Η χώρα πάει ξανά σε εκλογές. Το τρίτο μνημόνιο εφαρμόζεται ήδη. Η ζωή -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- παραμένει δύσκολη.
Τίποτα όμως, κανένα πρόβλημα και καμία σκοτούρα δεν μπορεί να χαλάσει αυτό το Σάββατο για τους φίλους της ΑΕΚ. Τη μέρα που ο πόνος, η μελαγχολία, η πίκρα και η προσμονή δυο ολόκληρων χρόνων παίρνουν ολοκληρωτικά τέλος.
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Έχοντας κάνει την καρδιά του πέτρα για να την ακολουθήσει σε έδρες όπου το παιχνίδι διαφημιζόταν με θυροκόλληση στα καφενεία, έχοντας αντέξει πνευματώδη καζούρα του τύπου «ευτυχώς που πέσατε για να πάρετε πρωταθλήματα» κι έχοντας αντιμετωπίσει ενδεχομένως την αμηχανία στην ερώτηση του γιου «μπαμπά, με ποιον παίζουμε την Κυριακή», ο κόσμος της «Ένωσης» μπορεί πλέον να χαμογελάσει. Όχι μονάχα επειδή τα δύσκολα πέρασαν. Μα κυρίως επειδή τα καλύτερα έρχονται!
Γιατί η ομάδα του δεν επιστρέφει… για να επιστρέψει. Ούτε για να παίξει συμπληρωματικό ρόλο όπως (κακά τα ψέματα) συνέβαινε και πριν τη μαύρη σεζόν του υποβιβασμού. Επιστρέφει για να υπενθυμίσει -πρώτα στον εαυτό της και μετά και στους άλλους- πόσο μεγάλο μέγεθος είναι. Άλλωστε, έχει ό,τι χρειάζεται για να ξαναχτίσει σταδιακά νοοτροπία πρωταθλήτριας.
Έναν προπονητή που -ως στοίχημα- θα τον ζήλευαν όλοι οι ανταγωνιστές της: Με μεγάλη καριέρα. Παραστάσεις από το εξωτερικό. Συνύπαρξη με μεγάλους τεχνικούς. Αποδεδειγμένη (όταν την ανέλαβε στη χειρότερη στιγμή της ιστορίας της) αγάπη για την ομάδα. Εκτίμηση συνεργατών και αντιπάλων. Και φυσικά δείγματα δουλειάς αρκετά, για να σκορπίσει ελπίδες ότι κάτι όμορφο φτιάχνεται.
Έχει μια διοίκηση που ξορκίζει τα φαντάσματα του (όχι μακρινού) παρελθόντος. Που φροντίζει άπαντες ν’ ασχολούνται μόνο με τη δουλειά τους. Που παρέχει ιδανικές συνθήκες σε όλους. Που εγγυάται ότι δεν θα ‘ναι καλή ιδέα για οποιονδήποτε να την πειράξει και να την αντιμετωπίσει ως «φτωχό συγγενή».
Και βέβαια έχει έναν κόσμο διψασμένο. Που δεν την εγκατέλειψε ποτέ και πουθενά. Που συγκίνησε φίλους και τρόμαξε αντιπάλους όταν τίγκαρε πέρυσι το ΟΑΚΑ. Που μπορεί να γκρινιάζει ενίοτε για θέματα όπως των μεταγραφών, αλλά ακόμα κι έτσι υπενθυμίζει πόσο ψηλά πρέπει πάντα να μπαίνει ο πήχης. Κι αν όλα κυλήσουν ομαλά, απ’ τον Σεπτέμβρη θ’ αρχίσει να ζει και το όνειρο της κατασκευής του γηπέδου.
Εκτός αυτών όμως, η ΑΕΚ έχει και στο… χορτάρι προδιαγραφές. Έναν ενδιαφέροντα κορμό Ελλήνων παικτών και προσθήκες γεμάτες υποσχέσεις. Σαν του Ντιέγκο Μπουονανότε: Ενός παίκτη που ξέρει όσο κι εκείνη από δύσκολα. Που θέλει να συνδέσει την ποδοσφαιρική του αναγέννηση με τη δική της. Και μοιάζει πεισμωμένος όσο κι η «Ένωση» ν’ αποδείξει ότι οι πραγματικά μεγάλοι (ακόμα κι αν βλέπουν τον κόσμο από το 1.60) ποτέ δεν χάνονται.
Τον Ρόναλντ Βάργκας: Τον… έρωτα με την πρώτη ματιά από τότε που οι οπαδοί της ξενυχτούσαν για χάρη του στο Κόπα Αμέρικα. Και τον τύπο που 4-5 χάδια του με την μπάλα σου δίνουν αμέσως να καταλάβεις πόσο θα γλυκαίνει το παιχνίδι. Τον Αντρέ Σιμόες: Αυτό το «μηχανάκι» που δέθηκε με τον κόσμο πριν καν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα. Σιγά την έκπληξη, θα πει κανείς. Εδώ πριν καν φορέσει τη φανέλα της ΑΕΚ, έφερε… πρόταση από την Πόρτο (ως εκ των πολυτιμότερων παικτών στο περσινό πρωτάθλημα Πορτογαλίας).
Τον Γιάκομπ Γιόχανσον: Αυτή την περίπτωση που σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Μπράνκο Μιλοβάνοβιτς βρήκε ένα λυχνάρι, το έτριψε κι αφού ευχήθηκε «έναν αμυντικό χαφ σκύλο, έναν αμυντικό χαφ αλάνθαστο κι έναν αμυντικό χαφ που θα τον αγοράσω σχεδόν τσάμπα» το τζίνι του ικανοποίησε και τις τρεις ευχές ΜΑΖΙ με τον Σουηδό.
Και βέβαια υπάρχουν και οι Έλληνες. Ο Άνταμ Τζανετόπουλος: Tο στοίχημα του Δέλλα να πλάσει έναν ακόμα μεγάλο αμυντικό (μετά τους Παπασταθόπουλο και Μανωλά) αυτή τη φορά όχι ως συμπαίκτης, αλλά ως προπονητής. Και μαζί η ικανοποίηση της ΑΕΚ ότι απ’ τη λάσπη της Γ’ Εθνικής ξεπηδά μαζί της ένα «φυντάνι» που… ανθίζει τόσο πολύ, ώστε η μυρωδιά του να φτάνει στη Σεβίλλη.
Παιδιά που ο σύλλογος τα νιώθει δικά του: O Ανάκογλου που ακολούθησε την ομάδα στην Γ’ Εθνική κι έγινε αρχηγός της. Ο Πλατέλλας που τη βρήκε εκεί και μάτωσε δυο χρόνια τα γόνατά του στα χωράφια. Ο Αραβίδης που για χάρη της φανέλας που φοράει, τρώει σίδερα.
Και φυσικά τα δυο «καμάρια». Οι δυο παίκτες που έστειλε απ’ τη δεύτερη κιόλας κατηγορία στην Εθνική: Ο Μπακάκης κι ο Μάνταλος. Κι αν ο πρώτος μοιάζει τεράστια επένδυση, ο δεύτερος δεν είναι καθόλου βιαστικό να πει κανείς ότι μοιάζει ηγέτης. Μιας ομάδας που δε λέει μεγάλα λόγια. Που θέτει ως πρώτο στόχο να θυμίσει και πάλι ΑΕΚ. Κι αφού ξανακερδίσει -σε πρώτη φάση- την ταυτότητά της, να κερδίσει τα επόμενα χρόνια όποιον βρεθεί μπροστά της στον δρόμο για την κορυφή.