Ένα πέπλο σιγής σκεπάζει το γήπεδο, καθώς ο εκτελεστής τοποθετεί την μπάλα στην άσπρη βούλα, υπολογίζει την απόσταση σε συνδυασμό με τη γωνία και ετοιμάζεται να εκτελέσει. Άπαντες παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα…
Τότε, σηκώνει το δεξί πόδι και σαν να χαϊδεύει μετάξι, ξεγελά τον τερματοφύλακα, στέλνοντας την μπάλα να αναπαυτεί στο κέντρο της εστίας.
Έκτοτε, ο καθένας έχει αντικρίσει χιλιάδες ποδοσφαιριστές να επιχειρούν κάτι ανάλογο. Ορισμένοι αποτυγχάνουν παταγωδώς, άλλοι πάλι όχι. Μα όσα χρόνια και αν περάσουν, εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα θαυμασμού που γέννησε μια φάση απόσταγμα σπάνιας ευφυΐας, φαντάζει μοναδικό. Το όνομα του καλλιτέχνη; Αντονίν Πανένκα.
Το ημερολόγιο γράφει 20 Ιουνίου 1976. Τσεχοσλοβακία και Δυτική Γερμανία «μονομαχούν» με έπαθλο την κορυφή της Ευρώπης. Έπειτα από ένα συγκλονιστικό ματς (2-2 στην κανονική διάρκεια) και ένα άγονο μισάωρο στην παράταση, οι δύο ομάδες οδηγούνται στη «ρώσικη ρουλέτα» των πέναλτι.
Η Τσεχοσλοβακία προηγείται με σκορ 4-3 και έχει σχεδόν αγκαλιάσει το τρόπαιο. Ο άγνωστος μέχρι τότε στο ευρύ κοινό Πανένκα, με ολύμπια ψυχραιμία, παραπλανεί τον αντίπαλο πορτιέρε Μάγιερ που πέφτει νωρίτερα. Σκάβει την μπάλα πάνω από το σώμα του γράφοντας το 5-3. Αυτή η κίνηση εισήλθε στο πάνθεον της ποδοσφαιρικής αθανασίας ως «Πέναλτι αλά Πανένκα». Η Τσεχοσλοβακία είναι Πρωταθλήτρια Ευρώπης!
«Προτού δοθεί η ονομασία εκτέλεσε το τελειότερο πέναλτι»
Ο Μπεν Λίτλετον γράφει παραστατικά στο εξαιρετικό βιβλίο «Twelve Yards»: «Προτού καν δοθεί η ονομασία στο συγκεκριμένο χτύπημα, εκτέλεσε το τελειότερο πέναλτι "Πανένκα". Η μπάλα προσπέρασε αργά τον Μάγιερ, ο οποίος εκτινάχθηκε στην αριστερή πλευρά με μια απαλή "αέρινη" λόμπα. Ο Μάγιερ, αν και ήξερε ότι δεν είχε καμία τύχη, σήκωσε το δεξί του χέρι καθώς η μπάλα τον προσπέρασε. Την ίδια στιγμή, ο Πανένκα γνώριζε εκ προοιμίου ότι θα βρει δίχτυα».
Ο πρωταγωνιστής εξομολογείται χρόνια αργότερα: «Ήμουν 1000% σίγουρος ότι θα εκτελούσα το πέναλτι με αυτόν τον τρόπο και ότι θα έβρισκα δίχτυα».
«Άμα το έχανα, θα δούλευα σε εργοστάσιο»
Ωστόσο, η εν λόγω βεβαιότητα διόλου τυχαία δεν κυριαρχούσε, αφού πήγαζε από ώρες μοναχικής εξάσκησης. «Προηγούμασταν στην κανονική διάρκεια μέχρι το τελευταίο λεπτό, αλλά μας ισοφάρισαν. Όμως, αυτό τελικά μου βγήκε σε καλό. Εάν δεν δεχόμασταν το γκολ, ποτέ δεν θα είχα εκτελέσει πέναλτι».
Όσο για το τι διαφορετικό θα είχε συμβεί στη ζωή του, αν το είχε χάσει, δήλωσε στην ισπανική εφημερίδα «As»: «Τούτο με κάνει να αστειεύομαι πάντα: θα εργαζόμουν 30 ή 40 χρόνια σε ένα εργοστάσιο ως μαθητευόμενος. Εκείνο το πέναλτι ήταν ένα πολιτικό ζήτημα. Αν δεν το είχα βάλει, αυτό θα έβλαπτε τον κομμουνισμό. Ακόμα και αν είχα χάσει αυτό και είχα βάλει αργότερα κάποια άλλα».
Επιπλέον, διηγείται: «Το ενδεχόμενο της διαδικασίας των πέναλτι και το αν εγώ θα εκτελούσα με το συγκεκριμένο τρόπο, το είχαμε συζητήσει νωρίτερα την ίδια ημέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με τον συμπαίκτη μου, Ίβο Βίκτορ. Μου είπε ότι ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να το χτυπήσω έτσι και ότι στην περίπτωση που το έκανα, δεν θα με άφηνε να ξαναμπώ στο δωμάτιο».
Τα δύο πέναλτι που έφτιαξαν το μύθο
Για να αντιληφθεί κάποιος πώς καθιερώθηκε η διάσημη κίνηση θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο 1974. Τότε, σε ένα παιχνίδι πρωταθλήματος απέναντι στην Πλζεν, όταν ο πρωταγωνιστής αστόχησε αρχικά από την άσπρη βούλα, ο διαιτητής για καλή του τύχη διέταξε επανάληψη.
Εντούτοις, η κατάληξη και στη δεύτερη εκτέλεση ήταν η ίδια. Μολονότι αργότερα στο ίδιο ματς βρήκε δίχτυα -ω του θαύματος- με το τρίτο πέναλτι που σούταρε, ο θυμός του για την αποτυχία των δύο χαμένων νωρίτερα, υπήρξε μεγάλος. Από εκείνη την ημέρα αποφάσισε να βελτιωθεί στο συγκεκριμένο τομέα.
Το στοίχημα
Ύστερα από το τέλος κάθε προπόνησης της Μποέμιανς, ομάδας όπου ανήκε, έμενε μαζί με τον γκολκίπερ, Ζντένεκ Χρούσκα και χτυπούσε πέναλτι. Σταδιακά οι δύο συμπαίκτες έβαζαν μεταξύ τους κάποια στοιχήματα, στα οποία ο χαμένος έπρεπε να πληρώσει με μπίρες, σοκολάτες ή χρηματικά ποσά.
«Είχε ταλέντο στο να αποκρούει πέναλτι, έχασα πολλά λεφτά από εκείνον», θυμάται γελώντας ο Πανένκα. Οι «ήττες» από τον συμπαίκτη του τον ώθησαν να επινοήσει μια καινούργια μέθοδο.
«Σκεφτόμουν καινούργιους τρόπους για να μεγιστοποιήσω τις πιθανότητες επιτυχίας. Πολλές μέρες έμενα όλο το βράδυ ξάγρυπνος. Προσπαθούσα να σκαρφιστώ τρόπους για να μπορέσω να αποκαταστήσω τις απώλειες». Επιστρατεύοντας όλη την εφευρετικότητά του, εστίασε στο γεγονός ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο τα χτυπήματά του να κατευθύνονται στο κέντρο της εστίας.
«Γνώριζα ότι οι τερματοφύλακες συνήθως επιλέγουν μια πλευρά, όμως εάν σούταρες την μπάλα με πολλή δύναμη πιθανότατα θα την έσωζαν με το πόδι», επισημαίνει.
«Παρόλα αυτά, στην περίπτωση κατά την οποία η επαφή σου με την μπάλα είναι χωρίς πολλή δύναμη, ο γκολκίπερ δεν θα μπορέσει να κάνει κίνηση προς το κέντρο, εφόσον έχει διαλέξει εκ των προτέρων μια γωνία». Οι παραπάνω παράμετροι, τον οδήγησαν στο να υιοθετήσει μια λόμπα, η οποία θα πήγαινε με αργό ρυθμό προς το κέντρο της εστίας.
«Κανένας δεν θα μείνει στο κέντρο της εστίας»
Παράλληλα, υπογραμμίζει: «Κανένας τερματοφύλακας δεν θα μείνει στο κέντρο του τέρματος. Εκεί βασίστηκε η στρατηγική μου.
Το κλειδί της επιτυχίας συνοψιζόταν στο να πείσεις τον τερματοφύλακα ότι θα χτυπούσες το πέναλτι με το συμβατικό τρόπο. Πάντα αυτό προσπαθούσα να δείξω, είτε με την κίνηση του σώματός μου, είτε με τα μάτια μου. Επιθυμούσα να τον πάω εκεί που εγώ ήθελα».
Πράγματι, ο μεσοεπιθετικός εφάρμοσε την καινούργια τεχνική τις επόμενες ημέρες στις παραδοσιακές μάχες με τον Χρούσκα και «δούλεψε άψογα». Στη συνέχεια, προσθέτει χαριτολογώντας: «Ξεκίνησα να παίρνω κιλά, αφού κέρδιζα όλα τα στοιχήματα». Σιγά-σιγά τελειοποίησε την κίνησή του.
Το μυστικό του έμελλε να το μάθει η αθλητική οικουμένη στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1976. Από εκείνη την ημέρα, κάθε φορά που οι ποδοσφαιρόφιλοι βλέπουν έναν παίκτη να εκτελεί την «εσχάτη των ποινών» με αυτόν τον τρόπο, θα θυμούνται νοσταλγικά τον πρώτο διδάξαντα...
Επιμέλεια: Παναγιώτης Ιωάννου
Το παιχνίδι ξαναρχίζει σε Serie A και La Liga με 0% γκανιότα! *Οροι & προϋποθέσεις |21+