Θυμάμαι τον Παναγιώτη Γιαννάκη σε ένα ματς με τη Σουηδία για τα προκριματικά του Ευρωμπάσκετ 1991. Γινόταν στη Στοκχόλμη και την προπαραμονή ο «δράκος» έπαθε βαρύ διάστρεμμα στην προπόνηση. Αποσύρθηκε σφαδάζοντας στον πάγκο και όλοι όσοι ήταν παρόντες πάγωσαν από τον φόβο τους. «Πάει, τον χάσαμε», μονολογούσαν.
Ο «Γιαννάκος», ανθεκτικός στον πόνο όσο κανένας άλλος, μετά τις πρώτες εκτιμήσεις των ειδικών το είπε καθαρά και σταράτα: «Ρε σεις, μην κάνετε έτσι. Δεν είναι τίποτα αυτό που έπαθα. Να δείτε που θα παίξω». Οι περισσότεροι τον πήραν για τρελό, όσοι όμως τον ήξεραν καλά δεν είχαν καμία αμφιβολία: «Θα παίξει. Αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα»!
Δύο νύχτες και μία μέρα ο αρχηγός της Εθνικής έκανε ασταμάτητα θεραπεία. Από τη συνεχή χρήση τα μηχανήματα διαλύθηκαν στα χέρια των φυσικοθεραπευτών. Οταν ήρθε η ώρα, ο «δράκος» μπήκε στο πούλμαν και με όλη την ομάδα τράβηξε για το γήπεδο. Φόρεσε τη στολή της Εθνικής, τις κάλτσες και τα παπούτσια και βγήκε για προθέρμανση.
Μερικοί αναρωτιόνταν ακόμα αν θα τα καταφέρει. Κάποιοι άλλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Και ο Παναγιώτης, όχι μόνο έπαιξε, αλλά «έφαγε» το γήπεδο για περίπου 35 λεπτά. Βγήκε από τον αγώνα μόνο όταν ήταν βέβαιο ότι η νίκη δεν μπορούσε να χαθεί για την ελληνική ομάδα. Κάθισε στον πάγκο και η πρώτη του δουλειά ήταν να βγάλει το παπούτσι από το πρησμένο πόδι του.
Αυτό που ξεχύθηκε, όμως, από εκεί μέσα δεν έμοιαζε με πόδι. Από το πολύ πρήξιμο δεν είχε σχήμα, δεν είχε χρώμα. Ηταν κάτι το τρομακτικό, κάτι το απερίγραπτο. Οι φυσικοθεραπευτές έπιασαν αμέσως δουλειά και ο Γιαννάκης το μέτωπό του. Τώρα πια οι πόνοι που ένιωθε ήταν αφόρητοι.
Δεν τα θυμήθηκα στα καλά καθούμενα όλα αυτά. Οχι. Αφορμή στάθηκαν ο τραυματισμός του Φώτση στον αντίχειρα και η κατόπιν ωρίμου σκέψεως ξαφνική αποχώρησή του από την Εθνική ομάδα. Μόλις την ημέρα που η πρωταθλήτρια Ευρώπης θα έφευγε για το τελευταίο φιλικό στην Ιταλία...
Ο Φώτσης χτύπησε την προηγούμενη Τετάρτη στο τελευταίο ματς του «Ακρόπολις». Για την κατάστασή του αποφάνθηκε ο κορυφαίος ορθοπεδικός με εξειδίκευση στα άνω άκρα: «Σε δέκα μέρες –είπε– μπορεί να παίξει. Το δάχτυλό του θέλει μια καλή ακινητοποίηση και, αν πονάει, μπορεί να κάνει και λίγη ξυλοκαΐνη για να παίξει άφοβα. Δεν μπορεί να πάθει κάτι χειρότερο, αν παίξει».
Η γνωμάτευση σκόρπισε ανακούφιση σε όλους. Μέχρι που μπήκε στη μέση η ομάδα του Φώτση, η Ντιναμό Μόσχας. Ο παίκτης πήγε στη ρωσική πρωτεύουσα, υπεβλήθη σε νέες εξετάσεις, πείσθηκε από οικείους αλλά και μανατζαραίους και στην κρίσιμη στιγμή το ξεστόμισε: «Δεν θα έρθω, φοβάμαι για το συμβόλαιό μου...». Τα λεφτά του συμβολαίου είναι σίγουρα πολλά, αλλά με τη μέχρι σήμερα στάση τους τα παιδιά της Εθνικής μάς είχαν πείσει ότι είναι υπεράνω χρημάτων.
Τώρα απλώς ξέρουμε ότι για μερικούς αυτό ισχύει μόνο όταν τα χρήματα είναι 100% εγγυημένα. Το φαινόμενο Φώτση, όπως και τα άλλα κρούσματα που παρατηρήθηκαν φέτος από την ημέρα που άρχισε στο Καρπενήσι η προετοιμασία των διεθνών, μπορεί σε κάποιο βαθμό να εξέπληξαν, αλλά, μεταξύ μας, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαιναν. Διότι, πολύ απλά, οι παίκτες της Εθνικής δεν είναι πια τα διψασμένα για αναγνώριση, δόξα και χρήμα παιδιά που ρίχθηκαν στη μεγάλη προσπάθεια το καλοκαίρι του 2005. Τώρα κάποιοι από αυτούς είναι παγκόσμιοι αστέρες, οι ετήσιες απολαβές τους μετριούνται σε εκατομμύρια ευρώ και στα 25 ή τα 30 τους χρόνια καλούνται να κρατήσουν τα πόδια τους σε επαφή με τη γη και το μυαλό τους μέσα στο κεφάλι τους. Δεν είναι εύκολο κάτω από τέτοιες συνθήκες να κρατήσει ένα νέο παιδί την ισορροπία του. Να μην πάθει απώλεια στήριξης, να μην ξεφύγει.
Αλλοι καταφέρνουν να κρατηθούν και άλλοι όχι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα χρόνια του Γιαννάκη ήταν άλλα χρόνια. Πράγμα που σημαίνει ότι καλό είναι να υμνούμε τα δικά του παραδείγματα, αλλά χωρίς να ρίχνουμε στο πυρ το εξώτερον όσους δεν εμπνέονται σήμερα από αυτά. Η Εθνική στο τελευταίο τεστ της πριν από το Ευρωμπάσκετ πήρε, με αντίπαλο την Ιταλία στο «Παλαέουρ» της Ρώμης, παράταση εμπιστοσύνης. Πράγμα που μεταφράζεται σε συγκρατημένη αισιοδοξία εν όψει των αγώνων στην Ισπανία. Με 21 πόντους επί της Ιταλίας θα μπορούσαμε ίσως να κραυγάζουμε ήδη
απειλητικά «Ισπανία, ερχόμαστε», αλλά τέτοια αμετροέπεια θα ταίριαζε σε πανηγυρτζήδες και όχι σε καλούς γνώστες των δεδομένων. Η Ιταλία στο προχθεσινό φιλικό με την Εθνική μας απλώς περιέφερε το πτώμα της μέσα στο ιστορικό «Παλαέουρ». Οπότε και η νίκη και η διαφορά στο σκορ έχουν σχετική μόνο αξία.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζονται η και πάλι καλή αμυντική επίδοση, η προσαρμοστικότητα του Κακιούζη στον ρόλο που του κληροδότησε ο Φώτσης, η ετοιμότητα του Πελεκάνου και η βαθμιαία βελτίωση του Μπουρούση, ιδίως στην εκτέλεση των πικ εν ρολ, τα οποία τόση ανάγκη έχει η Εθνική ομάδα μας.
Η μειωμένη συγκέντρωση, που είχε αποτέλεσμα ένα μεγάλο αριθμό λαθών, ήταν το μεγαλύτερο μειονέκτημα της «επίσημης αγαπημένης». Πράγμα που μπορεί να μην αποτυπώνεται στους μόλις 50 πόντους που πέτυχαν οι «ανάπηροι» Ιταλοί, αλλά ασφαλώς έχει επίδραση στη δική μας επιθετική παραγωγικότητα, που για τις συνθήκες του αγώνα ήταν πάρα πολύ χαμηλή (μόλις 72 πόντοι).
Δεύτερο μειονέκτημα, η μέχρι ανεξέλεγκτου βαθμού ασυδοσία του Σπανούλη, ο οποίος συνεχίζει να παίζει με έναν τρόπο για τον οποίο θα είχε δικαιολογία μόνο αν είχε δίπλα του παίκτες β' κατηγορίας. Αλλά από τη στιγμή που περιμένουν πάσα του ο Διαμαντίδης, ο Παπαλουκάς, ο Τσαρτσαρής, ο Ντικούδης ή ο Κακιούζης, είναι αστείο να επιδίδεται σε ενέργειες που ούτε ο Κόμπε Μπράιαντ θα διανοείτο να αποτολμήσει.
Κάποιος πρέπει να τον μαζέψει και αυτός φυσικά δεν είναι άλλος από τον Γιαννάκη, ο οποίος έχει την υποχρέωση αυτή, όχι μόνο για να προστατέψει την ομάδα, αλλά και το δικό του κύρος, το οποίο ενδεχομένως να αρχίσει να αμφισβητείται αν κάποιοι παίκτες κρίνουν ότι στις μεταξύ τους σχέσεις χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Για να μην κινδυνέψω να γίνω άδικος, θα πρέπει να επισημάνω ότι την «τρέλα» του Σπανούλη την έχει ανάγκη η Εθνική. Μόνο που αυτή θα πρέπει να είναι ελεγχόμενη και δημιουργική, ώστε να λύσει και όχι να δημιουργήσει προβλήματα. Μέτρον άριστον, λοιπόν, Βασιλάκη...