Η δουλειά του προπονητή ξέρουμε πως έχει τα ζόρια της. Όταν η ομάδα πηγαίνει «άρμα» το αποτέλεσμα είναι προϊόν συλλογικής προσπάθειας. Με τις πρώτες γκέλες, τα «δίκανα» της απόλυσης σημαδεύουν με τη μία την κεφαλή του πάγκου. Πέρα από αυτό, διατρέχουν τον μόνιμο κίνδυνο της δυσαρέσκειας των ποδοσφαιριστών, οι οποίοι μπορούν ανά πάσα στιγμή να «φάνε» οποιονδήποτε τεχνικό.

Ο Ζοζέ Μουρίνιο βίωσε στο μεδούλι του τα «καλά» της προπονητικής κατά τον δεύτερο χρόνο της δεύτερης θητείας του στην Τσέλσι. Η φήμη που τον συνοδεύει στη διαχείριση των ρόστερ, έσπειρε τον πανικό στα αποδυτήρια της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ όταν ανακοινώθηκε η πρόσληψη του, με αρκετούς παίκτες να ετοιμάζουν βαλίτσες και να ενημερώνουν μάνατζερ προς αναζήτηση προτάσεων.



Ο «Special One», όμως, διέψευσε τα προγνωστικά και ξεκινάει βασικούς ποδοσφαιριστές που είχαν ξενοικιάσει και ήταν στην αίθουσα αναχωρήσεων. Ο Χουάν Μάτα έμεινε και ξεκίνησε στην πρεμιέρα, ο Μαρουάν Φελαϊνί έχει αρχίσει να θυμίζει χαφ κλάσης αντί για ποδοσφαιρικό cartoon, και ο Αντόνιο Βαλένσια φαίνεται να «καπαρώνει» τη θέση του πλάγιου μπακ. Με εξαίρεση την «βασική εκπαίδευση» του Σβαϊστάιγκερ, ο οποίος και αποχώρησε κακήν – κακώς, οι υπόλοιποι θυμίζουν συναδέλφους τους που έφτιαξαν ή ανέστησαν την καριέρα τους υπό της οδηγίες του ιδιόρρυθμου Πορτογάλου.

Ακολουθούν έντεκα από τα πιο «βαρβάτα» παραδείγματα.

Νούνο Βαλέντε




Ξεκίνησε την καριέρα του στην Σπόρτινγκ, από όπου «πέρασε και δεν ακούμπησε». Ακολούθησε η Λεϊρία και η μάχη για την παρουσία στη δεκάδα της βαθμολογίας, μέχρι τον ερχομό του αναμορφωτή.

Με τον Μουρίνιο στο «τιμόνι», η Λεϊρία τερμάτισε 5η, έφτασε μέχρι τον τελικό του κυπέλλου και ο Βαλέντε αναδείχτηκε στον πιο περιζήτητο αμυντικό της χώρας. Ο «Special One» τον πήρε μαζί του στην Πόρτο και εκεί έγραψαν ιστορία, κατακτώντας το Κύπελλο UEFA και το Champions League.

Μπορεί να μην ήταν στο ίδιο αεροπλάνο για Τσέλσι, όμως ο Βαλέντε πήρε μεταγραφή για την Πρέμιερ Λιγκ μέσω της Έβερτον. Έμεινε τέσσερα χρόνια στο «Γκούντισον Παρκ», όντας από τους πιο συνεπείς και σταθερούς σε απόδοση παίκτες των «ζαχαρωτών».

Πάουλο Φερέιρα




Ο Ζοζέ Μουρίνιο τον βρήκε ως ένα μέτριο δεξί μέσο στην Πόρτο και τον «γύρισε» στο δεξί άκρο της άμυνας. Ένα UEFA, ένα Champions League και όλους τους εγχώριους τίτλους στην Αγγλία με την Τσέλσι αργότερα, ο Πορτογάλος έκανε «εικόνισμα» τον συμπατριώτη του και την επιλογή για την οπισθοχώρησή του.

Ντέκο




Εδώ έχουμε τον ίδιο τον παίκτη να εξυμνεί τον προπονητή του. Ο Ντέκο έχει δηλώσει πως ο Μουρίνιο έσωσε την καριέρα του, καθώς είχε βαρεθεί να μην κερδίζει τίποτα με την Πόρτο και ετοιμαζόταν να γυρίσει στη Βραζιλία.

Μετά τους ευρωπαϊκούς τίτλους με τους «δράκους» και την καθιέρωση ως έναν από τους ποιοτικότερους επιτελικούς μέσους στον πλανήτη, ο πολιτογραφημένος Πορτογάλος έκανε το όνειρό του πραγματικότητα κι έγινε κάτοικος «Καμπ Νου». Με τη φανέλα των «μπλαουγκράνα» σήκωσε και πάλι το τρόπαιο του Champions League, μέχρι που η «ασυμφωνία χαρακτήρων» με τον Πεπ Γκουαρντιόλα τον έστειλε στην Τσέλσι και κατόπιν στη Φλουμινένσε

Ζόρζε Κόστα




«Ανάσταση»! Αυτή είναι η λέξη που πραγματικά χαρακτηρίζει την καριέρα του Πορτογάλου αμυντικού. Το 2001 βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (πολύ πιο κοντά στο πρώτο) στην Τσάμπιονσιπ και την Τσάρλτον. Μια από τις πρώτες κινήσεις του Μουρίνιο όταν πήρε στα χέρια του την Πόρτο, ήταν να επαναφέρει τον παλιό αρχηγό στην ομάδα και τη θέση του στο κέντρο της άμυνας.

Αφού κατέκτησε το πρωτάθλημα και το Champions League, μετακόμισε στη Σταντάρ Λιέγης για τα τελευταία «ένσημα» πριν την συνταξιοδότηση το 2006.

Μανίς




Ο Νούνο Ρικάρντο ντε Ολιβέιρα Ριμπέιρο υιοθέτησε το καλλιτεχνικό «Μανίς», λόγω της ομοιότητας στο στυλ παιχνιδιού με τον Δανό επιθετικό της Μπενφίκα Μίκαελ Μανίς, όπου και τον διαδέχτηκε.

Παρ' όλα αυτά, η συμβίωση με τους «Λουζιτανούς» ήταν εξόχως προβληματική, «βαλτώνοντας» την εξέλιξη του διεθνή εξτρέμ. Κάπου εκεί «πέταξε σωσίβιο» ο Ζοζέ Μουρίνιο.

Στο χτίσιμο της κυρίαρχης Πόρτο έπαιξε βασικό ρόλο η μετατόπιση του Μανίς από τα πλάγια της επίθεσης στο κέντρο, με τον Μουρίνιο να τον χρησιμοποιεί σαν «ψευτοεννιάρι» και να «αρρωσταίνει» τις αντίπαλες άμυνες παρέα με τον Ντέκο.

Από εκεί που ήταν βυθισμένος στην αβεβαιότητα της Μπενφίκα, ο Νούνο Ρικάρντο έπαιξε κατά σειρά σε Διναμό Κιέβου, Τσέλσι, Ατλέτικο Μαδρίτης και Ίντερ. Αν δεν είναι αυτό «χτίσιμο» καριέρας, δύσκολα μπορούμε να βρούμε καλύτερο παράδειγμα.

Έντουρ Γκούντγιονσεν




Ο Ισλανδός επιθετικός ήταν ήδη «όνομα» και αγαπημένο παιδί του «Στάμφορντ Μπριτζ» όταν τον βρήκε ο Μουρίνιο στην Τσέλσι, όμως το παιχνίδι του ανέβηκε επίπεδο.

Ξέφυγε από τη μοναξιά της κορυφής στην επίθεση, πέρασε στα πλάγια, κλήθηκε να αγωνιστεί μέχρι και στο κέντρο και ανταπεξήλθε απροβλημάτιστα. Ο Πορτογάλος τεχνικός είχε διακρίνει τον ολιστικό χαρακτήρα στο στυλ του Γκόντγιονσεν.

Αυτό έκανε την Μπαρτσελόνα του Πεπ Γκουαρντιόλα να τον αποκτήσει και να κατακτήσει τα πάντα (πρωτάθλημα, κύπελλο, Champions League, Super Cup, Διηπειρωτικό) τη χρονιά – σταθμό του 2009.

Λούσιο




Κατά το ήμισυ ίδια περίπτωση με αυτή του Σβαϊστάιγκερ. Ο Λουίς Φαν Χάαλ τον «έστειλε» με συνοπτικές διαδικασίες από την Μπάγερν Μονάχου, για να βρεθεί στο δρόμο του Μουρίνιο το 2009.

Στην Ίντερ, ο Λούσιο έβαλε προσωρινό τέλος στην πεποίθηση πως σέντερ μπακ εκ Βραζιλίας ισοδυναμεί με ανέκδοτο του Αρκά, εξελισσόμενος σε έναν από τους πυλώνες του ιταλικού οικοδομήματος που έκανε το «τρεμπλ» το 2010.

Σουλέι Μουντάρι




Ένα μέτριο «6αρι» παλαιάς κοπής στην Πόρτσμουθ και την Σάντερλαντ, το οποίο είχε για «φάρο» του την ταχύτητα και το ψηλό παιχνίδι.

Στην Ίντερ, ωστόσο, τα περισσότερα (μην υπερβάλλουμε και πούμε «όλα») άλλαξαν. Μπορεί να ήταν η εναλλακτική στην αποτυχία της απόκτησης του Φρανκ Λάμπαρντ, όμως ο Γκανέζος «κούμπωσε» ιδανικά στην σκληροτράχηλη ομάδα του Μουρίνιο. Από «τσεκούρι» εξελίχτηκε σε σύγχρονο «αντι-αρματικό», περιόρισε τα απρόσεκτα μαρκαρίσματα, βελτίωσε την δυναμική στο επιθετικό κομμάτι και αποτέλεσε τον ασταμάτητο χιλιομετροφάγο στην πορεία προς το «τρεμπλ».

Γουέσλι Σνάιντερ




Ο ορισμός του «from zero to hero». Από μόνιμος θαμώνας του πάγκου στη Ρεάλ Μαδρίτης , σε αρχιτέκτονα και κινητήριο μοχλό ενός μοναδικού ιταλικού επιτεύγματος.

Ο Ολλανδός χαφ ήταν το «Α» και το «Ω» στο παιχνίδι της Ίντερ, έχοντας την πλήρη ευθύνη για τη δημιουργία φάσεων και την ισορροπία στις μεταβάσεις από επίθεση σε άμυνα και τούμπαλιν.

Κέρδισε το βραβείο της «Χρυσής Μπάλας» στις καρδιές των απανταχού φιλάθλων, όταν τερμάτισε μόλις τέταρτος στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του καλύτερου παίκτη το 2010, σε μια από τις πιο αμφισβητούμενες διαδικασίες στην ιστορία του θεσμού. Την ίδια χρονιά με την κατάκτηση πρωταθλήματος, κυπέλλου και Champions League με τους «νερατζούρι», οδήγησε την εθνική Ολλανδίας στον τελικό του Μουντιάλ -όπου ηττήθηκε στην παράταση από την Ισπανία- και αναδείχθηκε σε πρώτο σκόρερ της διοργάνωσης.

Τζον Τέρι




Ο «Special One» έχει αναγάγει σε τέχνη την αναγέννηση κεντρικών αμυντικών που φέρουν το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Μετά τον Ζόρζε Κόστα, σειρά είχε ο Τζον Τέρι.

Η εμβληματική φιγούρα της Τσέλσι είχε παραγκωνιστεί άκομψα από τον Ράφα Μπενίτες, ο οποίος είχε φτάσει σε σημείο να τον αποκαλεί δημόσια «τελειωμένο». Τέτοιου είδους τοποθετήσεις συν τις τραγικές εμφανίσεις των «μπλε», άνοιξαν τον δρόμο για την δεύτερη θητεία του Μουρίνιο στο «Στάμφορντ Μπριτζ».

Κατευθείαν ο Τέρι επέστρεψε στην αρχική ενδεκάδα και επανήλθε στα περασμένα του μεγαλεία, εξασφαλίζοντας την αμυντική ισορροπία που θωράκισε την εστία της Τσέλσι -μαζί με Κέιχιλ, Ιβάνοβιτς και Τσεχ- και την έχρισε ως την πιο απροσπέλαστη του πρωταθλήματος, με παθητικό μόλις 32 γκολ.

Last but -εννοείται- not least

Ρικάρντο Καρβάλιο




Η πιο διαχρονική αξία από τα «παιδιά» του Ζοζέ Μουρίνιο. Δεν υπήρξε ποτέ το αμυντικό «κτήνος» που θα «φάει ζωντανό» τον αντίπαλο επιθετικό. Ούτε το ανθρώπινο τείχος που θα έκανε το Σινικό να φαντάζει με μάντρα στη Μάνδρα Αττικής. Τίποτα από αυτά δεν τον εμπόδισε, όμως, από το να κατακτήσει σχεδόν τα πάντα.

Ο Πορτογάλος προπονητής ανέδειξε τις δυνατότητες του Καρβάλιο, αξιοποιώντας την αντίληψη, τις σωστές τοποθετήσεις και την εγγύτητα των επεμβάσεων που αναπλήρωναν με το παραπάνω, την έλλειψη ταχύτητας και δύναμης.

Τα πρώτα χρόνια στην Πόρτο ήταν δύσκολα, με τον ένα δανεισμό να διαδέχεται τον άλλο (Άλκια, Βιτόρια Σετούμπαλ και Αλβέρκα). Και μετά ήρθε η καταξίωση.

Στην Πορτογαλία μέτρησε τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα, από ένα UEFA και Champions League με τη φανέλα της Πόρτο. Το 2004 ανακηρύχθηκε σε «κορυφαίο αμυντικό της χρονιάς». Μετακόμισε στην Αγγλία και κατέκτησε άλλα τρία πρωταθλήματα μαζί με ισάριθμα κύπελλα, πέρασε στη Ρεάλ Μαδρίτης όπου «έγραψε» άλλο ένα πρωτάθλημα και τα τελευταία τρία χρόνια υπήρξε από τις κύριες αιτίες που η Μονακό έχει καθιερωθεί στο τοπ 3 του γαλλικού πρωταθλήματος.

Το αποκορύφωμα ήρθε φέτος το καλοκαίρι, όταν βρέθηκε στην κορυφή της Ευρώπης με την εθνική ομάδα της Πορτογαλίας, γράφοντας τους καλύτερους τίτλους τέλους σε μια παραμυθένια καριέρα. Μια καριέρα που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει «μπει στο ψυγείο», εάν δεν είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι με έναν από τους πιο εκκεντρικούς, αλλά και πιο ουσιαστικούς προπονητές της σύγχρονης εποχής.

Επιμέλεια: Χρήστος Ντότσικας

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube