Αν και ασχολείται μόλις δύο χρόνια με το άθλημα της κωπηλασίας, η Σοφία Ασουμανάκη οδεύει από επιτυχία σε επιτυχία. Τελευταία ήταν το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στο απλό σκιφ στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα κωπηλασίας το οποίο φιλοξενήθηκε στο Ρίο.
Η νεαρή αθλήτρια μίλησε στο ΣΠΟΡ FM κι εξέφρασε το στόχο της να επιστρέψει στην πόλη της Βραζιλίας το επόμενο καλοκαίρι και να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αναλυτικά όσα είπε στον Γρηγόρη Ποζιό και τον Παύλο Κουστέρη:
Για το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα:
«Είμαι πολύ υπερήφανη! Κλείνω δύο χρόνια στην κωπηλασία με πολύ μεγάλες επιτυχίες που δεν τις περίμενα καν».
Για τον τελικό:
«Είχα ένα πλάνο και στην αρχή μου βγήκε καλά. Μετά τα χίλια μέτρα με επηρέασε ο καιρός και αγχώθηκα και κάπως έτσι έχασα το χρυσό, γιατί μέχρι τότε ήμουν μπροστά. Το χρωστούσα στον εαυτό μου γιατί πέρυσι έμεινα εκτός μεταλλίων, ενώ ήμουν πολύ καλά και ένιωθα έτσι. Ήθελα το χρυσό, αυτός ήταν ο στόχος μου, αλλά συμβαίνουν αυτά».
Για τον επόμενο στόχο της:
«Σε 15 μέρες παίζεται η πρόκριση για τους Ολυμπιακούς και θα αγωνιστώ στο διπλό σκιφ μαζί με την Κατερίνα Νικολαΐδου. Οι πρώτοι 11 πάνε στους Ολυμπιακούς και είμαι αισιόδοξη επειδή έχουμε δείξει πως είμαστε μέσα στα πληρώματα που μπορούν να διεκδικήσουν ένα εισιτήριο. Ελπίζω να επιστρέψω στο Ρίο».
Για τη στήριξη της ομοσπονδίας:
«Η ομοσπονδία είναι πολύ οργανωμένη και μας βοηθούν με τον καλύτερο τρόπο. Τις 300 μέρες του χρόνου είμαστε με την Εθνική. Δεν έχω προσωπικά κάποιο πρόβλημα, αλλά η αλήθεια είναι πως μέσα στην κρίση, ακούς διάφορα. Όμως, όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, τα ξεπερνάς».
Γιατί διάλεξε την κωπηλασία:
«Είναι πολύ καθαρό άθλημα. Δεν έχει ακουστεί ποτέ κάτι κακό. Έρχεσαι σε επαφή με το περιβάλλον. Υπάρχει ομαδικότητα στα πληρώματα. Αυτά τα πράγματα είναι που μου αρέσουν στην κωπηλασία και με γεμίζουν».,
Για το παγκόσμιο ρεκόρ που σημείωσε σε προσομοιωτή:
«Οι αγώνες είχαν γίνει σε προσομοιωτή στη Βοστώνη και είχα σπάσει το παγκόσμιο ρεκόρ για τρία δευτερόλεπτα και το πήρα από μια κοπέλα από την Αυστραλία που το κρατούσε για δέκα χρόνια».