Αΐτο Ρενέσες, ένα όνομα συνυφασμένο με το μπάσκετ, ένας άνθρωπος που έχει υπηρετήσει για περισσότερο από μισό αιώνα το άθλημα κι όπως το έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος «είναι ένα δηλητήριο με το οποίο εάν έρθεις σε επαφή θες πάντα περισσότερο». Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία της μπασκετικής Μπαρτσελόνα. Ωστόσο παρότι κατέκτησε σχεδόν όλους τους τίτλους με τους «μπλαουγκράνα», το όνομα του συνδέθηκε με τις αποτυχημένες προσπάθειες των Καταλανών να κατακτήσουν το Κύπελλο Πρωταθλητριών τη δεκαετία του ’90. Στην Ελλάδα έχει ταυτιστεί με τις δύο πρώτες κατακτήσεις των ελληνικών ομάδων .
Ανεξαρτήτως των ανεπιτυχών αποτελεσμάτων στα final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αξίζει να αναφερθεί ότι έχει κατακτήσει όλους τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς τίτλους. Και πρόκειται για έναν προπονητή δάσκαλο που έχει αναδείξει μερικούς από τους κορυφαίους παίκτες των τελευταίων δεκαετιών. Από τον Αντρές Χιμένεθ, τον Τζόρντι Βιγιακάμπα, τον Χοσέ Μοντέρο και τον Ράφα Γιοφρέσα, μέχρι τους πιο σύγχρονους Πάου Γκασόλ, Χουάν Κάρλος Ναβάρο, Ρούντι Φερνάντεθ, Ρίκι Ρούμπιο, και τελευταία τους Τόμας Σατοράνσκι και Κρίσταπς Πορζίνγκις. Έχει επιδείξει μια αξιοθαύμαστη σταθερότητα αποτελεσμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και απέδειξε ότι δεν φοβάται τις προκλήσεις, καθώς το καλοκαίρι του 2017 και με συμπληρωμένα τα 70 του χρόνια, αποφάσισε να δοκιμάσει για πρώτη φορά στην καριέρα του τις δυνάμεις του εκτός Ισπανίας, αποδεχόμενος την πρόταση της Άλμπα Βερολίνου.
Ο «Maestro», όπως τον αποκάλεσε η Άλμπα κατά την επίσημη παρουσίαση του, συμπληρώνει σήμερα τα 72 του χρόνια και θυμόμαστε το οδοιπορικό αυτά τα 55 χρόνια που βρίσκεται στον χώρο του μπάσκετ.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Αλεχάντρο Γκαρσία Ρενέσες, ή πιο απλά Αΐτο όπως είναι γνωστός, γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1946 στη Μαδρίτη. Ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ στην τοπική Εστουστιάντες στη θέση του πλέι μέικερ από το 1963 μέχρι το 1968. Το 1968 θα συνεχίσει την καριέρα του στην Μπαρτσελόνα, όπου διετέλεσε μέχρι και αρχηγός της ομάδας και έπαιξε μέχρι το 1973, όταν αποφάσισε να βάλει τέλος στην καριέρα σε ηλικία μόλις 27 χρονών. Σε μία παλιά συνέντευξη του είχε περιγράψει τον εαυτό του «ως έναν μέτριο παίκτη με κακό σουτ και αργό, αλλά έξυπνο και ικανό στη λήψη αποφάσεων και στην πάσα».
Η θέση του στο γήπεδο ως το μυαλό της ομάδας σε συνδυασμό με την ικανότητα του στη λήψη αποφάσεων προμήνυαν ότι θα ακλουθούσε καριέρα προπονητή. Ήδη από την εποχή που αγωνιζόταν στην Μπαρτσελόνα , είχε αρχίσει να προπονεί την άσημη κι ερασιτεχνική CB Esparreguera κι όπως λέει «Είχα την νοοτροπία του προπονητή από την στιγμή που ξεκίνησα το μπάσκετ». Η πρώτη ευκαιρία σε επαγγελματικό επίπεδο θα του δοθεί το 1974, μερικούς μήνες μετά το τέλος της καριέρας του, από τη Θίρκουλο Κατόλικα Μπαντάλονα (Circulo Catolica Badalona), γνωστή κι ως Κοτονιφίθιο (Cotonificio), ομάδα που είχε πανηγυρίσει δύο συνεχόμενες ανόδους και θα έπαιζε για πρώτη φορά στην πρώτη κατηγορία. Αρχικά ήταν βοηθός του Domenec Tallada κι έπειτα ανέλαβε πρώτος προπονητής από το 1975-1983. Στην Κοτονιφίθιο, θα ανακαλύψει τον μετέπειτα θρύλο της Μπαρτσελόνα Αντρές Χιμένεθ, με τον οποίο η πορεία τους θα είναι κοινή για αρκετά χρόνια, καθώς και τον Κιμ Κόστα. Ως προπονητής στη Θίρκουλο θα φθάσει μέχρι την 3η θέση το 1982, ενώ τη σεζόν 1978-1979 θα φτάσει κι έως τα ημιτελικά του κυπέλλου Κόρατς. Ενδιάμεσα από το 1976 έως το 1980 θα εργαστεί ταυτόχρονα στις μικρές εθνικές ομάδες της Ισπανίας, όπου το 1979 θα κερδίσει το χάλκινο μετάλλιο με την εθνική Ισπανίας κάτω των 16 ετών στο Ευρωμπάσκετ της Δαμασκού, με παίκτες όπως οι Άντρες Χιμένεθ και Φερνάντο Μαρτίν.
Η επιτυχημένη πορεία του με την Θίρκουλο σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε η ομάδα, θα αποτελέσει το διαβατήριο για την μεγάλη ομάδα της πόλης, την Χούβεντουτ Μπανταλόνα, οπού θα εργαστεί από το 1983 έως το 1985. Αυτή η περίοδος θα συμπέσει αφενός με την δημιουργία της ACB και αφετέρου με την αλλαγή στους κανονισμούς και την ύπαρξη δύο Αμερικανών για τις ομάδες καθώς και με την υιοθέτηση της γραμμής του τριπόντου από την FIBA. Στην Μπανταλόνα θα αναδείξει ξανά νεαρούς παίκτες όπως τον Τζόρντι Βιγιακάμπα, τον Χοσέ Μοντέρο και τον Ράφα Γιοφρέσα και θα συνεργαστεί εκ νέου με τον Αντρές Χιμένεθ, με τον οποίο έφθασαν μαζί από την Θίρκουλο. Με την Χούβεντουτ θα δείξει προσαρμοστικότητα στις νέες επιταγές του αθλήματος, καθώς ομάδα θα τερματίσει πρώτη σε εύστοχα τρίποντα, ενώ τη σεζόν 1984-1985 θα φτάσει μέχρι τη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος και τον τελικό κυπέλλου, οπού θα ηττηθεί από το μεγαθήριο της εποχής, την Ρεάλ Μαδρίτης του θρυλικού προπονητή Λόλο Σάινθ.
ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΕΛΛΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΩΝ
Το 1985 θα αποδεχθεί την πρόταση της Μπαρτσελόνα, όπου θα αντικαταστήσει τον Μανόλο Φλόρες. Την προηγούμενη χρονιά οι «μπλαουγκράνα» είχαν κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων απέναντι στη Ζαλγκίρις του Σαμπόνις, αλλά ένα χρόνο πριν είχαν ηττηθεί στον τελικό του Πρωταθλητριών από την Βίρτους Ρόμα. Συνολικά θα προπονήσει την Μπαρτελόνα σε τρεις διαφορετικές περιόδους (1985-1990,1993-1997,1999-2002) κι ενδιάμεσα θα διατελέσει για δύο χρονιά τεχνικός διευθυντής (1990-1992). Στην πρώτη του θητεία και με παίκτες όπως ο θρυλικός Έπι (Σαν Επιφάνιο), ο Σολοθάμπαλ, ο Σιμπίλιο, ο Αντρές Χιμένεθ και ο Κίμ Κόστα. Θα κατακτήσει τέσσερα πρωταθλήματα (1987,1988,1989,1990), δύο κύπελλα (1987,1988), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (1986) κι ένα Κύπελλο Σαπόρτα (1987). Ενώ θα φτάσει και δύο φορές στο Final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1989 στο Μόναχο και το 1990 όπου έφτασε μέχρι τον τελικό της Σαραγόσα, αλλά ηττήθηκε από την τρομερή Γιουγκοπλάστικα με παίκτες όπως οι Κούκοτς, Ράτζα, Τάμπακ, Περάσοβιτς, Ιβάνοβιτς, Σάβιτς και προπονητή τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Η αδυναμία κατάκτησης του ευρωπαϊκού έφερε αλλαγή στην τεχνική ηγεσία με τον Ρενέσες να γίνεται τεχνικός διευθυντής και τη θέση του να παίρνει ο Μάλκοβιτς. Η Μπαρτσελόνα θα φτάσει και πάλι στον τελικό του Πρωταθλητριών, οπού θα ηττηθεί ξανά από την Γιουγκοπλάστικα, αυτή τη φορά του Ζέλικο Παβλίσεβιτς. Δείχνοντας ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο προπονητής.
Η επόμενη χρονιά θα είναι καταστροφική για την ομάδα που τερμάτισε μόλις έκτη στο πρωτάθλημα. Ο Μάλκοβιτς θα απολυθεί ενώ η σχέση των δύο ανδρών θα είναι ιδιαίτερα τεταμένη. Ο «Μπόζα» συνεχίζει να δηλώνει ακόμα και σήμερα «Με άφησαν με ένα πολύ αδύναμο ρόστερ. Και ήταν αδύναμο γιατί ο Αΐτο Ρενέσες το επέλεξε συνειδητά θέλοντας να δείξει ότι κανένας άλλος δε μπορεί να κοουτσάρει τη Μπαρτσελόνα εκτός από αυτόν. Ερχόμενος στο κλαμπ διατηρούσα τις αμφιβολίες μου για τη συλλογικότητα των αποφάσεων και στη πορεία επιβεβαιώθηκα». Με τον Ρενέσες να απαντάει «Ο Μάλκοβιτς είναι ευθυνόφοβος και πάντα ρίχνει το φταίξιμο στους παίκτες του». Το 1992 ο Αΐτο επέστρεψε στον πάγκο αλλά λόγω των κακών του σχέσεων με τους δημοσιογράφους, θα αποχωρήσει μετά από μόλις τρία παιχνίδια και θα τοποθετήσει στη θέση του τον Κιμ Κόστα μένοντας ως βοηθός. Το 1993 θα βρεθεί ξανά ως πρώτος προπονητής και θα φτάσει την ομάδα μέχρι το Final 4 του Τελ Αβίβ, αλλά θα μείνει στην τέταρτη θέση.
Κι ενώ εντός των συνόρων συνεχίζονταν οι επιτυχίες με τρία πρωταθλήματα (1995,1996,1997), κι ένα κύπελλο (1994) θα συνεχίσει να μην τα καταφέρνει στην προσπάθεια κατάκτησης του Πρωταθλητριών, όπου το όνομα του θα συνδυαστεί με τις πρώτες δύο κατακτήσεις των ελληνικών ομάδων. Αρχικά θα ηττηθεί στον τελικό του Παρισιού από τον Παναθηναϊκό του άσπονδου εχθρού του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς με 68-67, με το περίφημο κόψιμο του Βράνκοβιτς στον Μοντέρο και τα σταματημένα ρολόγια. Ενώ την επόμενη χρονιά θα ηττηθεί στον τελικό της Ρώμης από τον Ολυμπιακό του Ντούσαν Ίβκοβιτς με 77-70 και τον μεγάλο Ντέιβιντ Ρίβερς να κάνει ίσως την καλύτερη εμφάνιση της καριέρας του (26 πόντοι, 6 ριμπάουντ, 3 ασσίστ, 3 κλεψίματα). Μάλιστα πλήθος του ελληνικού τύπου τον είχε χαρακτηρίσει ως «loser», με αφορμή τις αποτυχημένες απόπειρες κατάκτησης καθώς και τις δηλώσεις του πριν το ματς όταν είχε πει «Δεν μπορεί ένα χαμένο ματς να αμαυρώσει μια καλή χρονιά. Άλλες ομάδες παλεύουν χρόνια να φθάσουν στο Final 4 αλλά δεν το κατορθώνουν. Σημαίνει αυτό ότι είναι κακές; Όμως δεν σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο της ήττας».
Το 1999 θα επιστρέψει για την τρίτη και τελευταία θητεία του και θα κατακτήσει για δεύτερη φόρα το κύπελλο Κόρατς κι ακόμα ένα πρωτάθλημα έχοντας υπό τις οδηγίες του τον Ευθύμη Ρεντζιά. Το 2000 θα βρεθεί για τελευταία φορά σε Final 4 στη Θεσσαλονίκη όπου με σαφώς κατώτερο ρόστερ θα καταταγεί τέταρτος. Θα κατακτήσει άλλο ένα πρωτάθλημα κι ένα κύπελλο το 2001, πριν αποχωρήσει το καλοκαίρι του 2002. Την επόμενη χρονιά οι Καταλανοί θα κατακτήσουν την Ευρωλίγκα υπό τις οδηγίες του Στάνισλαβ Πέσιτς, ο οποίος όμως στηρίχθηκε με ακριβές μεταγραφές όπως οι Φούτσκα και Μποντιρόγκα. Γεγονός που ο Ρενέσες φέρει βαρέως, καθώς θεωρεί ότι δεν είχε ανάλογα ρόστερ και ήταν θύμα της οικονομικής πολιτικής του πρώην προέδρου της Μπαρτσελόνα, Γιόσεπ Λουίς Νούνιεθ. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής θητείας έδωσε το βάπτισμα του πυρός στους νεαρούς τότε Χουάν Κάρλος Ναβάρο και Πάου Γκασόλ.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΧΟΥΒΕΝΤΟΥΤ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΟ ΜΕΤΑΛΛΙΟ ΣΤΟ ΠΕΚΙΝΟ
Αφού θα μείνει ένα χρόνο εκτός πάγκων για να ηρεμήσει. Τη σεζόν 2003-2004 θα επιστρέψει στη Χούβεντουτ, όπου θα βοηθήσει στην εξέλιξη και στην έκρηξη του νεαρού Ρούντι Φερνάντεθ και δεν θα φοβηθεί να χρησιμοποιήσει τον 14χρόνο Ρίκι Ρούμπιο, κάνοντας τον ταυτόχρονα τον μικρότερο παίκτη που έχει αγωνιστεί ποτέ στην ACB. Με την Μπανταλόνα θα κατακτήσει το Fiba Eurocup το 2006, θα ξαναπαίξει στην Ευρωλίγκα το 2007, ενώ το 2008 θα κατακτήσει το Uleb Cup με ρεκόρ 16-1 και το κύπελλο Ισπανίας, με τον Ρούντι κορυφαίο παίκτη σ’ όλους τους τελικούς.
Το καλοκαίρι του 2008 και λίγο καιρό πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, ο προπονητής της Εθνικής Ισπανίας Πέπου Ερνάντεθ θα απομακρυνθεί από τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Χοσέ Λουίς Σάεθ. Στη θέση του θα τοποθετηθεί ο Ρενέσες καθώς ο πρόεδρος εκτίμησε το γεγονός ότι ήξερε την πλειοψηφία των παικτών από τα μικράτα τους. Η Ισπανία θα φτάσει μέχρι το αργυρό μετάλλιο πραγματοποιώντας ένα τρομερό τουρνουά και χάνοντας μόνο δύο φορές από τις Ηνωμένες Πολιτείες των Κόμπι Μπράιαντ και Λεμπρόν Τζέιμς μία φορά στη φάση των ομίλων κι άλλη μία στον τελικό με 118 -107.
ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΛΥΣΗ, ΣΕΒΙΛΛΗ ΚΑΙ ΓΚΡΑΝ ΚΑΝΑΡΙΑ
Το 2008 θα υπογράψει στην Ουνικάχα Μάλαγα με στόχο να την επαναφέρει στις επιτυχίες μετά το πρωτάθλημα του 2006. Στην Μάλαγα δεν θα καταφέρει κάτι το ιδιαίτερο, με μοναδικό αξιοσημείωτο γεγονός την παρουσία στον τελικό κυπέλλου το 2009. Ενώ θα έρθει σε ρήξη με κάποιους παίκτες μεταξύ των οποίων και ο Γιώργος Πρίντεζης και σε συνδυασμό με τα κακά αποτελέσματα, θα απολυθεί για πρώτη φορά στην καριέρα τον Ιανουάριο του 2011.
Την διετία 2012-2014 θα εργαστεί στην Καχασόλ της Σεβίλλης όπου θα έχει ως στόχο την ανάδειξη νέων παικτών και τη σωτηρία της ομάδας. Θα προπονήσει παίκτες όπως ο Τόμας Σατοράνσκι, ο Ουίλι Ερνανγκόμεθ και ο Κρίσταπς Πορζίνγκις και τη δεύτερη χρόνια θα καταφέρει να κατακτήσει την έβδομη θέση στο πρωτάθλημα και να μπει στα playoff. Το καλοκαίρι του 2014 θα υπογράψει στην Γκραν Κανάρια, η ομάδα θα φτάσει μέχρι τον τελικό του Eurocup, ο οποίος ήταν και ο πρώτος τελικός στην ιστορία του συλλόγου, με το τρομερό ρεκόρ 21-1 αλλά θα γνωρίσει δύο ήττες από την ρωσική Χίμκι. Λόγω αυτών των αποτελεσμάτων θα κερδίσει τον τίτλο του προπονητή της χρονιάς στο Eurocup. Την επόμενη χρονιά θα συνεχίσει να εξελίσσει την Γκραν Κανάρια και θα φτάσει μέχρι τον τελικό του κυπέλλου Ισπανίας όπου θα χάσει 85-81 από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ενώ θα φτάσει κοντά και σε δεύτερο διαδοχικό τελικό στο Eurocup, αλλά θα χάσει την ευκαιρία καθώς θα ηττηθεί στην παράταση του δευτέρου ημιτελικού από την Γαλατασαράι. Θα αποχωρήσει στο τέλος της χρονιάς έχοντας ανακαλύψει παίκτες όπως ο Κέβιν Πάνγκος, ο Κάιλ Κούριτς και ο Βάλτερ Ταβάρες.
ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΚΤΟΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΣΤΑ 70!
Το καλοκαίρι του 2017 αποδέχτηκε την πρόταση της Άλμπα Βερολίνου για διετές συμβόλαιο συνεργασίας και επέλεξε να ξενιτευτεί για πρώτη φορά στην καριέρα του, έχοντας συμπληρώσει τα 70 του χρόνια. Στο Βερολίνο ανέλαβε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα να βοηθήσει στην εξέλιξη των νέων παικτών του συλλόγου και ταυτόχρονα να διατηρήσει την ομάδα ανταγωνιστική. Όπως είπε και ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας, Μάρκο Μπάλτνι «Θέλουμε να δημιουργήσουμε καλούς παίκτες και ταυτόχρονα να είμαστε ανταγωνιστικοί, πιστεύω ότι επιλέξαμε τον κατάλληλο άνθρωπο». Όπως είπε και ο ίδιος ο Μαδριλένος τεχνικός «Ήθελα να δουλέψω ξανά έπειτα από ένα μικρό διάλειμμα και η Άλμπα παρουσιάστηκε ως μια σπουδαία ευκαιρία. Έχω το ίδιο κίνητρο όπως όλα αυτά τα χρόνια: Να κάνω τους παίκτες καλύτερους και πιο αποτελεσματικούς για την ίδια την ομάδα». Την πρώτη του χρονιά στον πάγκο η ομάδα έφτασε στους τελικούς του πρωταθλήματος για πρώτη φορά μετά τη σεζόν 2014-2015 και πάλεψε μέχρι το τελευταίο παιχνίδι για το πρωτάθλημα και την έξοδο στην Ευρωλίγκα απέναντι στην πανίσχυρη Μπάγερν, αλλά τελικά έχασε τη σειρά με 3-2. Ενώ ως επιστέγασμα της εξαιρετικής δουλειάς που έκανε, ήρθε η ανάδειξη του σε προπονητή της χρονιάς στη γερμανική Bundesliga.
Φέτος συνεχίζει να διδάσκει επιθετικό μπάσκετ, με μία ομάδα που έχει μ.ο. ηλικίας 23,3 έτη και ο μεγαλύτερος παίκτης είναι ο Λουκ Σίκμα ο οποίος είναι 29 χρονών. Ενώ παρότι έχει χτυπηθεί από τραυματισμούς έχει την ομάδα ανταγωνιστική καθώς βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας. Ταυτόχρονα τα δεδομένα είναι καλύτερα σε σχέση με πέρσι και για την συμμετοχή της ομάδας στην ερχόμενη Ερωλίγκα, καθώς με την αύξηση των ομάδων από τη επόμενη σεζόν σε 18 και με την Μπάγερν να έχει εγγυημένο συμβόλαιο, του αρκεί μόνο η παρουσία στους τελικούς για να ξαναφέρει τα «άλμπατρος» στην κορυφαία διοργάνωση. Αλλά φυσικά ίσως τα καταφέρει και μέσω του Eurocup, καθώς ήδη έχει προκριθεί στο top16.
Ο Αΐτο αποδεικνύεται πιστός στο τρίπτυχο του «Πίστη στη δουλειά, προσπάθεια, θυσία», ενώ συνεχίζει να πρεσβεύει την πίεση στην μπάλα και τον καταμερισμό των επιθέσεων σε πολλούς παίκτες, παρουσιάζοντας εξαιρετικό θέαμα με την νεανική Άλμπα. Ενώ αν το μεγαλύτερο παράσημο έρχεται από τον αντίπαλο, ο θρυλικός προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης, Λόλο Σάινθ είπε «Έχει αποδείξει ότι συνεχίζει να αποτελεί ένα παράδειγμα της δύσκολης τέχνης του προπονητή». Ο «Maestro» είναι αντιμέτωπος με την τελευταία πρόκληση της καριέρας του, να οδηγήσει ξανά την Άλμπα στην Ευρωλίγκα και γιατί όχι σε ένα πρωτάθλημα.
Επιμέλεια: Γιώργος Φρουζάκης