Ήταν πριν από περίπου 14-15 μήνες όταν ο Ραζβάν Λουτσέσκου είπε «συγγνώμη» στη διοίκηση του ΠΑΟΚ και αποδέχθηκε την αστρονομική πρόταση των Αράβων της Αλ Χιλάλ, με τους Θεσσαλονικείς να χάνουν ουσιαστικά τον τύπο που είχε δώσει από πάνω μέχρι κάτω στον οργανισμό του ΠΑΟΚ το δικό του DNA. Είναι αλήθεια, ο ΠΑΟΚ δεν έχανε απλά έναν προπονητή.
Μπορεί να μην άρεσε, μπορεί να ήταν εκνευριστικός ακόμα και για έναν τρίτο να τον ακούει, αλλά είναι δεδομένο ότι ο Ρουμάνος αποτελούσε μια ανθρώπινη «ασπίδα» μπροστά σε όλα αυτά τα τρελά που συμβαίνουν σε καθημερινή βάση στο ελληνικό ποδόσφαιρο και σε ό,τι αφορά τη δική του ομάδα προέταξε τα δικά του αντισώματα. Οι ειδικές περιστάσεις άλλωστε, απαιτούν και ιδιαίτερους ανθρώπους.
Ποια ήταν η επιλογή του ΠΑΟΚ; Σε μια μοναδική κίνηση στα χρονικά των ελληνικών συλλόγων, πλήρωσε δύο εκατ. ευρώ για να σπάσει το συμβόλαιο του Αμπέλ Φερέιρα και να τον φέρει «πακέτο» από την Μπράγκα. Θα αναρωτηθεί τώρα κάποιος προς τι όλη αυτή η ιστορική αναδρομή;
Πρώτον, για να αναλογιστεί κανείς ότι ο Πορτογάλος τεχνικός αναλάμβανε μια επιτυχημένη ομάδα με τα δικά της χούγια (καλά και κακά), άρα το να χτίσει κάτι διαφορετικό πάνω σε αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο.
Δεύτερον, γιατί έχει περάσει κάποιος καιρός από τότε, άρα η υπενθύμιση των γεγονότων μπορεί να είναι και απαραίτητη.
Τρίτον, για να θυμηθεί κάποιος ότι ο ΠΑΟΚ, αν δεν είχε το Financial Fair Play να τον κυνηγά, θα απέλυε έναν προπονητή έπειτα από μόλις έναν χρόνο, για τον οποίο έβγαλε από τα ταμεία του δύο εκατ. ευρώ για να τον αποκτήσει από την Μπράγκα! Όχι από τη Σάντα Κλάρα, αλλά από την τέταρτη ομάδα της Πορτογαλίας. Σαν να πραγματοποίησε με άλλα λόγια την έκτη πιο ακριβή μεταγραφή της ιστορίας του.
Πού οδήγησε τελικά τον ΠΑΟΚ η… ανάγκη να στηρίξει τον προπονητή του;
Σε δύο ιστορικές προκρίσεις. Μία κόντρα στην Μπεσίκτας που έχει χόμπι να δαπανά σε 10 μέρες, όσα εκατ. ευρώ δαπανούν οι ελληνικές ομάδες σε πέντε καλοκαίρια κι άλλη μία κόντρα στην πιο ποιοτική Μπενφίκα των τελευταίων ετών. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Όχι, την καλύτερη, αλλά την πιο ποιοτική, που «χρύσωσε» το καλοκαίρι τον Ζόρζε Ζέσους και σε περίπου 40 μέρες έχει δαπανήσει 80 εκατ. ευρώ για να του δώσει το ρόστερ που εκείνος επιθυμεί.
Τι είχε να αντιπαρατάξει ο ΠΑΟΚ κόντρα σε αυτές τις ομάδες και μέσα σε μία άδεια Τούμπα; Ξεκάθαρο πλάνο και ένα ετοιμο σύνολο παικτών, όχι απαραίτητα για να προκριθεί, αλλά για να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητές του από τον ρόλο του αουτσάιντερ. Πιστεύει κανείς ότι αν οι Θεσσαλονικείς είχαν προχωρήσει στην απόλυση του Αμπέλ Φερέιρα και είχαν προσλάβει τον Μαουρίτσιο Ποτσετίνο και έφερνε ακόμα πέντε παίκτες των 4-5 εκατ. ευρώ εκτοξεύοντας ακόμα περισσότερο το άνοιγμα του ισολογισμού του, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσει την εικόνα που είχε κόντρα στην Μπενφίκα;
Όποιος είναι λογικός και έχει αντιληφθεί το πώς παίζεται το ποδόσφαιρο στο κορυφαίο επίπεδο, έχει πολύ εύκολη την απάντηση ή ακόμα και για τους πιο δύσπιστους, οι απαντήσεις δόθηκαν εκεί που πραγματικά έχει σημασία: Εντός αγωνιστικού χώρου.
Και πώς τα κατάφερε ο Πορτογάλος; Με τους ίδιους παίκτες που είχε από τη σεζόν 2019/20, απλά αντί του Μαουρίσιο του 1,5 εκατ. ευρώ ετησίως, έπαιζε ο Σβαμπ των 400.000 ευρώ(!) και με τον Άντριγια Ζίβκοβιτς, που αποκτήθηκε ως ελεύθερος, να προλαβαίνει να αγωνίζεται περίπου 30 λεπτά. Το μεγάλο του «όπλο» όμως στην πραγματικότητα ήταν το γεγονός ότι γνώριζε άριστα την ομάδα του. Γνώριζε ότι ο σχηματισμός με τους τρεις κεντρικούς αμυντικούς «τσουλάει» και είναι ό,τι πρέπει για τέτοια ματς. Γνώριζε τι μπορεί να του προσφέρει ο Κρέσπο, γνώριζε τι μπορεί να του προσφέρει ο Άκπομ, ήξερε τι μπορεί να του προσφέρει η κάθε αλλαγή που περνούσε στο γήπεδο.
Εκτός όλων των άλλων, ο Πορτογάλος προπονητής προσέφερε απλόχερα στον ΠΑΟΚ δύο παίκτες με υψηλό «ταβάνι» εντελώς τσάμπα. Ο λόγος για τον Μιχαηλίδη και τον Τζόλη. Αλήθεια, ποιος άλλος προπονητής κατάφερε να βγάλει έστω έναν παίκτη από τις Ακαδημίες, για τις οποίες ο ΠΑΟΚ επενδύει τα περισσότερα λεφτά από κάθε άλλη ομάδα στην Ελλάδα;
Συμπερασματικά, ο ΠΑΟΚ αναγκάστηκε (δεν επέλεξε) να ακολουθήσει την ποδοσφαιρική λογική. Αναγκάστηκε να στηρίξει τον προπονητή του, που τον πήρε από το πάνω ράφι και να μην βάλει… αυτογκόλ, σε μια περίοδο που δεν υπήρξε ουσιαστική διακοπή ανάμεσα στο 2019/20 και το 2020/21. Αυτή η αναγκαστική επιλογή τον δικαιώνει, τον φέρνει πιο κοντά από ποτέ στους ομίλους του Champions League και το ποδόσφαιρο τον ανταμείβει.
Και ενδεχομένως ο ίδιος ο Φερέιρα να κερδίσει λίγο περισσότερο χρόνο ώστε να καταφέρει ο ΠΑΟΚ να παίξει το ποδόσφαιρο που θέλει αυτός, αφού τα υλικά για το στυλ Λουτσέσκου έχουν εκλείψει πια σε σημαντικό βαθμό.
Υ.Γ.: Πώς τα φέρνουν καμιά φορά οι συγκυρίες; Ο Γιαννούλης αποκτήθηκε ως δανεικός από τον Ατρόμητο στο πλαίσιο της μεταγραφής του Λημνιού και κυρίως ως συμπληρωματικός του deal με τον Χατζηισαΐα. Τότε, ο διεθνής μπακ υπολογιζόταν ως ρεζέρβα του Κατράνη. Ο Κατράνης έφυγε για Γαλλία και αποφασίστηκε να δοθεί η ευκαιρία στον Γιαννούλη. Εκεί, στο Περιστέρι αξίζουν μια… λαμπάδα από τον ΠΑΟΚ στο μπόι αυτών που τον πίστεψαν και του Νταμίρ Κάναντι.