Στο πρώτο παιχνίδι η Λίβερπουλ ήταν καλύτερη. Στο δεύτερο ξεκίνησε επίσης πιο δυνατά. Έμεινε όρθια (και απείλησε) για 90 λεπτά στο «Στάμφορντ Μπριτζ».
Και τι κατάλαβε; Έπαθε ό,τι και οι περισσότεροι αντίπαλοι του Ζοσέ Μουρίνιο σε αντίστοιχες περιπτώσεις:
Έμεινε με τη… γλύκα!
Αντιμετωπίζοντας τη ρεβάνς του 1-1 με το γνώριμο ρεαλισμό του (και δεδομένου ότι ο κανονισμός του εκτός έδρας γκολ μετρούσε μόνο στην παράταση) ο «εκλεκτός» δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να λήξει έτσι η κανονική διάρκεια.
Έστω κι αν αυτή η λογική θ’ απέφερε ένα ημίχρονο πίεσης απ’ τους «κόκκινους», δυο μεγάλες επεμβάσεις του Μινιολέ (σε τετ-α-τετ των Μορένο και Κουτίνιο) και μια αποβολή που χάρισε ο διαιτητής στον Ντιέγκο Κόστα (όταν πάτησε τον Τσαν).
Μέχρι εκεί όμως. Γιατί στο β’ ημίχρονο η Τσέλσι παρέδωσε μαθήματα διαχείρισης αγώνων. Θωράκισε την εστία της. Και παράλληλα απειλούσε την αντίπαλη -όπως στην γκολάρα που επιχείρησε να βάλει (με εκπληκτικό σόλο) ο Αζάρ.
Έστω και καθυστερημένα λοιπόν -στο τέταρτο λεπτό της παράτασης- δικαιώθηκε. Με τον Ιβάνοβιτς να ξεπατικώνει μια γνώριμη συνταγή επιτυχιών της Τσέλσι νικώντας τους πάντες στον αέρα από εκτέλεση φάουλ. Και τη Λίβερπουλ να προσπαθεί μάταια ως το τέλος ν’ αλλάξει τη μοίρα της (1-0), που ήταν να παρακολουθήσει απ’ τον καναπέ τους «μπλε» να διεκδικούν έπειτα από επτά χρόνια το τρόπαιο στο «Γουέμπλεϊ».
Επιμέλεια: Γιώργος Μαραθιανός