Σχεδόν 20 χρόνια… Σχεδόν 233 μήνες… Ακριβώς 7.090 μέρες…
Όπως κι αν το πιάσεις, όπως κι αν το μετρήσεις, δεν λένε οι αριθμοί την αλήθεια για τη δυσκολότερη περίοδο στην ιστορία της ΑΕΚ.
Για την ατελείωτη παρένθεση μακριά από την πατρογονική της έδρα.
Για την εξορία από τα εδάφη που τη θεμελίωσαν οι ιδρυτές της και τη λάτρεψαν γενιές οπαδών της.
Την αλήθεια τη λέει μια φράση στον περίβολο της «Αγια-Σοφιάς - Opap Arena»:
«Τι να ξεχάσω απ’ όσα πέρασα»…
Γιατί μπορεί ν’ αναφέρεται στις μαύρες μνήμες και τα βάσανα των προσφύγων, ωστόσο περιγράφει ιδανικά την προσφυγιά που έζησε και η ίδια η ΑΕΚ…
Άστεγη και περιφερόμενη. Αποκομμένη από τον ιστορικό ομφάλιο λώρο της. Χωρίς τη θαλπωρή του δικού της σπιτιού. Με καλές, κακές ή μέτριες ομάδες, αλλά παίζοντας μόνιμα… εκτός έδρας.
Πώς να ξεχάσει ότι στο ψυχρό ΟΑΚΑ υπέστη ήττες που δεν θα έρχονταν ποτέ στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ότι έχασε πρωταθλήματα μέσα από τα χέρια της (όπως με τον Ιωνικό) κι ότι έγραψε την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία της (με τον υποβιβασμό).
Ότι είδε αντιπάλους που κάποτε θεωρούσε νάνους να της ορθώνουν ανάστημα, φιλοξενούμενους νταήδες να σουλατσάρουν, επαρχιακές ομάδες να κατεβαίνουν με στόχο το διπλό.
Ότι αναγκάστηκε να παίξει ως γηπεδούχος σε δέκα (10) διαφορετικές έδρες:
Από τη Νέα Σμύρνη που την έσκαβαν οι Πανιώνιοι για να τη διώξουν ως το παγωμένο γηπεδάκι του Ακράτητου που χρειαζόσουν κονιάκ για να μείνεις όρθιος στην εξέδρα…
Από γειτονιές της Αθήνας (Ταύρος, Καλλιθέα, Φυλή) έως πόλεις εκτός Αττικής (όπως η Πάτρα).
Κι από το μόνο μέρος που ένιωθε οικεία (τη γειτονική Ριζούπολη) ως και τις έδρες των μεγάλων της αντιπάλων (Λεωφόρο για Champions League και Καραϊσκάκη για UEFA).
Στο ίδιο διάστημα η υπόσχεση για το νέο της σπίτι (και μάλιστα άμεσα μετά το γκρέμισμα του «Νίκος Γκούμας») υλοποιούνταν μόνο σε μακέτες:
Στις υπερφίαλες του Γρανίτσα, στις φιλόδοξες του Μελισσανίδη (που δεν μπόρεσε να υλοποιήσει λόγω της ήττας στις εκλογές της Ερασιτεχνικής), σε αυτές που δεν πρόλαβε καν να εκπονήσει ο Νικολαΐδης για τον περιβόητο ΟΔΔΥ.
Κι όσο τα χόρτα μεγάλωναν στο χωράφι και σφιγγόταν η καρδιά κάθε ΑΕΚτζή που περνούσε από ‘κει, μόνο λίγοι ρομαντικοί (τρελοί για την εποχή) το πίστευαν και το φώναζαν κιόλας:
«Γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια…»
Ακόμα κι όταν ο Δημήτρης Μελισσανίδης μπήκε μπροστά και ανέλαβε τη δέσμευση που (εμπράκτως αποδείχθηκε ότι) ήταν ο μόνος που μπορούσε να υλοποιήσει, τα εμπόδια άρχιζαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια.
Και όταν επικεφαλής στον δήμο βρέθηκε κάποιος που βάλθηκε να χτίσει πολιτική καριέρα ως αρνητής του γηπέδου και των συμφερόντων που δήθεν κρύβονταν πίσω του, ο πόλεμος απογειώθηκε.
Για κάθε μάχη (νομικού χαρακτήρα ή μη) που κερδιζόταν, προέκυπτε μια νέα προσφυγή στο ΣτΕ ή άλλα όργανα. Μια νέα αντίδραση εντός κι εκτός των τειχών:
Για τον συντελεστή δόμησης. Για τα δέντρα του άλσους. Για το παραχωρητήριο του οικοπέδου. Για το πού θα αγωνίζονταν τα ερασιτεχνικά τμήματα (που ούτως ή άλλως αγωνίζονταν μακριά από τη Φιλαδέλφεια).
Κι όσο οι καθυστερήσεις καβαλούσαν η μια την άλλη, καθοριστικοί φάκελοι ξεχνιούνταν επί μήνες στα συρτάρια και αρμόδιες υπηρεσίες κινούνταν με ρυθμούς χελώνας, τα χρόνια περνούσαν. Τα μαλλιά άσπριζαν.
Όσοι είχαν προλάβει πιτσιρικάδες το «Νίκος Γκούμας» μεγάλωναν, παντρεύονταν και έκαναν παιδιά.
Προέκυπταν γενιές οπαδών που δεν είδαν και δεν έμαθαν ποτέ την ΑΕΚ (πραγματικά) γηπεδούχο. Και το χειρότερο όλων:
Παππούδες, πατεράδες, ιστορικές μορφές και γνώριμες φάτσες της εξέδρας έφυγαν παραπονεμένοι.
Χάθηκαν πρόωρα (ή σε ηλικία που δικαιολογούσε την ελπίδα ότι θα ξαναμπούν στο γήπεδο) με τον καημό ότι δεν πρόλαβαν.
Έγιναν βάρος στη συνείδηση των υπαιτίων για τις αναβολές (αν υποτεθεί ότι έχουν τέτοια).
Ποιος μπορεί και ποιος θα ξεχάσει τον Στέλιο Σεραφείδη;
Τον άνθρωπο που ταύτισε τη ζωή του με την ΑΕΚ, πάλεψε για ‘κείνη από κάθε μετερίζι, έδωσε μάχες ΚΑΙ για το γήπεδο, αλλά δεν αξιώθηκε να ζήσει τα εγκαίνια.
Ακόμα και την τελευταία μέρα πριν την άδεια λειτουργίας, τότε που το ποτάμι έδειχνε πια ότι δεν γυρίζει πίσω, ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Έστω και με μοναδικό ρεαλιστικό στόχο την αναβολή για 1-2 παιχνίδια, επιχειρούνταν (στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο) καθυστερήσεις.
Κι όλα αυτά ενώ «εχθροί» και «φίλοι» ανακάλυπταν (και συνεχίζουν να ανακαλύπτουν) παρανομίες και ατέλειες για να μειώσουν το έργο:
«Το έχτισε η Περιφέρεια» (ενώ επιχορηγήθηκε με 22 εκατ. ευρώ από τα 81 που κόστισε συνολικά).
«Δίνουν λεφτά για γήπεδα αντί για αντιπλημμυρικά έργα και παιδικές χαρές» (ενώ τα σχετικά κονδύλια μπορούσαν να διατεθούν μόνο σε αθλητικές εγκαταστάσεις).
Το σχέδιο ήταν «φαραωνικό», ο μεταλλικός αετός «είναι κιτς», οι αναφορές στην προσφυγιά είναι υπερβολικές, το στέγαστρο είναι σαν… αυγοθήκη, οι τοιχογραφίες στις τουαλέτες σεξιστικές και ο Καζαντζίδης στις πρόβες των ηχείων ντεμοντέ.
Τι δεν ακούστηκε, τι δεν γράφτηκε και τι δεν δοκίμασε τα νεύρα των ΑΕΚτζήδων τα εννέα ολόκληρα χρόνια από την παρουσίαση των σχεδίων ως το χτίσιμο του γηπέδου…
Πλέον δεν έχει σημασία όμως. Ή μάλλον έχει, αλλά δεν είναι ώρα για ν’ ασχολείται μ’ αυτά η ΑΕΚ. Ο χρόνος κρίνει και η ιστορία θα κατατάξει τον καθένα και το καθετί στη θέση που του αξίζει.
Η Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2022 δεν είναι ημέρα οργής, περισυλλογής και στεναχώριας για όσα τράβηξε η «Ένωση» ώσπου να γυρίσει σπίτι της.
Είναι ημέρα-σταθμός στο βιβλίο της ιστορίας της.
Ήμερα που η δική της πόλη θ’ ανοίξει την αγκαλιά για να την υποδεχθεί πίσω.
Ήμερα που τα συναισθήματα θα κατακλύσουν κάθε γωνιά και το ξέσπασμα χαράς δεν θα μπορεί να συγκριθεί με κανέναν τίτλο.
Ημέρα που τα βουρκωμένα μάτια θα κοιτούν ολόγυρα ή ψηλά στον ουρανό και θα ‘ναι πραγματικότητα πια η φράση στην περίφραξη του εργοταξίου:
«Πατέρα, το γήπεδο έγινε…»