήματα που μου χρωστούσαν. Συμφωνήσαμε μάλιστα με την ΑΕΚ ώστε να πάρει η Προοδευτική ένα σημαντικό ποσό κι έτσι στο τέλος βγήκαν όλες οι πλευρές ευνοημένες».
-Ήταν μια δύσκολη περίοδος για την ΑΕΚ τότε...
«Όταν πήγα στην ΑΕΚ το 2003, διέθετε όλη την αφρόκρεμα του ελληνικού ποδοσφαίρου, ωστόσο, ήταν πολύ έντονη χρονιά από όλες τις απόψεις. Η ομάδα είχε πολλά διοικητικά προβλήματα, θυμάμαι ότι ήμασταν απλήρωτοι μέχρι το Δεκέμβρη ενώ υπήρχε και γκρίνια του κόσμου εναντίον των παικτών. Την επόμενη χρονιά, η εμπλοκή του Ντέμη Νικολαΐδη στα διοικητικά έδωσε κάτι το διαφορετικό. Είχαν αποχωρήσει οι περισσότεροι “μεγάλοι” παίκτες αλλά με τον Φερνάντο Σάντος δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο σύνολο, με αποτέλεσμα να διεκδικούμε το πρωτάθλημα μέχρι την τελευταία στιγμή».
-Πώς ήταν για ένα 22χρονο παιδί να αγωνίζεται στο Τσάμπιονς Λιγκ;
«Ήταν εκπληκτικό όλο αυτό, ήταν οι πρώτες μου διεθνείς παραστάσεις. Δεν είχα αγωνιστεί ακόμα σε παιχνίδι πρωταθλήματος και ξαφνικά έπαιζα κόντρα στη Γκρασχόπερς για τα προκριματικά και τη Λα Κορούνια στο πρώτο παιχνίδι των ομίλων. Ήθελα τόσο πολύ να παίξω σε αυτά τα παιχνίδια αλλά μέσα μου έτρεμα. Έβλεπα μπροστά μου τον Τριστάν, τον Παντιάνι, τον Βαλερόν, μια τρομερή Λα Κορούνια η οποία έφτασε εκείνη τη χρονιά μέχρι τα ημιτελικά της διοργάνωσης. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Από εκεί που έπαιζα στη Β’ Εθνική, τώρα αντιμετώπιζα παίκτες παγκόσμιας κλάσης».
-Θα μπορέσει να δώσει στην ΑΕΚ μια άλλη δυναμική το νέο γήπεδο;
«Ναι ξεκάθαρα. Αν δε γίνει αυτό, κάποιο λάθος θα έχει κάνει η διοίκηση. Όταν μία ομάδα αποκτά το δικό της γήπεδο, έρχονται και περισσότερα έσοδα στα ταμεία της. Συνεπώς, θα έχει τη δυνατότητα να δώσει περισσότερα χρήματα ώστε να φέρει ποιοτικότερους παίκτες και να φτάσει το επίπεδο του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού που δίνουν τη δεδομένη χρονική στιγμή τα μεγαλύτερα συμβόλαια στο ελληνικό πρωτάθλημα».
-12 χρόνια μετά, τι αισθήματα σας αφήνει ο τρόπος που αποχωρήσατε από την ομάδα;
«Ένιωσα πικρία γιατί υποτίθεται ότι είχαμε συμφωνήσει με τον Ντέμη να ανανεώσουμε. Ακόμη, θεώρησα άσχημη τη συμπεριφορά του Λορένζο Σέρα Φερέρ. Ήταν γνώστης της προπονητικής αλλά δεν έδειξε καμία στήριξη στο πρόσωπό μου και κατάλαβα πως θα φύγω στο τέλος της χρονιάς. Από τη μία, στεναχωρήθηκα γιατί πέρασα τέσσερα όμορφα χρόνια, από την άλλη, μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να κάνω το βήμα παραπάνω και να αγωνιστώ στο εξωτερικό. Όπως αποδείχθηκε, βγήκε σε καλό».
-Και κάπου εκεί ήρθε η Μπολόνια που πολλοί χαρακτήρισαν ως πισωγύρισμα...
«Δε το θεώρησα ποτέ πισωγύρισμα γιατί πρόκειται για μία εποχή που ήταν δύσκολο να πας στο εξωτερικό. To 2007, τα συμβόλαια των παικτών στη Serie B ήταν μεγαλύτερα απ’ αυτά του ελληνικού πρωταθλήματος, όπως και το μπάτζετ της Μπολόνια συγκριτικά με αυτό της ΑΕΚ. Γνώριζα ότι πήγαινα σε μια πανέμορφη πόλη και σε μια ιστορική ομάδα που είχε στόχο να ανέβει κατηγορία. Αποδείχθηκε η πιο σωστή επιλογή τη δεδομένη χρονική στιγμή!»
-Πόσο σας βοήθησε το ότι αγωνιστήκατε στο ιταλικό πρωτάθλημα, που θεωρείται σχολή για τους αμυντικούς;
«Με έχει αλλάξει σε τεράστιο βαθμό στον τρόπο σκέψης μου γιατί οι Ιταλοί παίζουν με τα εκατοστά και με τη λεπτομέρεια. Αυτό τους καθιστά τόσο ξεχωριστούς και αυτό κάνει τόσο δύσκολο το ιταλικό πρωταθλημα και όχι τοσο διασκεδαστικό και όμορφο όσο άλλα πρωταθλήματα, όπως το γερμανικό και το ισπανικό. Ο κόσμος μπερδεύεται και νομίζει ότι έχει σχέση μόνο με την άμυνα. Έχει να κάνει με την τακτική. Όσο υπάρχει τόση πολλή τακτική και ειδικά στο αμυντικό κομμάτι, το παιχνίδι γίνεται ταυτόχρονα πιο αργό. Τον Ιταλό τον απασχολεί μόνο το αποτέλεσμα».
-Ποιοι είναι οι δυσκολότεροι ποδοσφαιριστές που αντιμετωπίσατε;
«Ενώ έχω αντιμετωπίσει σπουδαίους παίκτες, όπως ο Σεφτσένκο και ο Ιμπραΐμοβιτς, οι δυσκολότεροι αντίπαλοι ήταν ο Ιντζάγκι, ο Κέζμαν και ο Φάνης Γκέκας. Όλοι τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Έπαιζαν στο όριο του οφσάιντ και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για τον αμυντικό από το να ξέρει οτι ο επιθετικός είναι συνέχεια ένα βήμα μπροστά. Ένας ακόμη πολύ δύσκολος αντίπαλος ήταν ο Κάρλος Τέβες της Γιουβέντους, ο οποίος έκανε όλες τις δουλειές μέσα στο γήπεδο και έβγαζε απίστευτο πάθος».
-Θεωρείτε ότι το ιταλικό πρωτάθλημα μπορεί να γίνει και πάλι ανταγωνιστικό;
«Η αλήθεια είναι ότι η Serie A άρχισε από το 2012 να παίρνει τον κατήφορο. Όταν βλέπεις τη Μίλαν, μια από τις μεγαλύτερες ομάδες στον κόσμο να έχει αυτή την εικόνα, καταλαβαίνεις την κρίση που περνά το ιταλικό ποδόσφαιρο. Πλέον έχει μείνει μόνο η Γιουβέντους που έχει τελειοποιήσει το brand και δουλεύει με σύγχρονα πρότυπα. Εάν δεν επανέλθουν ομάδες του βεληνεκούς της Μίλαν και της Ίντερ, δεν πρόκειται το ιταλικό πρωτάθλημα να βρει τη χαμένη του αίγλη. Έχουν ξεκινήσει να επενδύουν πάλι σιγά σιγά και θεωρώ ότι θα πάρει λίγα χρόνια ακόμα για να φτάσουν στα παλαιότερα επίπεδα».
-Είχατε και ένα σύντομο πέρασμα από τη Σουόνσι και την Πρέμιερ Λιγκ. Τι γεύση σας άφησε;
«Ήταν ίσως οι χειρότεροι έξι μήνες από άποψη συμπεριφοράς προς το πρόσωπό μου, ωστόσο, την ίδια απόφαση θα έπαιρνα και τώρα αν γυρνούσα το χρόνο πίσω. Υπήρχε τότε η επιλογή της Σουόνσι, μιας ομάδας στην Κίνα και της ΚΠΡ που έπαιζε στην Πρέμιερ Λιγκ, αλλά είχε σκοπό να με παραχωρήσει δανεικό σε ομάδα της Τσάμπιονσιπ. Τελικά, επέλεξα τη Σουόνσι αλλά εντόπισα προβλήματα με το που υπέγραψα. Εν τέλει, δεν πήρα ποτέ τις ευκαιρίες που ήθελα. Η περίοδος εκείνη είχε για μένα πολύ άγχος και πίεση και αναζήτησα την επιστροφή μου στην Ιταλία ώστε να βρω ξανά αγωνιστικό χρόνο».
-Πώς προέκυψε η επιστροφή στο ελληνικό πρωτάθλημα και τον Παναιτωλικό μετά από δέκα χρόνια παρουσίας στο εξωτερικό;
«Η τελευταία χρονιά στη Μπάρι δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Παρότι ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας είχε εκφράσει την επιθυμία του να παραμείνω, δεν είχα καταφέρει να εγκλιματιστώ στο Νότο, μιας και είχα συνηθίσει τη νοοτροπία του ιταλικού Βορρά. Είχα προτάσεις από άλλες ιταλικές ομάδες αλλά δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να αλλάξω πάλι μέρος με την οικογένειά μου, οπότε μπήκε στη σκέψη μου να επιστρέψω στην Ελλάδα για να κλείσω την καριέρα μου στην ΑΕΛ. Δεν είχα, όμως, πρόταση από την ΑΕΛ τη δεδομένη χρονική περίοδο κι έτσι κάθισα να δω ποιες άλλες ομάδες από την Ελλάδα με κάλυπταν τότε. Η μία επιλογή ήταν να πάω στα Γιάννενα και η άλλη στον Παναιτωλικό. Πληροφορήθηκα ότι η ομάδα του Αγρινίου διέθετε προπονητικό κέντρο και όλα τα εχέγγυα ώστε να δουλέψει σωστά ένας ποδοσφαιριστής και έτσι την επέλεξα. Πάντα όμως υπήρχε στο μυαλό μου η επιστροφή στην ΑΕΛ, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε».
-Θεωρείτε ότι τα κρούσματα βίας στα γήπεδα της χώρας μας, σε αντίθεση με το εξωτερικό, οφείλεται στη νοοτροπία του Έλληνα φιλάθλου;
«Δε θεωρώ ότι έχουμε διαφορετική νοοτροπία, απλά στην Ελλάδα κάποιοι επιτρέπουν να γίνονται επεισόδια και έτσι δε θα φτάσουμε ποτέ στο επιπεδο των Άγγλων, για παράδειγμα. Έτσι πάει δυστυχώς. Δεν υπάρχει το “οι άλλοι είναι καλύτεροι από εμάς”. Είναι το ίδιο πράγμα με τη ζώνη στο αυτοκίνητο. Γιατί οι Έλληνες δε φοράνε ζώνη; Γιατί βάζουν το παιδί μπροστά; Γιατί στη μισή Ιταλία φοράνε ζώνη και στην άλλη μισή όχι; Ιταλοί είναι και οι δύο. Η απάντηση είναι γιατί στο Νότο υπάρχει ατιμωρησία ενώ στο Βορρά οι νόμοι είναι αυστηροί. Όπου ο νόμος επιβάλλεται και χρησιμοποιείται, συμμορφώνεσαι. Όσο επιτρέπεις τα επεισόδια στο γήπεδο, δεν αλλάζει τίποτα».
-Πώς κρίνετε το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος από τη στιγμή που επιστρέψατε;
«Ο τρόπος λειτουργίας του πρωταθλήματος και των ομάδων δεν έχει καμία σχέση με τα πρότυπα που γνώρισα στο εξωτερικό. Tο επίπεδο αυτή τη στιγμή είναι πολύ χαμηλό σε οργανωτικό επίπεδο, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε πιο παλιά, ακόμη και στη Β’ Εθνική. Οι “μεγάλοι” έχουν χαλάσει το προϊόν που λέγεται ελληνικό ποδόσφαιρο γιατί προσπαθούν να επέμβουν και να ελέγχουν τις μικρές ομάδες. Εύχομαι με την αναδιάρθρωση, επειδή θεωρητικά οι ομάδες θα είναι λιγότερες, να γίνουν και πιο δυνατές. Δυστυχώς, το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος είναι, για την ώρα τουλάχιστον, σχεδόν ημι-επαγγελματικό».
-Ένα μεγάλαιο κεφάλαιο για εσάς ήταν και η Εθνική Ελλάδας. Πώς εισπράξατε την κριτική που δέχθηκε η ομάδα μετά το Μουντιάλ του 2014;
«Όταν δίνεις το παρόν για μια δεκαετία σε τελικές φάσεις Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και Μουντιάλ, δε μπορείς να θεωρήσεις αποτυχία το ότι δεν κατάφερες να πας μία φορά. Δέχομαι την κριτική, είναι απαράδεκτο να χάνεις από τα Νησιά Φερόε και να παρουσιάζεις αυτή την εικόνα αλλά δε θεωρώ ότι είναι σωστή η ισοπέδωση που υπήρξε. Ακούστηκαν χαρακτηρισμοί, όπως παίκτες παραλίας, Εθνική Μυκόνου... Οι ίδιοι που λίγο καιρό πριν είχαν πάει στο Μουντιάλ και ήταν οι θεοί της Ελλάδας. Εννοείται ότι φταίμε κι εμείς οι παίκτες, μιας και χάθηκε όλο αυτό το οικογενειακό κλίμα που υπήρχε μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Δε μπορέσαμε να διαχειριστούμε τις κακές εμφανίσεις και αυτό ήταν το λάθος μας».
-Πώς βλέπετε το νέο ξεκίνημα της Εθνικής με Έλληνα προπονητή μετά από 18 ολόκληρα χρόνια;
«Θεωρώ ότι η επιλογή του κύριου Αναστασιάδη είναι η σωστότερη αυτή τη στιγμή γιατί η Εθνική ομάδα δε θέλει έναν προπονητή που θα διδάξει ποδόσφαιρο και θα της δώσει μία ακριβή ταυτότητα αλλά κάποιον που θα καταφέρει να βγάλει το 100% από τους ποδοσφαιριστές. Τα προηγούμενα χρόνια, το πέτυχαν ο Ρεχάγκελ και ο Σάντος και το ίδιο πιστεύω και για τον Άγγελο Αναστασιάδη. Εξάλλου, δεν υπάρχει η υπομονή να περιμένουμε μια δεκαετία ή εικοσαετία για να χτιστεί μια Εθνική ομάδα με συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού γιατί θέλουμε κατευθείαν αποτέλεσμα. Με αυτά τα κριτήρια, η επιλογή φαντάζει ιδανική».
-Ένα σημαντικό ζήτημα που απασχολεί την Εθνική Ομάδα είναι και το γηπεδικό...
«Δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχει το οπαδικό αίσθημα και παρότι η Αθήνα έχει το μεγαλύτερο πληθυσμό, το γήπεδο δε γεμίζει. Αντίθετα, όταν η Εθνική αγωνίζεται στην επαρχία, το γήπεδο γεμίζει. Γενικά είμαι 100% υπέρ της επαρχίας σε αυτό το θέμα. Η έδρα πρέπει να φύγει από την πρωτεύουσα. Θυμάμαι πως όταν παίζαμε στο Ηράκλειο ή στο Παμπελοποννησιακό, το περίμενε ο κόσμος πώς και πώς. Το έζησα και στο φιλικό που παίξαμε με τον Καναδά στο AEL FC Arena το 2011. Αυτά τα δύο γήπεδα θα έπρεπε να δηλώνει η Εθνική για τους αγώνες της».
-Σε περίοπτη θέση στον τοίχο του μαγαζιού, υπάρχει η κορνίζα όπου τρέχετε με τη δάδα το 2004. Πώς ζήσατε την ξεχωριστή εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας;
«Ήταν κάτι το ξεχωριστό, μια εμπειρία που σου μένει χαραγμένη. Το περιμέναμε πώς και πώς. Το να τρέξεις να βγάλεις φωτογραφία κρατώντας τη δάδα, ήταν μια στιγμή η οποία πραγματικά θα μας μείνει!»
-Πόσο σημαντική είναι η στήριξη της οικογένειας σε κάθε σας βήμα;
«Είμαι μαζί με τη γυναίκα μου από 20 χρονών και δεν χωριστήκαμε ποτέ και πουθενά. Το είχα έτσι στο μυαλό μου και ήξερα ότι αυτό θα με βοηθήσει να προχωρήσω. Δεν πήγα ποτέ να αγωνιστώ κάπου και να πω ότι θα αφήσω την οικογένειά μου πίσω. Ό,τι κι αν κάνω, είναι στο πλευρό μου!»
-Πρόσφατα ανακοινώθηκε και η υποψηφιότητά σας με το συνδυασμό του νυν δημάρχου στις επερχόμενες δημοτικές εκλογές. Πώς προέκυψε αυτή η απόφαση;
«Καθαρά λόγω αγάπης για την πόλη. Έχει να κάνει με τον αθλητισμό και όχι με την πολιτική. Το δεύτερο άλλωστε δεν το γνωρίζω, δεν είναι το αντικείμενό μου και εύχομαι να μην μου μπει το “μικρόβιο” της πολιτικής. Αν ποτέ γίνει κάτι τέτοιο, έχω σκοπό να περιοριστεί στα όρια του δήμου και της πόλης μου. Δεν έχω περαιτέρω πολιτικές βλέψεις. Με απασχολεί το κομμάτι του αθλητισμού και το πώς θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου ώστε να βελτιωθεί στην πορεία. Ο ρόλος μου θέλω να είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα, δε θα ήθελα να κάθομαι σε ένα γραφείο και να υπογράφω χαρτιά».
-Κλείνοντας, έχετε σκοπό να παραμείνετε στο χώρο του ποδοσφαίρου όταν ολοκληρώσετε την καριέρα σας;
«Δε νομίζω ότι μπορώ να μείνω μακριά από το χώρο του ποδοσφαίρου. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω αποφασίσει αν θα αποσυρθώ φέτος ή του χρόνου. Θα βάλω στόχους όταν με το καλό πάρω την απόφαση να σταματήσω και τότε θα αποφασίσω τι θα κάνω. Είναι ακόμη νωρίς για να ξέρω σε τι πόστο θα με βρει η επόμενη μέρα, αν αυτό θα είναι του προπονητή ή του τεχνικού διευθυντή για παράδειγμα».
Μετά το τέλος της συνέντευξης, ένα πράγμα είναι βέβαιο? για κάθε χιλιόμετρο που θα διανύσεις ώστε να τον συναντήσεις, άλλοι τόσοι λόγοι υπάρχουν για να το ξανακάνεις. Τον ευχαριστούμε θερμά για την τιμή που μας έκανε και του ευχόμαστε ολόψυχα κάθε επιτυχία σε ό, τι κι αν καταπιαστεί στη συνέχεια της ζωής του!
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ιατρίδης- Κωνσταντίνος Χριστόπουλος ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube