Καλοκαίρι του 1978. Συγκεκριμένα, 25 Ιουνίου. Μπουένος Άιρες.
Στο επιβλητικό στάδιο «Μονουμεντάλ».
Ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί, καθώς υπολείπεται ένα λεπτό για τη λήξη και το σκορ ανάμεσα σε Αργεντινή και Ολλανδία παραμένει στο 1-1.
Γράφει ο Παναγιώτης Ιωάννου
Ο Μάριο Κέμπες με κοντινό πλασέ στο 38' είχε δώσει το προβάδισμα στους οικοδεσπότες.
Οι βλέψεις του Βιδέλα, ο οποίος είχε επιβάλει δικτατορικό καθεστώς από το 1976, ήταν η κατάκτηση του τροπαίου που θα αποπροσανατόλιζε το λαό από την περιστολή της ελευθερίας.
Στο δεύτερο μέρος η επιθετική πολιορκία των «οράνιε» θα αποφέρει καρπούς στο 83’. Η «χρυσή» αλλαγή του Ερνστ Χάπελ, Ντανίγκα, με κεφαλιά θα ισοφαρίσει.
Το ρολόι δείχνει το 90’. Η άμμος στην κλεψύδρα λιγοστεύει και ο αρχηγός της Εθνικής Ολλανδίας, Ρουντ Κρολ, βρίσκεται λίγο πίσω από τη μεσαία γραμμή. Επιχειρεί μια εξηντάρα μπαλιά που διαπερνά την αντίπαλη άμυνα.
Ο Ρόμπι Ρένζενμπρινκ υποδέχεται την μπάλα πλάγια και από αριστερά κοντά στη γραμμή του άουτ. Ο Φιλιόλ, ο γκολκίπερ της Αργεντινής κάνει έξοδο, όμως ο έμπειρος άσος τον προλαβαίνει και πλασάρει.
Η αγωνία είναι ζωγραφισμένη στα μάτια όλων. Χιλιάδες συμπατριώτες του, οι οποίοι παρακολουθούν την αναμέτρηση στην κεντρική πλατεία της πόλης είναι έτοιμοι να πανηγυρίσουν.
Τα δευτερόλεπτα που κυλούν βασανιστικά αργά φαίνονται αιώνας… H μπάλα προσπερνά τον τερματοφύλακα και κατευθύνεται προς την ανυπεράσπιστη εστία, αναπηδά ελαφρώς στο έδαφος και προσκρούει στο αριστερό δοκάρι. Η ευκαιρία χάνεται.
Το παιχνίδι οδηγείται στην παράταση. Ο Κέμπες με ένα εξαιρετικό σλάλομ και τη βοήθεια της τύχης σημειώνει το 2-1 (105’) και ο Μπερτόνι, ενώ πρώτα κοντρολάρει με το χέρι διαμορφώνει το τελικό 3-1 (116’).
Η Αργεντινή σκαρφαλώνει για πρώτη φορά στην κορυφή του κόσμου!
«Όλα τα είχαν προσχεδιάσει»
Εύλογα ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι πιστεύουν ακράδαντα ότι, έστω και αν ο Ρένζενμπρινκ σκόραρε, η Ολλανδία ποτέ δεν θα νικούσε. Και μάλλον κρίνοντας από τα γεγονότα δεν έχουν άδικο.
Οι προθέσεις των διοργανωτών είχαν διαφανεί από τον ημιτελικό. Οι φήμες ακόμη και σήμερα οργιάζουν.
Η «αλμπισελέστε» για να εξασφαλίσει την πρόκριση έπρεπε να επικρατήσει του Περού με τέσσερα γκολ διαφορά- κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ έως τότε. Τελικό αποτέλεσμα Αργεντινή-Περού 6-0…
Όπως αναφέρεται στο εξαιρετικό βιβλίο του Ντέιβιντ Γουίνερ: «TOTAL FOOTBALL: ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ» ο Κρολ ακόμα και σήμερα θεωρεί πως οι αντίπαλοί τους προσπάθησαν να κλέψουν με οποιοδήποτε κόστος.
Παράλληλα, σκιαγραφεί τις εχθρικές συνθήκες που επικρατούσαν: «Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο έξω από το Μπουένος Άιρες και μας έκαναν ένα τεράστιο γύρο στο δρόμο προς το γήπεδο. Το πούλμαν σταμάτησε σε ένα χωριό και οι άνθρωποι περικύκλωσαν το λεωφορείο και άρχισαν να χτυπούν τα παράθυρα φωνάζοντας: ‘’Αργεντινή, Αργεντινή, Αργεντινή’’».
Και συνεχίζει: «Είμαι σίγουρος ότι όλα τα είχαν προσχεδιάσει. Έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν. Κατανοητό, βέβαια δεν το έκαναν με αθλητικό τρόπο στο πλαίσιο ενός fair play».
Καταλήγει εξετάζοντας την πολυσυζητημένη τελευταία φάση του ματς: «Ίσως αν είχε λίγο περισσότερο χρόνο θα μπορούσε να τα καταφέρει, επειδή ο Ρόμπι, όπως ο Φαν Μπάστεν ή αργότερα ο Τζορτζ Μπεστ, ήταν παίκτης που μπορούσε να πετύχει απίστευτα γκολ από γωνίες που, τεχνικά, ήταν αδύνατο».
«Ήταν το ίδιο καλός με τον Κρόιφ»
Η διαφορά ανάμεσα στην αποθέωση και την αποκαθήλωση απείχε χιλιοστά. Εφόσον ο Ρένζενμπρινκ είχε βρει δίχτυα στο τελευταίο λεπτό, όχι μόνο θα χάριζε το τρόπαιο στη γενέτειρά του για παρθενική φορά, όχι μόνο θα αναδεικνυόταν ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής, αφού θα έφτανε τα έξι γκολ στο θεσμό -ένα περισσότερο από τον Κέμπες- αλλά θα έπαιρνε και το «Χρυσό Παπούτσι».
Επιπρόσθετα, το όνομά του θα εντυπωνόταν στο συλλογικό υποσυνείδητο ως εκείνο ενός εθνικού ειδώλου. Στην αντίπερα όχθη, όπως είπε κάποτε και ο αρχηγός των Γαλατών Βρέννος προς τους Ρωμαίους: «Vae Victis» (Ουαί τοις ηττημένοις!), δηλαδή: Αλίμονο στους ηττημένους.
Αντί αυτού, εισήλθε στο πάνθεον της αιωνιότητας των Παγκοσμίων Κυπέλλων ως ο μοιραίος και φυσικό επόμενο ήταν αυτή η στιγμή να αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος της στην προσωπικότητά του.
Τόσο, που στις μέρες μας οι περισσότεροι τείνουν να λησμονήσουν ότι μαζί με τον Κρόιφ, τον Ρεπ, τον Φαν Μπάστεν και τόσους άλλους υπήρξε από τους πυλώνες της καλύτερης Εθνικής Ολλανδίας όλων των εποχών. Μιας βασίλισσας δίχως στέμμα. Τόσο, που δεν λογίζεται καν ως ένας εκ των κορυφαίων όλων των εποχών.
Ο θρυλικός Βέλγος προπονητής Ρέιμοντ Γκέταλς, ο οποίος τη δεκαετία του 1970 μεσουράνησε στην Άντερλεχτ, αποτύπωσε πιστά το μεγαλείο του σε δέκα λέξεις: «Ήταν το ίδιο καλός με τον Κρόιφ, μα εντελώς διαφορετικός».
«Καλύτερα να μην είχα προλάβει την μπάλα»
Αλήθεια, ποια μπορεί να είναι η εκδοχή του πρωταγωνιστή; «Αν είχε πάει μέσα, θα είχαμε κερδίσει και θα είχαμε αναδειχθεί παγκόσμιοι πρωταθλητές στην Αργεντινή. Είναι κρίμα. Αν είχαμε επικρατήσει, η επιστροφή με το πούλμαν στο ξενοδοχείο θα ήταν πολύ επικίνδυνη διαδρομή. Ακόμη και χαμένοι που ήμασταν, χιλιάδες βρίσκονταν έξω από το ξενοδοχείο και πανηγύριζαν.
Η φάση του τελευταίου λεπτού με το δοκάρι δεν ήταν ευκαιρία. Ενήργησα σωστά και η μπάλα πήγε στο δοκάρι. {…} Δεν είχα χώρο να κάνω το οτιδήποτε. Δεν είχα την ευκαιρία να κοντρολάρω και να κόψω προς τα μέσα. Υπήρχε ένας αμυντικός μπροστά μου. Έπρεπε να σουτάρω σε πρώτο χρόνο.
Ο τερματοφύλακας είχε αφήσει ένα πολύ μικρό άνοιγμα. Έχω την αίσθηση ότι θα ήταν καλύτερο να μην είχα προλάβει την μπάλα καθόλου. Έτσι, οι άνθρωποι δεν θα με ρωτούσαν. Σε περίπτωση που ήταν μια μεγάλη ευκαιρία, θα υπέφερα εάν την είχα χάσει, όμως πραγματικά ήταν αδύνατο να σκοράρω», υπογραμμίζει στο προαναφερθέν βιβλίο. ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube