Ευγνώμων στο Θεό, την τύχη και την οικογένειά του για όσα του πρόσφεραν δηλώνει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο σε συνέντευξη στην ιστοσελίδα της ένωσης παικτών στο ΝΒΑ. Ο 21χρονος άσος μιλά για τη δύσκολη προσαρμογή στο Μιλγουόκι, τη βοήθεια των δικών του και την εξέλιξη των μικρών αδερφών του, ενώ αποκαλύπτει πώς τον… έχασε το ποδόσφαιρο και τον κέρδισε το μπάσκετ.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο NBPA
-Γιάννη, ποια είναι τα πλάνα σου για το φετινό καλοκαίρι;
«Το καλοκαίρι που έρχεται είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμένα, τον Θανάση και τον Κώστα. Όλοι μας θα κάνουμε προπονήσεις σε Ελλάδα, Μιλγουόκι και Λος Άντζελες – θα αποκοπούμε λίγο από τον κόσμο και θα επικεντρωθούμε στη δουλειά. Όταν ο μικρότερος αδερφός μας, Άλεξ, τελειώσει με τις υποχρεώσεις του στο σχολείο, θα έρθει και εκείνος μαζί μας».
-Γνώρισες την αποθέωση στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι όταν εσύ και ο Θανάσης εμφανιστήκαμε σε ένα γήπεδο στην παλιά σου γειτονιά. Σκοπεύεις να το επαναλάβεις;
«Πράγματι, το περασμένο καλοκαίρι ήταν τρελό. Εγώ και ο Θανάσης βρισκόμασταν στο σπίτι μας και περίπου 5 ώρες πριν συμβεί ανακοινώσαμε στο twitter πως θα βρεθούμε στο συγκεκριμένο γήπεδο. Πίστευα πως θα βρεθούν 20-30 άτομα και ξαφνικά είδα 2-3 χιλιάδες. Και άτομα με κάμερες από κάθε τηλεοπτικό κανάλι. Είναι το ίδιο γήπεδο που προσπαθούσα να μιμηθώ τον Άλεν Άιβερσον όπως μεγάλωνα. Είχα το ίδιο μαλλί, προσπαθούσα να είμαι σαν εκείνον, να τριπλάρω με τον ίδιο τρόπο τα αδέρφια μου».
-Έχεις πάρει μία γεύση από το πως η δημοτικότητα σου αυξάνεται στην Ελλάδα;
«Ξέρω πως πολύς κόσμος παρακολουθεί τι γίνεται. Στο facebook έχω πολλούς Έλληνες φίλους. Παρακολουθώ το timeline μου και βλέπω συνεχώς να λένε Κώστας, Θανάσης, Γιάννης, Γιάννης, Γιάννης, Κώστας, Θανάσης κτλ. Έχω περίπου 350.000 like (σ.σ. άτομα που τον ακολουθούν) και βλέπω όλους να μιλούν για εμάς. Το πρώτο πράγμα που λένε το πρωί είναι “Είδατε το κάρφωμα του Γιάννη;”. Πολλά μικρά παιδιά παρακολουθούν τα όσα κάνουμε και για αυτό πρέπει να δίνουμε το σωστό παράδειγμα σε εκείνα».
-Πώς είναι η ζωή στο Μιλγουόκι για εσένα;
«Το λατρεύω, δεν είμαι άτομο που βγαίνει πολύ. Το να ζω εδώ με βοηθάει να είμαι πιο πολύ συγκεντρωμένος στο μπάσκετ και την οικογένεια μου – τα δύο πιο σημαντικά πράγματα για εμένα στη ζωή. Λατρεύω να είμαι εδώ στο Μιλγουόκι – μία πόλη που ξέρει να σέβεται, αρκετά ήσυχη, χωρίς τίποτα το φαντασμαγορικό. Αρκετός κόσμος με πλησιάζει και προσπαθεί να με συμβουλεύσει καθημερινά».
-Τι σου αρέσει να κάνεις με την οικογένεια σου όταν έχεις χρόνο;
«Συνήθως επισκεπτόμαστε το Σικάγο, και υπάρχει ένα ωραίο εστιατόριο εκεί. Έχει μπουφέ με Κινέζικο φαγητό και σούσι. Με τον Κώστα και τον Άλεξ, συνήθως παίζουμε laser tag (σ.σ. ένα παιχνίδι με λέιζερ όπλα). Είμαι πολύ καλός σε αυτό, σκύβω για να μην μπορούν να με δουν. Πίσω στην Ελλάδα συνήθως παίζουμε paint-ball. Και στο σπίτι μας στο Μιλγουόκι μας αρέσει να χορεύουμε. Έχω τον ρυθμό μέσα μου! Μπορεί να είναι αυτός το τίτλος του άρθρου – “O καλύτερος χορευτής”; Μένω σε ένα διαμέρισμα με τον Κώστα και οι γονείς μου από κάτω. Θα μετακομίσω σε ένα μεγαλύτερο σπίτι το καλοκαίρι που έρχεται».
-Ανατρέχοντας στην παιδική σου ηλικία, ο πατέρας σου συνήθιζε να σε διδάσκει συγκεκριμένες κινήσεις, λαμβάνοντας υπόψη πως ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη Νιγηρία. Πώς σε βοήθησε αυτό;
«Όταν αποφάσισα να μην γίνω ποδοσφαιριστής, ο μπαμπάς στενοχωρήθηκε. Αλλά ήθελε να κάνει κάτι για να μας βοηθήσει. Κάναμε πολλές ειδικές ασκήσεις γύρω από το ποδόσφαιρο. Συνήθιζε να μας πηγαίνει σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και να μας μαθαίνει συγκεκριμένες κινήσεις. Πλέον δεν νιώθει στενοχωρημένος. Πλέον λέει “δόξα τω Θεώ” που δεν γίναμε ποδοσφαιριστές” (σ.σ. γέλια)».
-Πώς έγινε αυτή η μεταστροφή στο μπάσκετ;
«Δεν ήταν το ύψος, δεν ήμουν ψηλό παιδί. Μια μέρα ο Θανάσης είπε: “Θέλω να παίξω μπάσκετ” και εγώ είπα “Ω Θεέ μου”. Ο πατέρας μου μας μιλούσε περίπου τρεις ώρες σερί: “Μπάσκετ; Μιλάτε για μπάσκετ;”. Μετά από λίγη ώρα μας είπε: “Οκ λοιπόν, μπορείτε να παίξετε μπάσκετ.” Εγώ έλεγα πως: “Δεν θα καταφέρω να γίνω νο.1 στο ποδόσφαιρο”. Συνήθιζα να περνάω πολύ ώρα με τον Θανάση γιατί ήταν μεγαλύτερος και ήθελα να πηγαίνω συνέχεια μαζί του. Μετά ο Κώστας ακολούθησε το μπάσκετ και στη συνέχεια και ο Άλεξ».
-Ποια ήταν η πρώτη στιγμή σου στο ΝΒΑ;
«Όταν οι Μπακς ήρθαν και με πήραν από το αεροδρόμιο (σ.σ. Ιούλιος του 2013). Μου έδωσαν ένα καινούριο iPhone και είχα στα χέρια μου περίπου 1000 δολάρια. Σκέφτηκα: “ΝΒΑ, δεν θα αφήσω την ευκαιρία!” Στη συνέχεια πήγαμε στο Λας Βέγκας και εκεί συνάντησα τον Λάρι Σάντερς. Μας έδωσαν ακόμα κάποια χρήματα για το ταξίδι. Περίπου 500-600 δολάρια και ο Λάρι μου είπε: “Εδώ είσαι ρούκι!”. Εγώ εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν: “Ουάου, αγαπώ το ΝΒΑ!” Τόσο απλά, η ζωή σου αλλάζει. Σε φροντίζουν για τα πάντα. Αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιώ πόσο ευλογημένος είμαι που έχω όλα αυτά».
-Έγινες ντραφτ το 2013 και η οικογένεια σου έφτασε στο Μιλγουόκι την επόμενη χρονιά όταν και εξασφάλισε την απαραίτητη Visa. Πόσο δύσκολοι ήταν οι πρώτοι μήνες για εσένα;
«Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος! Είμαι αρκετά σκληρό παιδί, μπορώ να διαχειριστώ καταστάσεις μόνος μου, αλλά πάντα έμενα με την οικογένεια μου. Γνώριζα όμως πως έπρεπε να φύγω για ένα καλύτερο μέλλον. Πάντα καλούσα την οικογένεια μου μέσω Skype και τους έδειχνα γύρω-γύρω το διαμέρισμα. Τους έλεγα: “Κώστα, Άλεξ, αυτό είναι το δωμάτια σας. Μαμά και μπαμπά αυτό είναι το δικό σας. Αυτό είναι το σαλόνι και αυτή η κουζίνα”. Και έβλεπα το βλέμμα στα μάτια της μητέρας μου. Σκεφτόταν: “Ίσως μια μέρα να μπορούμε να βρισκόμαστε εκεί με εσένα”. Τρελαινόμουν, αλλά οι Μπακς βοήθησαν με αυτή την κατάσταση, για να έρθει η οικογένεια μου».
-Πού αναζήτησες υποστήριξη την πρώτη σεζόν;
«Στον Ρος Γκέιτζερ. Δουλεύει για το Φοίνιξ αυτή τη στιγμή. Βοηθούσε για να φτιαχτούν τα video. Περνούσε πολύ χρόνο μαζί μου. Σχεδόν κάθε μέρα, για περίπου 4-5 μήνες, καθόταν μαζί μου μία ώρα. Με πήγαινε στην προπόνηση, με γυρνούσε, πηγαίναμε για φαΐ, βλέπαμε ταινίες. Πάντα μου έλεγε: “Δεν μπορώ να περιμένω να γνωρίσω την οικογένεια σου”. Πάντα με υποστήριζε. Ήταν ένας τρόπος για να περνάω τη μέρα μου χωρίς να σκέφτομαι τόσο πολύ την οικογένεια μου».
-Τα τελευταία τρία χρόνια, ποια είναι η πιο καλή σου εμπειρία εδώ;
«Συναντήθηκα αυτή τη σεζόν με μερικά παιδιά (σ.σ. 35 παιδιά από το πρόγραμμα “Operation Dream”). Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει κάποια πατρική φιγούρα, οπότε λειτούργησα περισσότερα σαν μέντορας για εκείνα. Οπότε αυτή ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές αφού ένιωσα πως μπορώ να προσφέρω κάποια πράγματα με διαφορετικό τρόπο, όχι μόνο οικονομική βοήθεια. Τους μίλησα για τη ζωή μου στην Ελλάδα. Πως ήταν να βλέπω τους γονείς μου να περνούν τόσες δυσκολίες, τους εξήγησα πως ήταν ένα από τα πράγματα που με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Λειτούργησε ως κίνητρο για να είμαι πάντα κάποιος σπουδαίος και να βοηθάω την οικογένεια μου».
-Πού κάθεται η οικογένεια σου κατά τη διάρκεια των αγώνων και πως σε υποστηρίζουν;
«Απέναντι από τον πάγκο μας, περίπου στην πέμπτη σειρά. Οι γονείς μου έχουν χάσει μόλις 3 αγώνες. Στην περσινή σεζόν, όταν έκανα κάποια λάθος ενέργεια, τρελαινόμουν και έδειχνα πως ένιωθα. Η μητέρα μου πάντα στενοχωριόταν. Πλέον, ξέρω πως να το ελέγχω όλο αυτό και είμαι πάντα ήρεμος στον πάγκο. Όταν βρίσκομαι στο πλάι για την επαναφορά πάντα μιλάω στον αδερφό μου τον Άλεξ: “Τι λέει φίλε, όλα καλά;” και εκείνος μου απαντάει: “Όταν έχεις ανοιχτό σουτ, παίρνε το” και εγώ του λέω: “Οκ κατάλαβα”. Προσπαθώ να επικοινωνώ με αυτούς, σαν να παίζουν το παιχνίδι μαζί με εμένα».
-Πώς σε βοηθούν οι γονείς σου στις καθημερινές σου ανάγκες και τις ευκαιρίες εκτός παρκέ;
«Πηγαίνουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς, με πηγαίνουν στο αεροδρόμιο – απλά πράγματα όπως αυτά. Ο πατέρας μου με βοηθάει με το μπάσκετ. Η μητέρα μου κάνει όλα τα άλλα. Αν μπορούσα να δώσω ένα βραβείο MVP, θα πήγαινε στη μητέρα μου. Έκανα μία φωτογράφηση στο ESPN αυτή τη χρονιά και άνοιξα το περιοδικό λέγοντας στη μητέρα μου: “Μαμά, φωτογραφήθηκα χωρίς την ομάδα” και εκείνη τρελάθηκε: “Τι; Εμείς που ήμασταν;” Τους εξήγησα πως συνέβη στο Χιούστον και δεν μπορούσαν να είναι εκεί. Με ρώτησε αν είμαι τρελός! Θέλει να είναι πάντα εκεί… (σ.σ. γέλια)».
-Πώς λειτούργησες ως σύμβουλος του Κώστα στην μπασκετική του ανάπτυξη;
Νομίζω πως τον βοηθάω περισσότερο με το να είμαι σε όσα περισσότερα παιχνίδια μπορώ, πάντα του μιλάω. “Κώστα διαθέτεις ένα εξαιρετικό σώμα για να βρεθείς στη λίγκα, μπορείς να κάνεις πράγματα που άλλα παιδιά στην ηλικία σου δεν μπορούν να κάνουν”. Όλα θα έρθουν για εκείνον. Πάντα όταν πηγαίνω στα παιχνίδια του φωνάζω: “Πάμε Κώστα, δεν μπορούν να σε μαρκάρουν! Συνέχισε έτσι για ακόμα λίγο και θα κερδίσετε!” Και εκείνος πάντα με καταλαβαίνει».
-Η οικογένεια σου κάθεται πάντα κοντά στα δικά σου παιχνίδια. Eσύ που κάθεσαι σε αυτά του Κώστα;
«Στην πρώτη γραμμή! Είμαι σαν τον προπονητή. Μερικές φορές μπαίνω και μέσα στο γήπεδο. (σ.σ. γελάει). Οι διαιτητές συχνά μου λένε: “Κάθισε τον κ*** σου κάτω!” και εγώ τους απαντάω: “Δεν γίνεται! Αυτός είναι ο μικρός μου αδερφός!”».
-Τι προσπαθείς να “διδάξεις” τον Κώστα όσον αφορά το μπάσκετ; Υπάρχουν κοινά στοιχεία με εσένα όταν βρισκόσουν στην ηλικία του;
«Έχουμε το ίδιο σώμα – απλά εκείνος είναι πιο ψηλός από εμένα. Εγώ στα 18 μου ήμουν 2.05 μέτρα. Τώρα είμαι περίπου 2.11μ. Εκείνος είναι περίπου 2.08 μ και είναι 18 ετών, ακόμα αναπτύσσεται. Αυτό που πρέπει να κάνει το καλοκαίρι είναι να δυναμώσει το σώμα του, τα πόδια του και πιστεύω πως τα υπόλοιπα θα έρθουν. Αυτό το καλοκαίρι εγώ, ο Κώστας και ο Θανάσης θα περάσουμε πολύ χρόνο μαζί. Και ο Άλεξ επίσης όταν θα είναι ελεύθερος».
-Επικεντρώνεσαι σε μία συγκεκριμένη θέση με εκείνον, ή σκέφτεσαι για εκείνο όπως και με τον εαυτό σου – δηλαδή χωρίς θέση;
«Ακριβώς. Αυτό του λέω κάθε μέρα. Όταν παίρνει το ριμπάουντ πάντα πασάρει στον πόιντ γκαρντ και εγώ του λέω: “Κώστα γιατί πασάρεις; Κατέβασε μόνος σου!”, αλλά εκείνος μου λέει: “Είμαι το τριάρι”. Πάντα του απαντάω: “Κώστα, στο μπάσκετ αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν θέσεις. Όλα εξαρτώνται από τις ικανότητες σου. Εάν μπορείς να κατεβάσεις τη μπάσκετ, κατέβασε την, είναι απλό. Αλλά πάντα πρέπει να είσαι προσεκτικός με τη μπάλα”».
-Εσύ και ο αδερφός σου μιλάτε για το ενδεχόμενο να είστε στο ΝΒΑ μαζί μια μέρα;
«“Ναι. Αυτός είναι ο στόχος. Ο Άλεξ είναι 14 ετών και έχει ύψος 1.92. Θα πάει στο high school την επόμενη χρονιά. Δουλεύει σκληρά και εκείνος, πρέπει να είναι υπομονετικός και όλα θα έρθουν και για εκείνον».
-Είπες πως ποτέ δεν πίστευες ότι θα γίνεις τόσο ψηλός. Αλλα επίσης έχεις τεράστια χέρια και ο αχίλλειος τένοντας σου, σύμφωνα με το ESPN, είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν του μέσου ανθρώπου. Κοιτάζεσαι ποτέ στον καθρέφτη και λες: “Τι στο…;”
«Μερικές φορές το κάνω. H μητέρα μου είναι 1.80 και ο πατέρας μου δύο μέτρα. Και εγώ σκέφτομαι: “Πως στο καλό συνέβη αυτό; Μακριά χέρια, μακριές παλάμες”. Δεν ξέρω πραγματικά φίλε – απλά είμαι ευλογημένος!”».