Όταν το καλοκαίρι του 2017 ο Γιάννης Κομπότης ανακοίνωνε ότι νέος προπονητής του Λεβαδειακού θα είναι ο Ζοσέ Ανιγκό, πολλοί φαντάστηκαν ότι πρόκειται περί λάθους ή συνωνυμίας. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος που οδήγησε τη Μαρσέιγ στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 2004 και εν συνεχεία υπήρξε ο τεχνικός διευθυντής της για μια σχεδόν δεκαετία, θα καταδεχόταν να αναλάβει μια άσημη ελληνική ομάδα που χαροπάλευε κάθε χρόνο για την παραμονή της στην 1η κατηγορία;
Θέμα λάθους ή συνωνυμίας δεν υπήρχε. Ο Ζοσέ Ανιγκό του Λεβαδειακού ήταν ο ίδιος Ζοσέ Ανιγκό που στην καριέρα του είχε αναδείξει ή συνεργαστεί με σούπερ παίκτες όπως οι Ντρογκμπά, Βαλμπουενά, Ριμπερί, Μπεν Αρφά, Μαντανά, Μπαρτέζ και ένα σωρό άλλους, με σημαντικό αποτύπωμα στο χώρο του ποδοσφαίρου. Το γιατί όμως ένας άνθρωπος με τόσο γεμάτο βιογραφικό κατέληξε απ’ τα σαλόνια στα… αλώνια, είναι μια μεγάλη ιστορία, ένα κομμάτι της οποίας ξεφεύγει κατά πολύ από τα στενά όρια του ποδοσφαίρου.
Ο προσωρινός (μέχρι νεωτέρας) προπονητής του Ολυμπιακού δεν έζησε σ’ έναν όμορφο κόσμο, ηθικό κι αγγελικά πλασμένο. Μεγαλωμένος στο μεγάλο λιμάνι της Μασσαλίας όπου κυριαρχεί ο νόμος των συμμοριών και της μαρσεγιέζικης μαφίας, ένα κομμάτι της διαδρομής του στη ζωή και το ποδόσφαιρο έγινε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, σε καταστάσεις που δύσκολα μπορεί να τις αντιμετωπίσει κάποιος ανυποψίαστος που απλώς βρέθηκε εκεί για να ασχοληθεί με τη μπάλα.
Η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη κάτω από τόσο ιδιαίτερες συνθήκες. Ο Ανιγκό μεγάλωσε στο Κονσολά, μια κακόφημη περιοχή της Μασσαλίας που τροφοδοτεί με τα παιδιά της την ομώνυμη συμμορία που ελέγχει το λιμάνι. Πολλά παιδιά αυτής της γειτονιάς γίνονται μέλη της μαφίας του Κονσολά και μπλέκονται από μικρά στη διακίνηση των ναρκωτικών, τη μαστροπεία, σε εκβιασμούς και τζόγο.
Το ποδόσφαιρο πρόσφερε μια διέξοδο στον Ζοσέ Ανιγκό για να ξεφύγει απ’ αυτή τη μοίρα. Και τα κατάφερε μέχρι ενός σημείου, χωρίς όμως να τον αποκόψει οριστικά από τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με τη γειτονιά της παιδικής του ηλικίας. Ο ίδιος πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής στη Μαρσέιγ, μετρώντας από το 1979 μέχρι το 1987 περισσότερα από 200 επαγγελματικά παιχνίδια, γεγονός που δεν του επέτρεψε να εγκαταλείψει τις παλιές του παρέες κι ας έφυγε από την πόλη στη δύση της καριέρας του για να αγωνιστεί σε μικρότερες ομάδες της περιφέρειας.
Το δέσιμο του με το κλαμπ ήταν πολύ ισχυρό κι όταν επέστρεψε στη Μασσαλία, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από τα τμήματα υποδομής της Μαρσέιγ, μέχρι που πήρε την ευκαιρία να γίνει προσωρινός προπονητής της πρώτης ομάδας στο ξεκίνημα της περιόδου 2001-02. Οι διαφωνίες του με τον περιβόητο Μπερνάρ Ταπί που είχε επιστρέψει στην ομάδα μετά τις δικαστικές περιπέτειές του, τον έστειλαν ξανά στα τμήματα υποδομής μέχρι τον Γενάρη του 2004, όταν κλήθηκε να αναλάβει πάλι ως υπηρεσιακός τεχνικός την Μαρσέιγ, που βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Κάτω από τις οδηγίες του, η ομάδα πήρε τα πάνω της, πέτυχε μεγάλες προκρίσεις (Λίβερπουλ, Ίντερ, Νιούκαστλ) στην Ευρώπη και έφτασε ανέλπιστα μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ όπου ηττήθηκε από τη Βαλένθια λόγω ενός μάλλον αχρείαστου πέναλτι που έκανε (;) ο Μπαρτέζ, με πρόσθετη ποινή την αποβολή του από τον Κολίνα. Στο δε πρωτάθλημα, εκεί που η Μαρσέιγ πήγαινε για υποβιβασμό, κατάφερε να κερδίσει τελικά ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο.
Η περήφανη πώληση του Ντρογκμπά στην Τσέλσι με σχεδόν 30 εκατ. ευρώ, ποσό εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής, δεν βοήθησε τους μαρσεγιέζους να ορθοποδήσουν. Ο Ανιγκό απολύθηκε λόγω των άσχημων αποτελεσμάτων στο ξεκίνημα της επόμενης περιόδου, αλλά την επόμενη χρονιά πήρε το πόστο του τεχνικού διευθυντή και το κράτησε μέχρι το 2013, με σημαντικές επιτυχίες για το κλαμπ όπως η κατάκτηση ενός πρωταθλήματος και τριών Κυπέλλων, συν 5 παρουσιών στο Τσάμπιονς Λιγκ και άλλων 4 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Η διαδρομή αυτή δεν ήταν αλέκιαστη. Μετά από πολύμηνες τηλεφωνικές υποκλοπές από την αστυνομία, ο Ανιγκό βρέθηκε στο επίκεντρο ενός μεγάλου σκανδάλου όταν κατηγορήθηκε ότι ο Ρίτσαρντ Ντερούδα, ένας παιδικός του φίλος και ηγετικό πρόσωπο του υποκόσμου, τον εκβίαζε προκειμένου να παίξει ο γιός του, Τόμας, στη Μαρσέιγ, θέμα που το 2006 προκάλεσε την παραίτηση του προπονητή της, Ζαν Φερναντές.
Η υπόθεση είχε προκαλέσει μεγάλο ντόρο και ο Ανιγκό έγινε εξώφυλλο σε γαλλικό περιοδικό με τον τίτλο «Ο Νονός επαναστατεί» όπου μιλώντας ο ίδιος, εξηγούσε ότι ναι μεν αποτραβήχτηκε από την παλιά του γειτονιά λόγω του ποδοσφαίρου, αλλά δεν έβλεπε για ποιο λόγο θα έπρεπε να κόψει τις σχέσεις του με τους φίλους της παιδικής του ηλικίας.
Αν και η ιστορία αυτή τσαλάκωσε την εικόνα του, δεν τον απομάκρυνε από την ομάδα, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια μέχρι να δεχτεί ένα πολύ γερό κτύπημα από την ίδια τη ζωή: το 2013, μαφιόζοι εκτέλεσαν με 12 σφαίρες τον γιό του, Αντριέν, σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών για υποθέσεις του υποκόσμου, οι οποίες τον είχαν οδηγήσει νωρίτερα στη φυλακή, για ληστεία. Ο Αντριέν Ανιγκό ήταν το 15ο θύμα δολοφονίας εκείνη τη χρονιά στη Μασσαλία, με δράστες μέλη της τοπικής μαφίας.
Εκείνη την εποχή ο Ζοσέ Ανιγκό περνούσε νέες δικαστικές περιπέτειες, κατηγορούμενος για «δώρα» κάτω από το τραπέζι από διάφορες μεταγραφές της Μαρσέιγ, στην οποία είχε αναλάβει για τρίτη φορά χρέη υπηρεσιακού προπονητή. Απαλλάχθηκε από την κατηγορία αυτή το 2015, αλλά η όλη ιστορία ήταν πολύ γαργαλιστική για να ξεπεραστεί ανώδυνα. Οι μεταγραφές του Ζινιάκ από την Τουλούζ και του Ντιαβαρά από τη Μπορντό τροφοδότησαν για καιρό με πικάντικες λεπτομέρειες τα γαλλικά ΜΜΕ, με πολλούς μάνατζερ και μέλη της μαφίας να εμπλέκονται στο όλο σκηνικό.
Η απώλεια του παιδιού του ήταν «μαχαιριά» για τον Ανιγκό και τον υποχρέωσε να κάνει δραστικές αλλαγές στη ζωή του, όπως να εγκαταλείψει τη Μαρσέιγ και το γαλλικό ποδόσφαιρο. Αρχικά βρήκε καταφύγιο στο Μαρόκο και μετά στην Ελλάδα, πρώτα στον Λεβαδειακό που τον οδήγησε στην 8η θέση το 2017-18 και αμέσως μετά στον Πανιώνιο, από τον οποίο απολύθηκε στα μισά της χρονιάς καθώς ήταν σε τροχιά υποβιβασμού.
Αυτή η διαδρομή ήταν που τον έφερε στην Ελλάδα, σε ομάδες που φυσιολογικά δεν θα τις κοιτούσε καν εάν δεν είχαν προκύψει όλα αυτά τα δυσάρεστα που καθόρισαν διαφορετικά την πορεία της ζωής του. «Σιγά – σιγά χάρη στο Μαρόκο και στην Ελλάδα, ανοίγομαι. Πάντα υπάρχει η αίσθηση της απώλειας, αλλά πλέον την ζω διαφορετικά. Την ζω με την βεβαιότητα πως ο γιός μου θα ήθελε να είμαι εδώ που βρίσκομαι τώρα. Θα ήθελε να μην τον ξεχάσω ποτέ, θα ήθελε να συνεχίσω να ζω» είχε δηλώσει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στην Εκίπ.
Στο πρόσωπο του Ανιγκό, ο Βαγγέλης Μαρινάκης είδε μια ευκαιρία. Τον προσέγγισε για να τον βοηθήσει στη Νότιγχαμ όπου του ανέθεσε τον Οκτώβριο του 2019 το ρόλο του υπεύθυνου των μεταγραφών, με την προοπτική της επιστροφής της ομάδας στην Πρέμιερ Λιγκ μετά από σχεδόν 30 χρόνια απουσίας. Ο στόχος επιτεύχθηκε πέρυσι, με τον ίδιο όμως να έχει αποχωρήσει για να έλθει στον Ολυμπιακό, όπου ανέλαβε χρέη τεχνικού διευθυντή, με όχι ιδιαίτερη επιτυχία εάν αναλογιστεί κανείς τις ουκ ολίγες «καμένες» μεταγραφές και τον τεράστιο αριθμό των παικτών που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρκεια της περιόδου, συν τις τρεις αλλαγές προπονητών. Η τελευταία με τη φυγή του Μίτσελ, έφερε τον ίδιο στον πάγκο, με την προοπτική να αναλάβει τους «ερυθρόλευκους» μέχρι να βρουν τον επόμενο εκλεκτό, πιθανώς μέχρι το τέλος της σεζόν.
Οι περιπέτειες του Ανιγκό με τον νόμο δεν έκλεισαν τότε που έφυγε από τη Γαλλία. Προέκυψαν στην πορεία νέα επεισόδια, με μια θυελλώδη πλοκή που θυμίζει σίριαλ. Τον Οκτώβριο του 2020 όταν βρισκόταν στη Νότιγχαμ, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του ως ύποπτου για τη συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση που εμπλέκεται σε υποθέσεις με ναρκωτικά, εμπόριο όπλων, σωματεμπορία και εκβιασμούς! Ο ίδιος πήγε οικειοθελώς στη Μασσαλία για να καταθέσει, τέθηκε στη διάθεση των Αρχών, έμεινε υπό κράτηση για ένα διάστημα και ξεκίνησε ένα νέο αγώνα για να καθαρίσει το όνομά του από μια υπόθεση που ξεκίνησε από το ποδόσφαιρο, αλλά είχε άλλα παρακλάδια.
Η γαλλική αστυνομία συνέλαβε 23 άτομα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, με βασικούς κατηγορούμενους τους Καμπανέλα και Μπαρεζί, αρχηγούς της συμμορίας Capelette, λόγω μιας εσωτερικής διαμάχης σχετικά με τον τρόπο μοιρασιάς των χρημάτων της μεταγραφής ενός 18χρονου νεαρού από την ομάδα νέων της Μαρσέιγ στη Λιλ. Η συμμορία ήταν μπλεγμένη σε ένα σωρό βαριές υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά το ξήλωμα του πουλόβερ άρχισε όταν οι θιγμένοι της μοιρασιάς, άρχισαν να καρφώνουν στη αστυνομία αυτούς που πήραν τη μερίδα του λέοντος από τη μεταγραφή. Σε κάποιο (ποδοσφαιρικό) γρανάζι της όλης ιστορίας ήταν μπλεγμένο και το όνομα του Ανιγκό, αλλά η μπάλα τον πήρε πολύ πιο βαριά από πλευράς εντυπώσεων γιατί η δράση αυτής της μαφιόζικης συμμορίας ήταν σε πολύ βρώμικα νερά και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο…
Πηγή: kathimerini.gr