Ο ρόλος του δημοσιογράφου πρέπει να είναι αποστασιοποιημένος. Μακριά από τις παλαιστινιακές μαντίλες, τις πορείες στο Σύνταγμα με τις χοντροκώλες για τη δωρεάν παιδεία και τις μεταδόσεις με τσαρούχια. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι ο δημοσιογράφος μπορεί να έχει γνώμη, αλλά δεν μπορεί να συμμετέχει ή ακόμα χειρότερα, να συμπάσχει. Οπως πολύ σωστά έλεγε και ο Καραγιάν, «Μαλάκα, τι γράφεις, χαιρόμαστε όλοι επειδή κέρδισε η Εθνική την Αλβανία; Μπορεί αυτός που το διαβάζει να είναι Αλβανός και να μη χαίρεται καθόλου». Αφήνω λοιπόν τους θρήνους για το τελευταίο, προτελευταίο ή αντιπροτελευταίο πράσινο της πατρίδας μας, τους οδυρμούς για τα αδικοχαμένα από τις πυρκαγιές θύματα και τις κατάρες για την αναλγησία της κυβέρνησης. Δεν είμαι γεωπόνος, μοιρολογίστρα ή μάγισσα. Επίσης δεν είμαι υπουργός των Οικονομικών για να ξέρω αν μας έπαιρνε να αγοράσουμε και άλλα μέσα πυρόσβεσης ούτε υπουργός Αμυνας για να ξέρω αν θα μπορούσαμε να μειώσουμε τους εξοπλισμούς για την αγορά αεροπλάνων. Δεν είμαι αστυνομικός, πυροσβέστης ή ΚΥΠατζής για να ξέρω αν υπάρχει πλεκτάνη. Το μόνο που είμαι είναι ένας γραφιάς των αθλητικών, με κάποια αξιοπρεπή μόρφωση και ενίοτε ένα καλό μνημονικό για να θυμάμαι πέντε πράγματα από την ιστορία με τις πυρκαγιές.
Οπως για παράδειγμα ότι στην πρώτη μεταπολιτευτική δημοκρατική υστερία φωτιά σε μπουκαμβίλια σε μπαλκόνι να έπιανε, οι αριστεροί τη χρέωναν στους χουντικούς και τα ακροδεξιά στοιχεία. Μετά τη χρέωναν στους Τούρκους πράκτορες. Μετά στους κερδοσκόπους που ήθελαν να πουλήσουν τα οικόπεδα. Και τώρα που ξεμείναμε από υπόπτους τη χρεώνουν γενικά σε «αγνώστους». Με το φτωχό μου το μυαλό μπορώ να πω ότι κάθε φωτιά έχει τη δική της ιστορία, ότι μερικές φορές μπορούν να γκρουπαριστούν ως προς το αντικείμενό τους, αλλά το να προσπαθούμε να βρούμε ένα λόγο για τις πυρκαγιές είναι τόσο βλακώδες όσο και το να προσπαθούμε να βρούμε ένα λόγο για τα τροχαία ατυχήματα ή τον θάνατο του ανθρώπου. Προφανώς μερικές φωτιές είναι συμπτωματικές, μερικές είναι εμπρησμοί για οικόπεδα, άλλες γίνονται για βοσκοτόπια και άλλες είναι αποτελέσματα αμέλειας. Αν υπάρχει οργανωμένο σχέδιο εκτός της παπαρολογίας δεν υπάρχει άλλη πηγή που να το επιβεβαιώνει. Οπως τίποτα δεν επιβεβαιώνει ότι οι πυρκαγιές στην Αττική προέρχονται από μια συμμορία οικοπεδοφάγων. Γιατί για να υπήρχε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υπάρχει ένα φυσικό πρόσωπο που να είναι ιδιοκτήτης των εκτάσεων στις οποίες εκδηλώνονται εμπρησμοί ή ένας μηχανισμός που να φέρνει σε επαφή τον έναν οικοπεδοφάγο με τον άλλον. Αντίθετα με τη θεωρία της μεγάλης των οικοπεδοφάγων ένωσης, μοιάζει πολύ πιθανή η ύπαρξη πολλών οικοπεδοφάγων που περιμένουν τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες και επιταχύνουν τις κινήσεις τους με την πρώτη πυρκαγιά, γνωρίζοντας ότι οι δυνατότητες πυρόσβεσης είναι μειωμένες. Το θέμα όμως της στρατηγικής που ακολουθείται στους εμπρησμούς έχει μικρή σημασία. Μεγάλη σημασία έχει να αχρηστευθούν τα παράνομα οφέλη από τους εμπρησμούς.
Κάποιες σκέψεις....
1) Αντίθετα στην αιώνια αριστερή άποψη ότι οι εμπρησμοί είναι έργο των πλουτοκρατών, είναι σαφές ότι οι εμπρησμοί και τα οικόπεδα που προκύπτουν αφορούν τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Ούτε ο Νιάρχος θα παρατήσει τη Σπετσοπούλα για να αγοράσει φτηνό οικόπεδο στην Αγία Μαρίνα Ηλιούπολης ούτε οι ιδιοκτήτες του καζίνο του Μον Παρνές θα βάλουν φωτιά στο βουνό για να μεγαλώσουν το πάρκινγκ. Η φωτιά 99% στις περιπτώσεις εμπρησμού αφορά τους ιδιοκτήτες οικοπέδων που έτσι έχουν ελπίδες να τα πουλήσουν. Φυσικά, σε μέσης οικονομικής ευχέρειας αγοραστές διότι κανένας λεφτάς δεν θα πάει να αγοράσει στα καμένα.
2) Επομένως, στόχος του κρατικού ελέγχου πρέπει να είναι ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου και ο ιδιοκτήτης οποιουδήποτε ακινήτου βρίσκεται στην περιοχή. Και με το «οποιουδήποτε» δεν εννοώ όποιο χτιστεί μετά τον εμπρησμό στη δασική έκταση, αλλά και όποιο ήταν χτισμένο στο δάσος πριν από τον εμπρησμό. Μέχρι στιγμής δεν έχω καταλάβει γιατί το κράτος πρέπει να αντιμετωπίζει με επιείκεια τους ιδιοκτήτες των σπιτιών που ξεπροβάλλουν σε δασικές περιοχές μετά τον εμπρησμό. Εάν ο ένας καίει τα δέντρα για να χτίσει, ο άλλος τα κόβει για να κάνει το ίδιο. Η διαφορά είναι μικρή.
3) Αλλά ο κοσμάκης δεν πρέπει να βάλει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του; Στο κάτω κάτω αυτός που αγοράζει το οικόπεδο δεν έκανε τον εμπρησμό. Τον προκάλεσε όμως, επειδή οικόπεδα συμφέρει να έχεις μόνο όταν αγοράζονται. Στο φινάλε, όποιος αγοράζει οικόπεδο στα καμένα είναι σαν να παίρνει το πορτοφόλι ενός θύματος αυτοκινητικού δυστυχήματος. Και σε αυτή την περίπτωση αυτός που παίρνει το πορτοφόλι δεν δημιούργησε το ατύχημα, αλλά τον αντιμετωπίζουμε με λιγότερη ανοχή από όση αυτούς που χτίζουν τα σπίτια. Προκατασκευασμένα και όχι επαύλεις όπως γράφουν για να δικαιολογήσουν τον λαό οι αριστεροί αρθρογράφοι.
4) Αυτός που έχτισε σπίτι στο δάσος πριν ή έπειτα από εμπρησμό θα έπρεπε να είναι βέβαιος ότι θα το δει μπάζα τη στιγμή που θα αποκαλυφθεί. Με συνοπτικές διαδικασίες και σύμφωνα με τις σωφρονιστικές επιταγές ότι η τιμωρία πρέπει να είναι swift, severe and certain. Μόνο που κάποιος θα πρέπει να την εφαρμόσει. Και επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ οποιονδήποτε άλλον πλην της αστυνομίας, να ρωτήσω και εγώ. Επειδή και στο παρελθόν έχουν γίνει τέτοιες επιχειρήσεις που στέφθηκαν από παταγώδη αποτυχία όταν ιδιοκτήτες αυθαιρέτων ταμπουρώθηκαν στα κτίσματα και χοντρές έπεφταν μπροστά στις μπουλντόζες, η ευαίσθητη αριστερά επιτρέπει μια κάποια βία; Αλλιώς αν δεν επιτρέπει ή λέει ότι για να γίνουν οι πρώτες κατεδαφίσεις αυθαιρέτων πρέπει να κατεδαφιστεί κάθε μάντρα της παραλίας, πάει, την κάτσαμε τη βάρκα.
5) Τελευταία σκέψη. Μπορεί ο κάθε παπάρας υπουργός ή οικολόγος να σκάει ύστερα από κάθε πυρκαγιά αφήνοντας ανθρώπους με ακαδημαϊκή παιδεία να μιλάνε; Γιατί οι σκέψεις του Πολύδωρα με ενδιαφέρουν τόσο λίγο όσο του εκάστοτε Φοίβου Περδίκη, που με το μπλουζάκι «Πρωτοβουλία Γένοβα» προσπαθεί να περάσει τις κρατικές εμμονές του σαν επιστημονική άποψη. Ετσι ώστε να υπάρχει μια επιστημονική προσέγγιση.
Περισσότερο από το «όχι άλλες πυρκαγιές», η Ελλάδα χρειάζεται το «όχι άλλο μελό για τις πυρκαγιές». Οι πυρκαγιές στη Ζαχάρω, την Κρήτη ή τον Χολαργό αποτελούν τοπικές τραγωδίες. Οχι όμως και εθνικές. Εθνική τραγωδία είναι ένα γεγονός που αλλάζει στο σύνολό της τη ζωή μιας χώρας. Οι πυρκαγιές θα αλλάξουν τη ζωή των κατοίκων της Ηλείας, της Κρήτης ή του Χολαργού, αλλά όχι και τη ζωή του κατοίκου της Κομοτηνής, όπως και η πυρκαγιά της Χαλκιδικής πέρυσι δεν επηρέασε τη ζωή του κατοίκου της Κρήτης. Για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, ο εμφύλιος πόλεμος του 1945 ήταν μια εθνική τραγωδία για την Ελλάδα. Το ατύχημα με το σχολικό στα Τέμπη ήταν μια τραγωδία για τις οικογένειες των παιδιών. Αυτό που προσπαθώ να γράψω είναι ότι στην Ελλάδα μας λείπει το μέτρο και χωρίς μέτρο τα γεγονότα είναι αδύνατον να αξιολογηθούν και κυρίως ότι οι αποφάσεις έρχονται δεύτερες μπροστά στις εκδηλώσεις πάθους και θλίψης, αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται bathos.
Προσωπικά το τι αισθάνομαι για τις πυρκαγιές είναι αδιάφορο. Δημοσιογραφικά όμως, το τι περιμένω από την κυβέρνηση είναι πολύ σημαντικότερο. Και περιμένω όχι την ανακοίνωση αποζημιώσεων, που αφορά μόνο τους κτηματίες, όχι τα σχέδια για την αναδάσωση των καμένων που αφορά τον κόσμο των περιοχών, αλλά τα μέτρα που θα ληφθούν από το επόμενο καλοκαίρι, που αφορούν όλους τους Ελληνες, διότι η πυρκαγιά μπορεί να χτυπήσει παντού. Τα αισθήματα του Παπούλια, του Καραμανλή, του Παπανδρέου, της Παπαρήγα και του Αλαβάνου ουδένα αφορούν επειδή είναι προβλεπόμενα. Δηλαδή και να μην έκαναν δηλώσεις, τι θα πίστευε ο κόσμος; Οτι χάρηκαν από τις πυρκαγιές; Ενδιαφέρουν τα όποια μελλοντικά μέτρα, αν υπάρχουν. Διατυπωμένα από επιστήμονες, έτοιμα να εφαρμοστούν από όποια κυβέρνηση προκύψει. Στο μεταξύ, συντονιστείτε με την τηλεόραση και τα ραδιόφωνα. Το να κλαίτε με τους υποτίθεται ενημερωτές έχει τόσο νόημα όσο οι προσευχές των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης στην Αγία Σοφία με τους Τούρκους να έχουν μπει στην Πόλη και να ανοίγουν τις πόρτες. Η κλάψα για τις πυρκαγιές και την ανεπανόρθωτη καταστροφή είναι το ίδιο με το «σφάξε με, πασά μου, να αγιάσω». Απαιτείστε χρόνους και αριθμούς για τα μελλοντικά μέτρα κατά των πυρκαγιών. Και χέστε κάθε εύκολο και ανέξοδο συναισθηματισμό τους.