«Μεγαλώνοντας η νοοτροπία μου ήταν επίθεση, επίθεση, επίθεση. Όμως, τώρα είναι άμυνα, άμυνα, άμυνα».
Η αλήθεια είναι ότι ο Αλφόνσο Ντέιβις -στον οποίο και ανήκουν τα παραπάνω λόγια- δεν αποτελεί ούτε τον πρώτο, ούτε τον τελευταίο ακραίο επιθετικό, τον οποίο οι… περιστάσεις μετέτρεψαν σε μπακ. Ωστόσο, λίγο η ιστορία της παιδικής του ηλικίας, λίγο οι εντυπωσιακές εμφανίσεις που πραγματοποίησε τη φετινή σεζόν, αναγκάζουν ολοένα και περισσότερους να διαπιστώνουν ότι εδώ… κάτι υπάρχει.
Κάτι που έχουν καταλάβει προ πολλού στην Μπάγερν Μονάχου. Επιστέγασμα αυτού, η επέκταση της συνεργασίας (μέχρι το καλοκαίρι του 2025) των νταμπλούχων Γερμανίας με τον 19χρονο Καναδό αριστερό μπακ, η οποία έλαβε χώρα τη Δευτέρα (20/4). Οι προστατευτικές μάσκες -ελέω της πανδημίας του κορωνοϊού- ήταν αναγκαίες κατά τη διάρκεια των υπογραφών. Δεν είναι, ωστόσο, ικανές να κρύψουν το σπουδαίο ταλέντο του «Φόνζι».
«Παιδί» του εμφυλίου και του Μιλένιουμ
Η συγκινητική του ιστορία είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Παιδί Λιβεριανών, οι οποίοι έφυγαν από τον τόπο τους το 1999, όταν ξέσπασε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στην αφρικανική χώρα. Μετέβησαν στην Γκάνα, εκεί όπου έμειναν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, μέρος στο οποίο γεννήθηκε και ο νυν ποδοσφαιριστής της Μπάγερν. Το 2005 η οικογένεια Ντέιβις μετανάστευσε, μέσω ενός προγράμματος μετεγκατάστασης, στο Έντμοντον του Καναδά. Ο πιτσιρικάς Αλφόνσο εντάχθηκε στην τοπική σχολική κοινότητα και γρήγορα το ποδόσφαιρο αποτέλεσε την προσωπική του διέξοδο.
Οι πρώτοι που διέγνωσαν το αστείρευτο ταλέντο του, έχοντας τον δει να αγωνίζεται στην ακαδημία του Σεντ Νίκολας, ήταν οι Βανκούβερ Γουάιτκαπς. Σύντομα άρχισε μια αλληλουχία διακρίσεων για τον «Φόνζι». Σημαντικότερες όλων, αυτές που αφορούν τη χρονολογία γέννησής του (2/11/2000). Συγκεκριμένα, ο Ντέιβις ήταν το πρώτο παιδί του Μιλένιουμ, το οποίο σκόραρε αρχικά στο MLS (όντας ο δεύτερος νεαρότερος που το πετυχαίνει, ύστερα από τον πρώην παίκτη του Άρη, Φρέντι Αντού) και μετέπειτα με τη φανέλα της Μπάγερν (κόντρα στη Μάιντς στις 17/3/2019).
Ένα από τα σημαντικότερα «παράσημά» του και το ότι τον περασμένο Οκτώβριο αποτέλεσε τον πρώτο ποδοσφαιριστή από το 2007, ο οποίος σκοράρει με τον Καναδά απέναντι στις ΗΠΑ (στο τελικό 2-0 για τη φάση των γκρουπ του CONCACAF Nations League).
Και… εγένετο αριστερό μπακ
Όταν τον Ιούλιο του 2018 οι ιθύνοντες της Μπάγερν κέρδιζαν, έναντι αρκετών ευρωπαϊκών κλαμπ, τη «μάχη» της υπογραφής του (ξοδεύοντας σε βάθος χρόνου 18,75 εκ. ευρώ, ποσό ρεκόρ -τότε- για το MLS), ο νεαρός Καναδός προοριζόταν για τα άκρα της επίθεσης. Με την κρυφή ελπίδα, μάλιστα, να μπορέσει να εξελιχθεί ακόμα και σε άξιο αντικαταστάτη του Άριεν Ρόμπεν, ο οποίος το επόμενο καλοκαίρι θα κρεμούσε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Από τη μία, ωστόσο -και παρά το ότι ο παλαίμαχος πλέον εξτρέμ βρισκόταν στα «πιτς»- τόσο πέρυσι, όσο και φέτος η πληθώρα επιλογών στα «φτερά» των Βαυαρών ήταν δεδομένη (Φρανκ Ριμπερί, Σερζ Γκνάμπρι, Κίνγκσλεϊ Κομάν, Ιβάν Πέρισιτς και ενίοτε ο Φιλίπε Κουτίνιο). Από την άλλη, οι μετέπειτα τραυματισμοί των βασικών στόπερ, Λούκας Ερνάντες και Νίκλας Ζούλε, μετατόπισαν τον Νταβίντ Αλάμπα από το αριστερό άκρο της άμυνας στο κέντρο αυτής. Η θέση του αριστερού μπακ «άνοιξε», του προσφέρθηκε και εκείνος την καπάρωσε.
Στις 27 Ιανουαρίου του 2019 πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με τη φανέλα της Μπάγερν (μέχρι τον Οκτώβριο είχε ακόμα υποχρεώσεις με τους Βανκούβερ Γουάιτκαπς). Έως το τέλος της περυσινής σεζόν σημείωσε έξι συμμετοχές με την πρώτη ομάδα, όλες ως αλλαγή. Κορυφαία, εκείνη κόντρα στη Μάιντς. Στο πρώτο ματς, στο οποίο αγωνίστηκε ως ακραίος οπισθοφύλακας, καταφέρνοντας μάλιστα και να σκοράρει.
Αν και οι πρώτες αναμετρήσεις της τρέχουσας σεζόν τον βρήκαν να αγωνίζεται εκ νέου στην επίθεση, το… extreme makeover του δεν άργησε να συντελεστεί. Αρχικά, στο εκτός έδρας 3-2 επί της Πάντερμπορν (για την 6η αγωνιστική της Bundesliga) έπαιξε ολόκληρο το δεύτερο 45λεπτο ως μπακ. Έναν μήνα αργότερα, ήταν η ώρα να πραγματοποιήσει και το ντεμπούτο του ως βασικός στην εν λόγω θέση. Μία ευκαιρία που δεν άφησε να πάει χαμένη, αφού έκτοτε όχι μόνο μονιμοποιήθηκε σε αυτήν αλλά και δεν ξαναβγήκε από την ενδεκάδα. Τα πράγματα δεν άλλαξαν ούτε μετά την αντικατάσταση του Νίκο Κόβατς από τον Χάνσι Φλικ στον πάγκο της ομάδας. Μάλιστα, υπό την καθοδήγηση του δεύτερου αποτελεί τον outfield παίκτη του κλαμπ του Μονάχου με τα περισσότερα λεπτά συμμετοχής σε όλες τις διοργανώσεις.
Τα αγωνιστικά εχέγγυα
«Είμαι πολύ άνετα. Δεν αποτελεί νέα θέση για μένα. Έχω παίξει εκεί (σ.σ.: ως αριστερός οπισθοφύλακας) και στο παρελθόν. Όταν ήμουν στο Βανκούβερ αλλά και με την εθνική ομάδα», είχε παραδεχτεί ο Ντέιβις στο επίσημο σάιτ της Bundesliga. Προσθέτοντας ότι αυτό που έχει να κάνει πλέον, τώρα που έχει μονιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη θέση, είναι το να προσπαθεί να μαθαίνει συνεχώς περισσότερα γι’ αυτή.
Παρά τη μικρή του προϋπηρεσία στον εν λόγω χώρο του γηπέδου, η προσαρμογή αλλά και η αγωνιστική του εκτόξευση σε αυτόν δεν θα μπορούσε να συντελεστεί εάν δεν είχε τα απαραίτητα εχέγγυα.
Χρειάζονται ελάχιστα λεπτά για να διαπιστώσει κανείς ότι ο 19χρονος Καναδός είναι κάτι παραπάνω από γρήγορος. Χαρακτηριστικότερο όλων των στιγμιότυπων, στα οποία πρωταγωνιστεί, είναι εκείνο από το παιχνίδι απέναντι στη Φράιμπουργκ τον περασμένο Δεκέμβρη, όταν έφτασε εντός δέκα δευτερολέπτων από τη μία μεγάλη περιοχή στην άλλη, ολοκληρώνοντας την έξοχη ενέργειά του με ασίστ στον Λεβαντόφσκι. Πραγματικό «τούρμπο», το οποίο μπορεί να εκμεταλλευτεί με τους καλύτερους τρόπους τους κενούς χώρους που δημιουργούν οι συμπαίκτες του.
Ωστόσο, η ταχύτητα του αποδεικνύεται καθοριστική και στο ανασταλτικό κομμάτι, αφού δεδομένης και της αθλητικότητάς του (αλλά και της δύναμής του, στοιχείο που έχει βελτιώσει αρκετά επί θητείας Φλικ), καταφέρνει να παρέμβει είτε σε πρώτο, είτε σε δεύτερο χρόνο και να ανακόψει τους κινδύνους που δημιουργούνται στα μετόπισθεν της ομάδας του. Τον περασμένο Νοέμβριο, στην εμφατική επικράτηση (4-0) της Μπάγερν επί της Ντόρτμουντ, πραγματοποίησε μία από τις πλέον πειστικές του εμφανίσεις. Έχοντας να αντιμετωπίσει από την πλευρά του το δίδυμο Χακίμι-Σάντσο, ολοκλήρωσε την αναμέτρηση με εφτά τάκλιν, δύο αναχαιτίσεις και ισάριθμες πάσες-κλειδιά, μεταξύ άλλων.
Ταυτόχρονα, αποτελεί έναν εξαιρετικό χειριστή της μπάλας, κάτι που του χρησιμεύει τόσο σε καταστάσεις «ένας εναντίον ενός», όσο και στο build up των Βαυαρών. Εξάλλου, πλέον, ο ρόλος των μπακ έχει επαναπροσδιοριστεί και η συμμετοχή μόνο στην αμυντική λειτουργία θεωρείται παρωχημένη.
Μπορεί η άμεση και η έμμεση συμμετοχή του στο σκοράρισμα (δύο γκολ και εφτά ασίστ σε 35 εμφανίσεις του με την Μπάγερν) να μην θαμπώνουν σε σχέση με τα όσα έχουν να επιδείξουν τα ακραία μπακ άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων. Ωστόσο, οι 92 επαφές με την μπάλα, οι 27 κερδισμένες μονομαχίες (έναντι 20 του Φίλιπ Λαμ και 18 του Μπισέντ Λιζαραζού, στα χρόνια που οι δύο «θρύλοι» του γερμανικού κλαμπ αγωνίζονταν στο Μόναχο) και το ποσοστό 88,3% σε ό, τι αφορά τις πετυχημένες τροφοδοτήσεις που πραγματοποιεί κατά μέσο όρο ανά ματς, είναι ορισμένα από εκείνα τα στοιχεία, τα οποία τον καθιστούν υπερπολύτιμο για το σύνολο του Φλικ.
Συνυπολογίζοντας μάλιστα και το ότι αγωνίζεται σε μία θέση, την οποία ουσιαστικά ακόμα μαθαίνει, εξηγεί ακόμα καλύτερα και τον λόγο, για τον οποίο αντιμετωπίζεται σαν «θησαυρός» από τους Βαυαρούς. Και όχι άδικα. Το μέλλον του ανήκει. Το αν θα δικαιώσει, βέβαια, στον απόλυτο βαθμό τις προσδοκίες τους, μένει να φανεί.
Επιμέλεια: Μανώλης Μουσουράκης ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube